Ο Ηλίας Νικολακόπουλος δεν ανήκε απλώς σε μία νέα γενιά επιστημόνων που διεκδίκησαν ζωτικό ρόλο στα πράγματα της χώρας στη Μεταπολίτευση.
Ήταν από αυτούς, τους λίγους, που έβαλαν πλάτη για να φυσήξει (τότε) άνεμος ανανέωσης σ’ ένα ευρύ πεδίο επιστημών: Από την Ιστορία και την Αρχιτεκτονική, μέχρι τις κοινωνικές επιστήμες και τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας της πολιτικής ανάλυσης, των πολιτικών κομμάτων και της ανάγνωσης των εκλογών με νέα εργαλεία, όπως τις έρευνες κοινές γνώμης και τις δημοσκοπήσεις.
Έγινε ευρύτατα γνωστός όχι τόσο για το σημαντικό και αξιοσημείωτα ογκώδες επιστημονικό του έργο όσο, κυρίως, επειδή ήταν ο πρώτος εκλογικός αναλυτής που συνέστησε στο πλατύ κοινό η άνοιξη της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Δεν ήταν λίγο, το αντίθετο: Ο Ηλίας εκλαΐκευσε, χωρίς εκπτώσεις, βασικές έννοιες εκλογικής συμπεριφοράς, εισήγαγε το exit poll και μέχρι πρόσφατα οι αναλύσεις του ήταν άτυπο βαρόμετρο των δημοσκοπήσεων.
Η εμπλοκή του με την Αριστερά δεν ήταν περιστασιακή και ο ίδιος ήταν, ίσως, πολύ κοντά στο πρότυπο του διανοούμενου που ήθελε ο Γκράμσι: Για εκείνους που αναλαμβάνουν την ευθύνη.
Από τους πρώτους που εναντιώθηκαν σε κινήσεις αναθεώρησης της αρχής της ιστορίας του ελληνικού Εμφυλίου, ενώ βιβλία του όπως «Η καχεκτική δημοκρατία: κόμματα και εκλογές 1946-1967» (Πατάκης, 2001) θεωρούνται έργα αναφοράς.
Ως ακαδημαϊκός κέρδισε αναγνώριση κι ήταν από εκείνους που η επιρροή τους ξεπέρασε τα όρια της πανεπιστημιακής τους κοινότητας (ΕΚΠΑ).
Ευγενής, αξιόπιστος συνομιλητής, πιστός του κέντρου της Αθήνας , αεικίνητος – με το τόσο χαρακτηριστικό του κοφτό γέλιο, ο Ηλίας Νικολακόπουλος είναι ήδη μια αισθητή απουσία.
Στρατηγική απειλή από την Κίνα και αντιπαλότητα με την Ρωσία, η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες για το νέο διμέτωπο Ψυχρό Πόλεμο που ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πριν από εικοσιπέντε χρόνια τα παραπάνω θα έμοιαζαν με επιστημονική φαντασία ή πολιτική μυθοπλασία.
Πριν από εικοσιπέντε χρόνια ο Πρίγκιπας Κάρολος παρέδιδε την μέχρι τότε βρετανική αποικία του Χονγκ Κονγκ στην ηγεσία της Κίνας, σε εφαρμογή μιας συμφωνίας στην οποία είχε πρωταγωνιστήσει η Σιδηρά Κυρία, Μάργκαρετ Θάτσερ.
Τότε, η Κίνα των διαδόχων του Ντενγκ, ήταν ένα επιτυχές εγχείρημα μετάβασης στην οικονομία της αγοράς και, σύμφωνα με τους ειδήμονες, ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος θα ακολουθούσε νομοτελειακά.
Η παράδοση του Χονγκ Κονγκ την 1.7.1997 ήταν μια επιβράβευση της συντεταγμένης μεταρρύθμισης της Κίνας σε απόλυτη αντίστιξη με χαώδη κατάρρευση της ΕΣΣΔ στα τέλη του 1991.
