Το συνειδητά σύντομο αυτό βιβλίο των Μουζέλη-Σωτηρόπουλου έρχεται να θέσει το ερώτημα κατά πόσον η γεωπολιτική αποξένωση, την οποία ζούμε τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή. αν, δηλαδή, οι τρεις πρωταγωνιστές του διεθνούς συστήματος – ΗΠΑ, Κίνα και ΕΕ – απορροφημένοι από τον οικονομικό και διπλωματικό ανταγωνισμό τους, δεν συνειδητοποιήσουν την έκταση των κινδύνων που ελλοχεύουν. Kαι αν, ως εκ τούτου, δεν επιδιώξουν να διαχειριστούν τους κινδύνους αυτούς αποτελεσματικά.
Γι αυτούς, η δημιουργία ενός τριπολικού συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης - με κίνητρα και με ποινές – είναι η μόνη διέξοδος για σωτηρία του πλανήτη. Δεν αγνοούν, να σημειώσουμε, ότι υπάρχει και μια διαφορετική προσέγγιση: Αντι-καπιταλιστική και ριζοσπαστική. Πλην όμως, ήδη από την αρχή της ανάλυσής τους δηλώνουν την πεποίθησή τους ότι «ενώ ο καπιταλισμός δεν είναι αιώνιος, δεν πρόκειται να καταρρεύσει συντόμως». Ακριβώς λοιπόν προκειμένου να επιδιωχθεί μια βέλτιστη ισορροπία, αναλύουν τις τρεις εκδοχές καπιταλισμού: Τη νεοφιλελεύθερη/Αμερικανική, την αυταρχική-κρατικοκεντρική/Κινεζική και τη σοσιαλδημοκρατική/Ευρωπαϊκή.
Στην ανάλυσή τους η Ευρώπη/η ΕΕ διεκδικεί κομβικό ρόλο, όσο κι αν οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων μάλλον ένα σχήμα παγκόσμιας διακυβέρνησης με κέντρο το δίπολο ΗΠΑ-Κίνας κάνουν να είναι εκείνο που τείνει να κυριαρχήσει. (Στην άνοδο της Κίνας το βιβλίο αφιερώνει σημαντική ανάλυση, π.χ. σημειώνοντας ότι «η καπιταλιστική (της) οικονομική βάση παρέχει και σε Κινέζους και σε ξένους επιχειρηματίες μεγαλύτερη αυτονομία απ’ ό,τι το σοβιετικό σύστημα» και προσεγγίζοντας διεξοδικά την τωρινή στρατηγική Σι Τζινπίνγκ για οικονομική ανάπτυξη). Πάντως για τους Ν. Μουζέλη/Δ. Σωτηρόπουλο η «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας, του 1945-1975, έχει δώσει πλέον την θέση της σε ένα μοντέλο «Σοσιαλδημοκρατίας 2.0», το οποίο βλέπουν να προκύπτει από την ολοκλήρωση του οικοδομήματος της ΕΕ. Με την δημιουργία ενισχυμένης κοινωνίας των πολιτών με αφορμή την δοκιμασία της πανδημίας καθώς και την κλιματική κρίση και παρά τα αδύναμα σημεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Στα οποία αδύναμα σημεία γι αυτούς, σημαντικό ρόλο παίζει ότι «Γερμανία και Γαλλία έχουν ξεχάσει πώς συνεργάζεται κανείς», συν οι λαϊκιστικές εξελίξεις των τελευταίων ετών – αλλά και φαινόμενα διαφθοράς όπως το Qatargate, ή και η παγιωμένη πλέον κατάσταση ισχυρής επιρροής από τον «πελώριο αριθμό λομπιστών που (με νόμιμα ή παράνομα μέσα) προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή» στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.
Παρόλη αυτήν την περιγραφή προβλημάτων, και παρά την (ψύχραιμη) διεκτραγώδηση των κρίσεων των τελευταίων ετών – της οικονομικής, της πανδημίας, του Ουκρανικού, της Ταϊβάν (αυτή, επερχόμενη) και της ενεργειακής – οι Μουζέλης/Σωτηρόπουλος προσδοκούν ο ρόλος της Ευρώπης και η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση νέας κοπής να διαδραματίσουν σωστικό ρόλο σε επίπεδο μέλλοντος της δημοκρατίας.
Δεν παραβλέπουν τις απειλές που γνωρίζουν οι δημοκρατικοί θεσμοί στη Δύση – απειλές ως προς τις οποίες ακολουθούν τον Μάρτιν Γουλφ, θεωρώντας ότι «δεν προέρχονται τόσο από την Κίνα, όσο από τις ίδιες μας τις κοινωνίες», με την άνοδο λαϊκιστικών κομμάτων, με την επίπτωση των εντεινόμενων ανισοτήτων, με την δυσχέρεια των εργατικών στρωμάτων της κοινωνίας να προσαρμοσθούν στις νέες τεχνολογίες κλπ. Ούτε προσπερνούν τις καταστάσεις ισχύος που προκύπτουν από την άνοδο των τεχνολογικών γιγάντων της εποχής, κατεξοχήν Αμερικανικής προέλευσης (απέναντι στους οποίους καλούν σε εφαρμογή ρυθμιστικών καθεστώτων). Όμως, ακριβώς γι αυτούς τους λόγους, η «συνταγή» την οποία θέτουν στο τραπέζι είναι η δημιουργία ενός παγκόσμιου, θεσμικού πλαισίου διακυβέρνησης – όπου η σοσιαλδημοκρατική παράδοση της Ευρώπης θα έχει πολλά να συνεισφέρει.
Υπάρχει σ’ αυτήν τη προσέγγιση Μουζέλη/Σωτηρόπουλου μια διάσταση ευχής, αν μη προσευχής. Όμως η υπενθύμιση ότι «η σοσιαλδημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου αποτελεί την μόνη εκδοχή καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» δεν παύει να αντηχεί – ακόμη και σήμερα.