Η γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου αλλάζει με ταχύτητα. Ό,τι ίσχυε μέχρι πρότινος –στεγανά, αποκλεισμοί, ρητορικές αποστασιοποίησης– παραμερίζεται σταδιακά από μια νέα πραγματικότητα: Την ανάγκη συνεργασίας, διαλόγου και αναζήτησης σταθερότητας σε μια ευρύτερη περιοχή που βίωσε δεκαετίες συγκρούσεων και έντασης.
Μέσα σε αυτή τη δυναμική, ορισμένοι περιφερειακοί παίκτες επαναπροσδιορίζουν τον ρόλο τους. Δεν αρκούνται πλέον στη διαχείριση κρίσεων· επιδιώκουν να τις προλαμβάνουν. Δεν λειτουργούν ως ουραγοί, αλλά διεκδικούν πρωτοβουλίες με διεθνή αναγνώριση. Παράλληλα, μεγάλες δυνάμεις επιλέγουν να διατηρούν αποτύπωμα στην περιοχή χωρίς άμεση παρουσία, ευνοώντας μοντέλα διπλωματικής μεσολάβησης και τοπικών συμφωνιών. Αυτή η μετάβαση ευνοεί τις συνεργασίες και απαιτεί ετοιμότητα.
Η Ευρώπη, ίσως πιο αμήχανη από ποτέ απέναντι σε αυτή την ταχύτατη μετατόπιση ισορροπιών, καλείται να προσαρμοστεί. Κατανοεί πλέον ότι η αρχιτεκτονική ασφάλειας δεν μπορεί να σχεδιαστεί ερήμην όσων διαθέτουν την επιχειρησιακή ικανότητα, την πολιτική βούληση και την εγγύτητα στις εξελίξεις.
Σε αυτό το σκηνικό, η Ελλάδα οφείλει να είναι παρούσα. Όχι ως απλός παρατηρητής ή παραδοσιακός σύμμαχος, αλλά ως δύναμη που μπορεί να συμβάλει ενεργά στη σταθερότητα, να συνδιαμορφώσει πολιτικές και να ενισχύσει τον ρόλο της ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης, Ανατολής και Νότου.
Η προσέγγιση με την Τουρκία, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι πράξη υποχώρησης. Είναι πράξη στρατηγικής διορατικότητας. Οι δύο χώρες, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, έχουν κοινό συμφέρον στη σταθεροποίηση της περιοχής, στη διαχείριση του μεταναστευτικού, στην ενεργειακή διασύνδεση και στην ανάσχεση των υβριδικών απειλών. Δεν είναι αναγκαίο να συμφωνούν σε όλα για να συνεργαστούν σε όσα επιβάλλεται.
Αντίθετα, ήρθε η στιγμή να αφαιρεθεί και επισήμως από το τραπέζι η απειλή του casus belli. Η διατήρησή της μόνο ως σύμβολο σκληρής ρητορικής δεν έχει κανένα ουσιαστικό βάρος στο σημερινό γεωπολιτικό σκηνικό. Αντιθέτως, λειτουργεί ως εμπόδιο σε κάθε ειλικρινή προσπάθεια επανεκκίνησης του διαλόγου και οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Το πολιτικό θάρρος να αρθούν τέτοιες αναχρονιστικές απειλές, είναι δείγμα ωριμότητας και δύναμης – όχι αδυναμίας.
Κεντρική θέση σε αυτόν τον στρατηγικό επαναπροσδιορισμό οφείλει να έχει η επίλυση του Κυπριακού. Η Κύπρος, ιστορικά και γεωπολιτικά, αποτελεί το φυσικό σημείο σύγκλισης των ευρύτερων συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια βιώσιμη και αποδεκτή λύση δεν θα ευνοήσει μόνο τις δύο κοινότητες στο νησί· θα αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας, θα ενισχύσει τη συνεργασία σε ζητήματα ενέργειας και ασφάλειας και θα συμβάλει καθοριστικά στην αποκατάσταση εμπιστοσύνης στην περιοχή.
Η εθνική κυριαρχία δεν διασφαλίζεται με παθητικότητα ούτε με άγονες αντιπαραθέσεις. Διασφαλίζεται όταν μια χώρα γνωρίζει να αξιοποιεί τα δεδομένα της εποχής προς όφελός της. Σήμερα, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να καταστεί πυλώνας σταθερότητας και πρότυπο συνεννόησης σε μια περίοδο ανασχηματισμού.
Το ερώτημα δεν είναι αν αλλάζει ο κόσμος γύρω μας. Το ερώτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε και εμείς — με σοβαρότητα, ευθύνη και στρατηγικό σχέδιο.