Τους πρώτους μήνες του 1997 οι 16, τότε, χώρες μέλη του ΝΑΤΟ προσκαλούσαν σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία ενώ ταυτόχρονα άρχιζε η λειτουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, μια εξέλιξη που στο τότε κυρίαρχο κλίμα ευφορίας καταγράφηκε ως σημαντικό βήμα στήριξης της σταθερότητας στην μετασοβιετική Ρωσία.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά η καχυποψία κυριαρχεί στις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα και την Ρωσία.
Στην Ουκρανία η Ρωσία και οι ΗΠΑ συγκρούονται δι’ αντιπροσώπων ενώ στην περιοχή Ασίας Ειρηνικού η Ταιβάν ήδη αποκαλείται «η Ουκρανία της περιοχής».
Χωρίς την ιδεολογική οραματική αντιπαλότητα που σφράγισε τον Ψυχρό Πόλεμο στην περίοδο 1947-1991 η σημερινή αστάθεια και ρευστότητα απειλεί αυτή την ίδια την παγκοσμιοποίηση με το περίγραμμα ενός διπολισμού να διακρίνεται ήδη στο βάθος του ορίζοντα με την Δύση από την μια μεριά και την Ομάδα BRICS από την άλλη.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος σίγουρα θα προσπαθήσουν να απαντήσουν γιατί χάθηκε η ευκαιρία μιας παγκόσμιας οικονομίας και μιας παγκόσμιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η απάντηση τους είναι πολύ πιθανόν να μοιάζει με την απάντηση στο ερώτημα πώς φθάσαμε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο: Με την αναγόρευση όλων των εμπλεκομένων ως συνυπεύθυνων.
Κάτι το απροσδόκητο έχει ο τρόπος με τον οποίο ο Αχιλλέας Χεκίμογλου φέρνει τον σημερινό αναγνώστη – που πιθανότερο είναι να γνωρίζει, από την μεταπολεμική διαδρομή της πολιτικής αεροπορίας στην Ελλάδα, μόνο την πορεία κάποιων δεκαετιών «Ολυμπιακής», την κάμψη και το άδοξο τέλος της – στο ξεκίνημα της αεροπορίας στην μεταπολεμική Ελλάδα. Ξεκινά από έκθεση για το Σχέδιο Μάρσαλ στην Ελλάδα του 1948-52, έκθεση που καταλήγει με την διαπίστωση ότι «η πολιτική αεροπορία στην Ελλάδα οφείλει την ανάπτυξή της στον συμμοριτοπόλεμο (sic)».Τι εννοεί η έκθεση εκείνη; Ότι μετά την κατάρρευση του οδικού δικτύου αλλά και των τραίνων και των λιμανιών, οι επικοινωνίες στράφηκαν… στον αέρα «πάνω από την ακτίνα βολής των κομμουνιστικών όπλων [πάλι sic]».
Στο Μεσοπόλεμο, η Ελλάδα διέθετε ένα στοιχείο πολιτικής αεροπορίας: Την Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών, που όμως η Γερμανική Κατοχή την ενσωμάτωσε στην Lufthansa. Αλλά και τα αεροπλάνα καταστράφηκαν, και τα όποια αεροδρόμια εξαρθρώθηκαν. Με την λογική μιας μόνιμης ανασυγκρότησης, επιδιώχθηκε «Έλληνες και Αμερικανοί μηχανικοί να διορθώσουν τους παλιούς διαδρόμους προσγειώσεων ή να σκάβουν νέους». Το αποτέλεσμα; Έγινε η Ελλάδα «αισίως η χώρα της Ευρώπης η πιο εξοικειωμένη με τα αεροπορικά ταξίδια […] γέροι χωρικοί με τα μεγάλα τους μουστάκια και δειλές μαυροφορεμένες γυναίκες ταξίδευαν με τα αεροπλάνα της ΤΑΕ από το ένα μέρος της χώρας στο άλλο. Πριν δέκα χρόνια, αυτοί οι ταξιδιώτες καβαλίκευαν μόνο γαϊδουράκια και μια διαδρομή με αυτοκίνητο θα τους τρομοκρατούσε». Σίγουρα αυτή η αφήγηση περιλαμβάνει μια διάσταση πολιτικής αυτεπιβράβευσης για την κινητοποίηση που κατέληξε στην (ανα)γέννηση της πολιτικής αεροπορίας σε μια καθημαγμένη Ελλάδα – όμως επισημαίνει και την ρίζα της αποδοχής του αεροπορικού ταξιδιού από έναν ευρύτερο κόσμο στην χώρα εκείνη που έβγαινε από την καταστροφή, αλλ’ ακόμη ζούσε στο παρελθόν.
