Η Μέση Ανατολή βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μιας επικίνδυνης κλιμάκωσης. Οι πρόσφατες αμερικανικές επιθέσεις σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις – με στόχο κομβικά σημεία όπως η Νατάνζ και η Ισφαχάν – δεν είναι απλώς μια στρατιωτική επιχείρηση υψηλής ακρίβειας. Συνιστούν ένα σημείο καμπής, με πιθανές παγκόσμιες συνέπειες.
Η σύγκρουση πλέον δεν αφορά μόνο το Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό σκηνικό αστάθειας, όπου η παραδοσιακή διπλωματία έχει περιθωριοποιηθεί, και τα διεθνή θεσμικά αντίβαρα υποχωρούν. Η κρίση Ισραήλ–Ιράν, οι απειλές των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, και η γενικευμένη απορρύθμιση εντείνουν την αίσθηση μιας παγκόσμιας αποσταθεροποίησης χωρίς φρένο.
Το Ιράν, παρότι βαθιά τραυματισμένο εσωτερικά, διατηρεί δίκτυα επιρροής και μέσα ανταπόδοσης. Οι πληρεξούσιες δυνάμεις του σε Λίβανο, Συρία και Ιράκ, η κυβερνοπολεμική του ικανότητα, αλλά και η πιθανότητα ενεργοποίησης διεθνών τρομοκρατικών δομών, συνθέτουν ένα επικίνδυνο τοπίο. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, ισχυρές επιχειρησιακά, δεν έχουν καταστήσει σαφές ποιος είναι ο τελικός τους στόχος: Πρόκειται για περιορισμένη αποτροπή ή για στρατηγική ανατροπής;
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι η απουσία ουσιαστικής διεθνούς διαμεσολάβησης. Ο ΟΗΕ σιωπά, η ΕΕ αδυνατεί να συγκροτήσει κοινή στάση, ενώ οι περιφερειακές δυνάμεις παρακολουθούν άβουλα. Η διπλωματία μοιάζει αδρανής την ώρα που οι εξελίξεις απαιτούν πολιτική σοφία και ψυχραιμία.
Και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης, οι ηγεσίες δείχνουν ευάλωτες. Ο Νετανιάχου ηγείται μιας κοινωνίας διχασμένης, με θεσμική κρίση και πολιτική αστάθεια. Η επιλογή της έντασης ενδέχεται να έχει και εσωτερικά κίνητρα. Στο Ιράν, ο Αλί Χαμενεΐ ηγείται ενός συστήματος σε φάση φθοράς, με έκδηλη κοινωνική δυσαρέσκεια και οικονομική αποσύνθεση. Το ενδεχόμενο ταυτόχρονης πολιτικής αστάθειας σε Ιερουσαλήμ και Τεχεράνη αυξάνει τον κίνδυνο ανεξέλεγκτων εξελίξεων.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία και η Κίνα κινούνται με βάση τη δική τους στρατηγική ανάγνωση. Η Μόσχα βλέπει ευκαιρία για αντιστάθμιση της δυτικής πίεσης. Το Πεκίνο, λιγότερο άμεσο αλλά πιο μακροπρόθεσμο, αξιοποιεί τη ρευστότητα για να ενισχύσει τον πολυπολικό του λόγο και τη γεωοικονομική του διείσδυση.
Και όλα αυτά σε ένα οικονομικό περιβάλλον ευάλωτο. Η Ερυθρά Θάλασσα, κομβικός ενεργειακός δρόμος, κινδυνεύει με διαταραχή. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό που καραδοκεί, ενδέχεται να φέρει νέα παγκόσμια ύφεση.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτό το πολύπλοκο σκηνικό;
Η Ελλάδα, χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη. Η γεωγραφική της θέση, η συμμετοχή της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, και η σταθερή της παρουσία στον άξονα ενέργειας και ασφάλειας, της δίνουν ρόλο και λόγο. Οφείλει να αξιοποιήσει την πολυδιάστατη εξωτερική της πολιτική, να ενισχύσει τις σχέσεις της με κρίσιμους εταίρους και να συμβάλει στην επαναφορά του διαλόγου σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο.
Δεν είναι η ώρα για μεγαλοστομίες, αλλά για νηφαλιότητα και πρόνοια. Η διπλωματική παρέμβαση της Ελλάδας πρέπει να στηρίζεται στην υπευθυνότητα, στη λογική, και στη δέσμευσή της για ειρήνη και σταθερότητα. Σε έναν κόσμο όπου η γεωπολιτική έχει επιστρέψει με όρους συγκρούσεων και αβεβαιότητας, η Ελλάδα μπορεί – και πρέπει – να είναι μια σταθερή φωνή. Όχι μόνο υπέρ της ειρήνης, αλλά υπέρ της στρατηγικής ψυχραιμίας που σήμερα λείπει.