Επανέρχεται με εντυπωσιακή δύναμη στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συζήτηση για τη βιομηχανική πολιτική. Για δεκαετίες, η οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρώπη κυριαρχούνταν από την αντίληψη ότι ο ρόλος του κράτους περιορίζεται στη διόρθωση «αποτυχιών της αγοράς», αφήνοντας την κατεύθυνση της ανάπτυξης στις ίδιες τις αγορές. Σήμερα, αυτή η θεώρηση δεν είναι πλέον βιώσιμη. Η κλιματική κρίση, η ψηφιακή επανάσταση, οι γεωοικονομικοί ανταγωνισμοί και ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξαν ότι οι αγορές δεν παράγουν αυτομάτως κοινωνικά επιθυμητά αποτελέσματα. Πρέπει να διαμορφώνονται — με σχέδιο, με σκοπό και μέσω ικανών δημόσιων θεσμών.
Αυτή είναι η ουσία του «επιχειρηματικού κράτους»: Όχι ένας παθητικός επιδιορθωτής, αλλά ένας ενεργός διαμορφωτής και συνδημιουργός. Από το διαδίκτυο έως τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ιστορία δείχνει ότι οι καινοτομίες δεν προέκυψαν αυθόρμητα μόνο από τον ιδιωτικό τομέα. Ενεργοποιήθηκαν μέσω τολμηρών δημόσιων επενδύσεων, ανάληψης ρίσκου και συντονισμού μεταξύ διαφορετικών κλάδων. Η αναγνώριση αυτού του ρόλου δεν μειώνει τη σημασία των επιχειρήσεων ή της κοινωνίας των πολιτών· αντίθετα, αναδεικνύει την ανάγκη για αυθεντικές συνεργασίες, στις οποίες ο δημόσιος τομέας θέτει κατεύθυνση και κινητοποιεί την καινοτομία.
Η ΕΕ έχει ήδη κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το Βιομηχανικό Σχέδιο της Πράσινης Συμφωνίας και το πλαίσιο των «αποστολών» στο Horizon Europe δείχνουν φιλοδοξία να χρησιμοποιηθεί η βιομηχανική πολιτική ως εργαλείο μετασχηματισμού. Ωστόσο, αυτές οι φιλοδοξίες κινδυνεύουν να αποδυναμωθούν αν περιοριστούν σε συνθήματα περί ανταγωνιστικότητας ή αν αιχμαλωτιστούν από κατεστημένα συμφέροντα. Όπως τόνισε και η Έκθεση Draghi για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, η ήπειρος έχει μείνει πίσω σε κρίσιμες τεχνολογίες σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η απάντηση, όμως, δεν μπορεί να είναι ένας αγώνας προς τα κάτω με επιδοτήσεις ή απορρύθμιση. Η βιομηχανική πολιτική πρέπει να βασίζεται σε μια αυθεντικά ευρωπαϊκή αντίληψη δημόσιας αξίας: καινοτομία που προάγει τη βιωσιμότητα, την ένταξη και την ανθεκτικότητα — όχι μόνο τα βραχυπρόθεσμα κέρδη.
Γι’ αυτό έχουν σημασία οι αποστολές. Δεν είναι αφηρημένες φιλοδοξίες αλλά πρακτικά εργαλεία μετασχηματισμού. Μια αποστολή, όπως η επίτευξη 100 κλιματικά ουδέτερων πόλεων έως το 2030, μας υποχρεώνει να σκεφτούμε πέρα από στεγανά, κινητοποιώντας την καινοτομία στην ενέργεια, τις μεταφορές, τη στέγαση και τις ψηφιακές υποδομές. Απαιτεί επίσης κινητοποίηση χρηματοδότησης, ρύθμισης και συμμετοχής των πολιτών, ανοίγοντας νέους δρόμους για μια χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμη ανάπτυξη. Οι αποστολές κατευθύνουν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις γύρω από έναν κοινό σκοπό, διασφαλίζοντας ότι οι πόροι διοχετεύονται εκεί όπου έχουν τον μεγαλύτερο συστημικό αντίκτυπο.
