Το σχέδιο των αλλαγών στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων που έχει εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή δίνει έμφαση στον τιμωρητικό χαρακτήρα των ρυθμίσεών του και δεν ενσωματώνει μία ολοκληρωμένη αντίληψη πειθαρχικής πολιτικής που θα περιλάμβανε ρυθμίσεις για την πρόληψη των πειθαρχικών αδικημάτων.
Η προσέγγιση του νέου πειθαρχικού στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι δημόσιες υπηρεσίες θα λειτουργούν καλύτερα, εάν υπάρξει μια αυστηρή πολιτική επιβολής ποινών η οποία μεταφράζεται, συγκεκριμένα, στην αύξηση του αριθμού των πειθαρχικών αδικημάτων και των ποινών που επισύρουν χωρίς, όμως, να προσκομίζει εμπειρικά δεδομένα που να αποδεικνύουν την ορθότητά της.
Στο νέο πειθαρχικό διευρύνεται η εξουσία των προϊσταμένων να περικόπτουν έως και τα 2/3 των μηνιαίων αποδοχών των απείθαρχων, χωρίς κάποια επαρκή αιτιολογία. Το εν λόγω νομοθέτημα προσδιορίζει ποιες συμπεριφορές αποτελούν πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει ποινή απόλυσης σ’ έναν περιοριστικό κατάλογο 34 τέτοιων συμπεριφορών. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται διαφορετικής βαρύτητα αδικήματα, από την παράβαση καθήκοντος μέχρι την άρνηση της αξιολόγησης.
Η «τσουβαλοποίηση» των πειθαρχικών -αντί της διαφοροποίησής τους σε ελάσσονος σημασίας, σοβαρές και πολύ σοβαρές παραβάσεις -με μοναδικό κριτήριο την επαπειλούμενη ποινή, είναι μια πειθαρχική επιλογή που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, την οποία ο ίδιος ο κώδικας επικαλείται.
Περαιτέρω, το σχέδιο χαρακτηρίζεται από έναν ποινικό λαϊκισμό, αφού περιγράφει συγκεκριμένα αδικήματα, όπως εκείνο της άρνησης της αξιολόγησης, με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις προπαρασκευαστικές και επικουρικές ενέργειές της. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται ο πελατειασμός, αφού προσφέρεται άλλοθι σε δοτούς προϊσταμένους, μηδέποτε αξιολογηθέντες, να κρίνουν με κομματικά ή προσωπικά κριτήρια όσους δεν απολαμβάνουν της εύνοιάς τους.
Ουσιαστικός νεωτερισμός του σχεδίου είναι η δημιουργία μιας νέας δομής, του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού του Δημόσιου Τομέα που θα είναι αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους του Δημοσίου και θα αποτελείται από 50 μέλη, λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η προτεινόμενη δομή μέλλει να αποδειχτεί εξ ίσου ατελέσφορη με τις προηγούμενες.
Η επιλογή των δικηγόρων του ΝΣΚ να γίνουν κριτές πειθαρχικών αδικημάτων θα έχει, το πιθανότερο, το ίδιο τέλος με την προηγούμενη (αποτυχημένη) ιδέα της συμμετοχής δικαστών στα πειθαρχικά συμβούλια. Αποκομμένοι από την οργανωσιακή κουλτούρα και την περιπλοκότητα των συνθηκών που παράγουν τις παραβατικές συμπεριφορές και την ήσσονα προσπάθεια, θα εφαρμόζουν με τρόπο δογματικό τις διατάξεις έξω από το κοινωνικό τους περικείμενο, διακινδυνεύοντας να οδηγήσουν στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η ιδεολογικοποίηση της συγκεκριμένης ρύθμισης εμποδίζει την κατανόηση του κρίσιμου ρόλου των οργανωμένων μορφών δράσης των εργαζομένων. Η μη συμμετοχή τους στο νέο πειθαρχικό όργανο αιτιολογείται με την αστήρικτη πεποίθηση ότι αυτοί δικαιολογούν, παντοιοτρόπως, τους συναδέλφους τους, ενώ οι «εξωτικοί» είναι εκείνοι που τιμωρούν και αποδίδουν δίκαιο.
Σε αντίθετη φορά με τους σύγχρονους πειθαρχικούς κανόνες που χαρακτηρίζονται από εξειδίκευση των γενικών κανόνων, με την σύγχρονη τεχνολογία να συμβάλει στη διαχείριση των πληροφοριών που αφορούν το προφίλ κάθε εργαζόμενου και τον εντοπισμό των αδύνατων σημείων του, καθώς και μια σύγχρονη διοίκησή του μέσω ενός αποκλειστικού διαχειριστή του πληροφοριακού συστήματος που να γνωρίζει τις μοναδικές διαδικασίες και ανάγκες της οργάνωσης, το «νέο» πειθαρχικό δείχνει πολύ παλιό.
Βασικό στοιχείο μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση παραβατικών συμπεριφορών είναι η έγκαιρη πληροφόρηση και γνώση τόσο των ενεργειών όσο και των πιθανολογούμενων δραστών. Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει, εδώ, η ύπαρξη αξιόπιστων ελέγχων προληπτικού χαρακτήρα. Στη δική μας περίπτωση τέτοιος θα μπορούσε να είναι ο εσωτερικός έλεγχος, μια αποτυχημένη μεταρρύθμιση, η εφαρμογή του οπoίου βρίσκεται γύρω στο μηδέν αλλά και η ενθάρρυνση των εργαζομένων να αναφέρουν τέτοια δείγματα ή συμβάντα.
Ένα είναι βέβαιον: Πολιτικές που στηρίζονται στη λογική του κνούτου δεν ευημερούν στην εποχή της καινοτομίας, όσο κι αν αυταρχικές εξουσίες το οραματίζονται. Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις είναι μονόδρομος. Απαιτούν, όμως, εδραία γνώση της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας και ενσυναίσθηση, ιδίως, όταν αναφερόμαστε σε πειθαρχία και ποινές. Και, προς το παρόν, σε επίπεδο τυπικής δημόσιας πολιτικής, υπάρχει έλλειψη και των δύο αυτών σημαντικών προαπαιτούμενων.