Όπως και αν έχει το πράγμα, η συνολική αφήγηση Χεκίμογλου αποτελεί ένα συναρπαστικό ταξίδι: Από την οικονομικά απολύτως κατεστραμμένη («επανεκκίνηση εξ ερειπίων») ΕΕΕΣ στην γέννηση της ΤΑΕ/Τεχνικαί Αεροπορικαί Εκμεταλλεύσεις «φυσικά» με κομβικό ρόλο της Εθνικής Τράπεζας, με έριδες Αμερικανο-Βρετανών (TWA και BΕA), αλλά και με δυναμική κινητοποίηση του περιπετειώδους, βετεράνου αεροπόρου Στέφανου Ζώτου. Ας σημειωθεί ότι η ΤΑΕ κατόρθωσε να ελιχθεί ανάμεσα σε πολιτική ηγεσία και οικονομικές/τεχνικές απαιτήσεις, μεταξύ ξένων προτεραιοτήτων και εγχώριας ζήτησης, να καθιερώσει τακτικά δρομολόγια Αθηνών-Θεσσαλονίκης αλλά και να πετάξει για πρώτη φορά (το 1946) σε δρομολόγιο Αθήνα-Ρώμη-Παρίσι. Πέραν τούτου, όμως, να προβλέψει διανομή κερδών 10% στο προσωπικό, συν πρόσθετες άδειες και άλλες («άτυπες») παροχές – αυτά τα τελευταία, η «Ολυμπιακή» της ακμής και της παρακμής επέπρωτο να τα βρει μπροστά της…
Αυτό το ιδιαίτερο υπόστρωμα φωτίζει εξαρχής την συνέχεια – μια διαδρομή όπου ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, από τον Σοφοκλή Βενιζέλο μέχρι τον Παπάγο, τον Σπύρο Μαρκεζίνη και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, οικονομικοί παράγοντες όπως ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ο Ηλιάσκος, ο Ζολώτας, ή ο Πρόδρομος Μποδοσάκης, συν αστέρες της διεθνούς επιχειρηματικής σκηνής όπως ο Ωνάσης και ο Νιάρχος (αλλά και ο Ιωάννης Γουλανδρής), αναλαμβάνουν και παίζουν δυναμικά τους κεντρικούς ρόλους. Διαγωνισμοί προκηρύσσονται, παρεμβάσεις πολιτικών (ή και ξένων δυνάμεων) φέρνουν ανατροπές, επιχειρηματικά «εγώ» συγκρούονται. η ακμή των μεταπολεμικών αεροπορικών συγκοινωνιών έρχεται σε αντιπαράθεση με την χρηματοδοτική στενότητα της Ελλάδας. Τελικώς, επικρατεί ο Ωνάσης – και προκύπτει η γνώριμή μας «Ολυμπιακή», η οποία μάλιστα ήδη από το ξεκίνημα περνάει από τριάντα κύματα: Ο Ωνάσης, την ίδια στιγμή που εξηγεί ότι δεν ήταν δυνατόν να μην επεκτείνονται οι πτήσεις της εταιρείας (λόγω και της «νέας πραγματικότητας των τζετ») φθάνει μέχρι και να θέσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μπροστά σε τελεσίγραφο, λόγω των ανοιγμάτων της εταιρείας: Είτε να αναθεωρήσει την αρχική σύμβαση είτε «να πάρει πίσω» τις αεροπορικές συγκοινωνίες της χώρας. Η συμφωνία που επετεύχθη, το τέλος του 1962, οδήγησε την «Ολυμπιακή» στο απόγειό της.