Ωστόσο, οι αποστολές δεν μπορούν να επιτύχουν χωρίς τις κατάλληλες ικανότητες του δημόσιου τομέα. Πολύ συχνά, οι κυβερνήσεις καλούνται να υλοποιήσουν στρατηγικές μετασχηματισμού χωρίς τις δεξιότητες, τις δομές ή τους πόρους που απαιτούνται. Κατακερματισμένες υπηρεσίες, άκαμπτοι κανόνες προμηθειών και βραχυπρόθεσμοι κύκλοι χρηματοδότησης υπονομεύουν την ικανότητα του κράτους να πειραματίζεται, να μαθαίνει και να προσαρμόζεται. Αυτό που χρειάζεται είναι επένδυση στις δυναμικές ικανότητες του δημόσιου τομέα: Πρόβλεψη και διαμόρφωση της τεχνολογικής αλλαγής, συντονισμός σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, αποτελεσματική συνεργασία με πολίτες και συνδικάτα, και ικανότητα διακυβέρνησης φιλόδοξων προγραμμάτων μακροπρόθεσμα. Χωρίς αυτές, οι αποστολές κινδυνεύουν να μείνουν κενές δηλώσεις.
Η συζήτηση για τη βιομηχανική πολιτική στην Ευρώπη δίνει ολοένα μεγαλύτερη έμφαση στη στρατηγική αυτονομία. Αυτό είναι κατανοητό σε έναν κόσμο όπου η ενέργεια, οι πρώτες ύλες και οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν εργαλειοποιηθεί. Όμως η αυτονομία δεν πρέπει να συγχέεται με τον απομονωτισμό. Το ερώτημα δεν είναι αν η Ευρώπη μπορεί να αποσυνδεθεί από τον κόσμο, αλλά αν μπορεί να διαμορφώσει την παγκοσμιοποίηση γύρω από αξίες βιωσιμότητας, ισότητας και δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ενίσχυση των εγχώριων ικανοτήτων, δίκαιες συνεργασίες με τον Παγκόσμιο Νότο και διασφάλιση ότι η βιομηχανική πολιτική υπηρετεί τους ανθρώπους και τον πλανήτη, όχι στενά εταιρικά συμφέροντα.
Η Ευρώπη βρίσκεται τώρα σε σταυροδρόμι. Η μία κατεύθυνση είναι μια στενή, αμυντική βιομηχανική πολιτική, επικεντρωμένη στην ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια, με κίνδυνο να εδραιώσει κατεστημένα συμφέροντα και να οξύνει ανισότητες. Η άλλη είναι μια προοδευτική, με πυξίδα και στόχους και χωρίς αποκλεισμούς πολιτική, σχεδιασμένη να επιταχύνει τις πράσινες και ψηφιακές μεταβάσεις, κατανέμοντας δίκαια τα οφέλη τους.
Τρεις προτεραιότητες ξεχωρίζουν:
Η αναγέννηση της βιομηχανικής πολιτικής είναι μια ευκαιρία για την ΕΕ να ηγηθεί, όχι αντιγράφοντας τις ΗΠΑ ή την Κίνα, αλλά διαμορφώνοντας ένα μοντέλο αυθεντικά ευρωπαϊκό: Δημοκρατικό, βιώσιμο και χωρίς αποκλεισμούς. Απαιτείται θάρρος για τον καθορισμό της κατεύθυνσης, ικανότητα υλοποίησης και δέσμευση ώστε η πολιτική αυτή να λειτουργήσει προς όφελος όλων.
Η βιομηχανική πολιτική δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι εργαλείο για να διαμορφώσουμε τις οικονομίες μας προς αποτελέσματα που έχουν σημασία για την κοινωνία. Η Ευρώπη πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό να την περιορίσει σε έναν αγώνα ανταγωνιστικότητας ή μια ασπίδα ασφαλείας. Αντίθετα, πρέπει να αγκαλιάσει μια αποστολοκεντρική προσέγγιση, θεμελιωμένη σε ισχυρούς δημόσιους θεσμούς και καθοδηγούμενη από τις αξίες της δικαιοσύνης και της βιωσιμότητας.
Έτσι, η Ευρώπη μπορεί να δείξει στον κόσμο ότι οι αγορές δεν είναι φυσικά φαινόμενα που υπακούμε, αλλά ανθρώπινοι θεσμοί που σχεδιάζουμε — για ανθεκτικότητα, ευημερία και συλλογική πρόοδο. Αυτή είναι η αληθινή υπόσχεση μιας προοδευτικής βιομηχανικής πολιτικής: Όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις κρίσεις του σήμερα, αλλά να διαμορφώσει ένα καλύτερο μέλλον.
Το πρωτότυπο άρθρο, στο Social Europe.