Μόλις 12 χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1975, ο Ωνάσης διαπραγματευόταν με επεισοδιακό τρόπο την… επιστροφή της Ολυμπιακής στο Δημόσιο. Όσο για τον Στέφανο Ζώτο – αυτός είναι ο Σμηναγός Χ του τίτλου… – εκείνος βρέθηκε περιθωριοποιημένος και «εκτός», από νωρίς.
Ένα εκπληκτικό ελληνικό στόρι, όπως θα ‘λεγε ένας π.χ. Αμερικανός παρατηρητής.
Αντίο αμυντική χειραφέτηση της Ε.Ε για το ορατό μέλλον! Αυτό είναι το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί λίγο πριν την έναρξη της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη. Η απόφαση του ΝΑΤΟ να διατηρεί σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας δύναμη 300.000 ανδρών στα σύνορα της πρώην ΕΣΣΔ με την αναγκαία αεροναυτική κάλυψη , προεξοφλεί ανάλογες επιλογές από την Ρωσία και έτσι δρομολογεί μια νέα διπολική αντιπαράθεση στην Ανατολική Ευρώπη.
Είναι φανερό ότι τα παραπάνω δεν πρόκειται να επηρεαστούν από τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία, και θα ορίσουν τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Γηραιά Ήπειρο τις επόμενες δεκαετίες με την δυνατότητα διαφοροποίησης των ευρωπαίων εταίρων από τις ΗΠΑ από μικρή έως μηδενική.
Σήμερα, στη Μαδρίτη στο ίδιο τραπέζι με τις 30 χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ θα κάθονται οι ηγέτες της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Νότιας Κορέας (η οποία θα ανοίξει Μόνιμη Αντιπροσωπία στην έδρα της Συμμαχίας στις Βρυξέλλες) και της Ιαπωνίας, ως παρατηρητές της επέκτασης του Βορείου Ατλαντικού στον Ινδικό-Ειρηνικό
Έτσι, με τον πρώτο αυτοματισμό, δηλαδή τη συμμετοχή στις δυνάμεις υψηλής ετοιμότητας του ΝΑΤΟ που θα τελούν υπό την προστασία και εγγύηση της πυρηνικής ομπρέλας των ΗΠΑ, η ασφάλεια της Ευρώπης θα ορίζεται από τις διακυμάνσεις της διμερούς σχέσης Ουάσιγκτον Μόσχας.
Οι ηγέτες των τεσσάρων χωρών του Ινδικού-Ειρηνικού προαναγγέλλουν το δεύτερο αυτοματισμό, δηλαδή την στοίχιση των χωρών της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ με τις ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα – μια επιλογή με δυσθεώρητο αποσταθεροποιητικό κόστος για την Γηραιά Ήπειρο.
Στην προσπάθεια των ΗΠΑ για συνολική ανασύνταξη της Δύσης υπό την πρωτοκαθεδρία τους, υπάρχει μια σοβαρή προσημείωση: Η πιθανότητα επανόδου του Τραμπισμού, με η χωρίς τον Τραμπ, στις Κάλπες του 2024, με πρώτη κρίσιμη δοκιμασία τις Ενδιάμεσες Εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου.
Από τις Βρυξέλλες, όπου την περασμένη Παρασκευή προήδρευσε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος Μακρόν επιχείρησε να αποδραματοποιήσει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα του μετά τις βουλευτικές εκλογές, λέγοντας πως δεν είναι η πρώτη φορά που η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση διακυβέρνησης.
Προς επίρρωση των λόγων του αναφέρθηκε στην κρίση που ξέσπασε το 1988 όταν ο Πρόεδρος Μιτεράν είχε χάσει και αυτός την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Όπως τώρα ο Μακρόν, έτσι και τότε ο Μιτεράν ανέθεσε την αναζήτηση εξόδου από την κρίση στον Πρωθυπουργό.
Ο Μιτεράν μάλιστα τον επέλεξε επί τούτου.
Ήταν ο πρώην εσωκομματικός του αντίπαλος και ηγέτης της σοσιαλδημοκρατικής μειοψηφίας των Γάλλων Σοσιαλιστών, Μισέλ Ροκάρ, ο οποίος πράγματι κατάφερε να κυβερνήσει επί τρία χρόνια με ανοίγματα προς την αντιπολίτευση, με τμήματα της οποίας σχημάτιζε κατά περίπτωση κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες συμμαχώντας άλλοτε με τη μια και άλλοτε με την άλλη πτέρυγα του κοινοβουλίου.
Μιμούμενος τον Μιτεράν ο Μακρόν αποφάσισε να αναθέσει και αυτός στη δική του Πρωθυπουργό Ελιζαμπέτ Μπορν τη διεξαγωγή μιας σειράς συναντήσεων με τους επικεφαλής των κοινοβουλευτικών ομάδων προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν για την εξεύρεση μιας συναινετικής λύσης.
Χθες πραγματοποίησε τις τρεις πρώτες. Ηταν όμως οι πιο εύκολες αφού περιέλαβαν τους επικεφαλής των συνιστωσών την προεδρική πλειοψηφία κοινοβουλευτικών ομαδων.
Από αύριο, όμως, θα έχει τον πονοκέφαλο των συναντήσεων με τους εκπροσώπους των ομάδων της αντιπολίτευσης από τους οποίους έχουν ήδη σταλεί αρνητικά σήματα.
Μέχρι την Πέμπτη, οπότε και ο Γάλλος Πρόεδρος επιστρέφει στη δύσκολη γαλλική πραγματικότητα μετά τις Συνοδούς των G7 στο Μόναχο και του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, η Μπορν θα πρέπει να του παρουσιάσει τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεών της, ώστε να ληφθούν οι αποφάσεις για τα επόμενα βήματα.
Δεν θα είναι εύκολες αποφάσεις. Διότι ούτε η Γαλλία έχει τη γερμανική κουλτούρα των συναινέσεων που παράγει διακομματικές κυβερνήσεις συνεργασίας ούτε ο Μακρόν είναι Φρανσουά Μιτεράν ούτε η Πρωθυπουργός του Ελιζαμπέτ Μπορν είναι Μισέλ Ροκάρ ούτε η εποχή των άκρων στην οποία επιστρέφει η χώρα είναι εποχή με υλικά και ψυχικά αποθέματα ανάλογα με αυτά που είχαν δημιουργηθεί στη διάρκεια της “ένδοξης τριακονταετίας”, όταν η οικονομία κάλπαζε αναπτυξιακά και τα μεσοστρώματαανέρχονταν ορμητικά απολαμβάνοντας τις χαρές της ζωής και ξεχνώντας τις ταξικές και τις συνεπακόλουθες ιδεολογικές αντιθέσεις παλαιότερων περιόδων.
Προ της εποχής Μιτεράν είχε βέβαια μεσολαβήσει και τότε η πετρελαϊκή κρίση του 1973. Όπως και η σημερινή ενεργειακή, είχε ταρακουνήσει τη Δύση ενεργοποιώντας τα ρήγματα της πάντα συγκρουσιακής γαλλικής κοινωνίας.
Είχε όμως μεσολαβήσει και ένας Μάης το 1968 και μια σειρά γενικών απεργιών που επί δυο μήνες παρέλυσαν μεν τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα εκτόνωσαν την ενέργεια των άκρων. Σήμερα η ενέργεια αυτή έχει ξανασυσσωρευθεί πλημμυρίζοντας με θυμό την γαλλική κοινωνία.
Η διάσπασή της σε τέσσερα ανταγωνιστικά πολιτικά μπλοκ με μακράν πλειοψηφικότερο το μπλοκ της αποχής, που καταλύει την αντιπροσωπευτικότητα του σημερινού γαλλικού πολιτικού συστήματος, κάνει πολύ πιο δύσκολη δυσκολεύει την εξίσωση που έχει αναλάβει να λύσει η Ελιζαμπέτ Μπορν.
Την εποχή του Μιτεράν η Γαλλία μπορούσε ακόμα να κυβερνιέται από ένα τετρακομματικό σύστημα εναλλασσόμενων στην εξουσία παρατάξεων που ναι μεν συνέχιζαν τον προαιώνιο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, αλλά μπορούσαν κάθε φορά να ισορροπούν στο σταθερό σημείο που όριζε ο εκάστοτε απευθείας εκλεγμένος από τον λαό Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Από εκείνο όμως το σύστημα σήμερα δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Το σάρωσε ο συγγραφέας που έγραψε την “Επανάσταση”, το μανιφέστο της μακρονικής νεωτερικότητας , για να γίνει το 2017 Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας επαγγελόμενος την επανίδρυσή της.
Το πέτυχε μετατρέποντας το ισχνό κέντρο, που μέχρι τότε ούτε είχε ούτε μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει αυτόνομο και πόσο μάλλον ηγεμονικό ρόλο, σε μια ριζοσπαστική όσο και πολυσυλλεκτική παράταξη εξουσίας. Την έστρεψε εναντίον των απαξιωμένων και φθαρμένων από την άσκηση της διακυβέρνησης παραδοσιακών κομμάτων. Και νίκησε καθιστώντας την αντίθεση του παλιού με το καινούργιο κομματικό σύστημα κυρίαρχο διακύβευμα του πολιτικού ανταγωνισμού.
Με τη νίκη του άλλαξε τον πολιτικό χάρτη, ανέτρεψε τις ισορροπίες των μέχρι τότε αναπαραγόμενων πολιτικών συσχετισμών και κονιορτοποίησε τις τέσσερις αντιπροσωπευτικές και πολυσυλλεκτικές παρατάξεις εξουσίας που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας με δυο (γκωλικό και μη γκωλικό) κόμματα στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος, και αλλά δυο (σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό ) στην αριστερή πλευρά.
Οι μεταξύ τους συσχετισμοί μεταβάλλονταν αλλά δεν ανατρέπονταν δημιουργώντας συστημικά κενά.
Η επιτυχία του Μακρόν, που ήταν η καταστροφή τους, κατέστρεψε και τις ισορροπίες του παλιού συστήματος που σήμερα είναι σαν να τον εκδικείται. Η δυναμική της αναμόρφωσής του που πυροδότησε ο Μακρόν υποσχόμενος την ανανέωσή του, σήμερα επανατροφοδοτείται με τη λογική μιας ανασύνθεσης που τον υπερβαίνει βαλκανιοποιώντας το πολιτικό σκηνικό.
Με εξαίρεση το πιο συμπαγές μονοκομματικό μπλοκ των λεπενικών, τα υπόλοιπα πολιτικά μπλοκ δεν είναι συντεταγμένες παρατάξεις. Είναι συνασπισμοί ετερόκλητων προσώπων και κομματικών υπολειμμάτων, η λειτουργικότητα και σταθερότητα του συστήματος των οποίων θα αργήσει πολύ να αποκατασταθεί. Πραγμα που καθιστά προβληματικό το εγχείρημα του Μακρόν να κυβερνήσει δια διακομματικών συμβιβασμών (compromis).
Πολύ δε περισσότερο που επιθυμώντας να είναι πάντα ο άρχοντας των ρολογιών και ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού χρόνου, δεν προλαβαίνει τις εξελίξεις.
Έτσι δεν πρόλαβε τα κίτρινα γιλέκα. Έτσι έχασε το momentum των βουλευτικων εκλογών. Έτσι έχασε τις ευκαιρίες που είχε να ολοκληρώσει την “δημοκρατική επανάσταση” που το 2016 έγραφε ότι θα συμφιλίωνε την ελευθερία με την πρόοδο. Αυτό, άλλωστε, τόνιζε ως συγγραφέας, ότι ήταν το όνειρο και η ιερή αποστολή του.
Ως δεύτερη φορά Πρόεδρος, ίσως να αποδείξει ότι αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει με την “επανάσταση”, θα το καταφέρει με τους συμβιβασμούς. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα τον προλάβουν και πάλι τα γεγονότα ή τα νέα “κίτρινα γιλέκα”.