ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΙΚΙΛΙΑ

Από τα οριζόντια επιδόματα κατανάλωσης στις παραγωγικές επενδύσεις

Τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970, η Κεντροαριστερά βασιζόταν σε ένα απλό οικονομικό μήνυμα στο μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου: Εκλέξτε μας και θα παρέχουμε περισσότερες δαπάνες για κοινωνικά προγράμματα. Η θεωρία είναι ότι η Κεντροαριστερά θα έπρεπε να προσφέρει μια ποικιλία κοινωνικών δαπανών που μπορούν να μειώσουν το κόστος για τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές. Αυτή ήταν μια πορεία μέτριας επιτυχίας. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς όντως μπόρεσαν να δημιουργήσουν νέα κοινωνικά προγράμματα και να τα χρηματοδοτήσουν, αλλά έχουν επωφεληθεί σε ελάχιστο βαθμό από αυτά τα προγράμματα πολιτικά. Στην πραγματικότητα, σε όλη τη διάρκεια του νεοφιλελευθερισμού, το μερίδιο του ΑΕΠ που δαπανάται για κοινωνικά προγράμματα στις προηγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί σταθερά αλλά δεν έχει καταφέρει να αυξήσει το μερίδιο της εργασίας στον πλούτο ούτε καν να δημιουργήσει μια σταθερή πλειοψηφική πολιτική βάση για τα κόμματα της Κεντροαριστεράς. 

Στο δράμα που εκτυλίσσεται στην ευρωπαϊκή και την ελληνική πολιτική σκηνή, τα κεντροαριστερά κόμματα βρίσκονται σε ένα σημείο καμπής.

Επί δεκαετίες προσπάθησαν να κατευνάσουν την ανησυχία των πολιτών για τα στάσιμα εισοδήματα, με επιδόματα. Αλλά η πολιτική απόδοση αυτών των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας έχει μειωθεί: Χωρίς την αναζωπύρωση της γνήσιας παραγωγικής ανάπτυξης πολλοί ψηφοφόροι στρέφονται προς τους λαϊκιστές που προσφέρουν εύκολους αποδιοπομπαίους τράγους. Γεγονός παραμένει ότι αυτό το όραμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από το να ρίχνουμε χρήματα σε κοινωνικά προβλήματα.  Το βασικό δίδαγμα είναι αναπόφευκτο: Η κεντροαριστερά πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζει την αναδιανομή ως αυτοσκοπό και να επανεξοπλίσει το κράτος – πολιτικά και θεσμικά – ώστε να διαμορφώσει την παραγωγική ανάπτυξη και τις επενδύσεις σε μεγάλη κλίμακα.  Τα οριζόντια επιδόματα, κουπόνια, επιδοτήσεις κλπ, που αφθονούν ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, πρέπει να εκμηδενισθούν και τα κοινωνικά προγράμματα και οι προνοιακές παροχές να επικεντρωθούν αποκλειστικά στις κοινωνικές ομάδες με πραγματικές και εξακριβωμένες ανάγκες.

Εκ πρώτης όψεως, η αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα στις προηγμένες δημοκρατίες από τη δεκαετία του 1980 θα έπρεπε να ενισχύει μια ολοένα και ισχυρότερη ζήτηση για αναδιανομή.  

Ωστόσο, το παράδοξο είναι ότι η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεν έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη υποστήριξη των πολιτών για υψηλότερους φόρους ή πιο εκτεταμένη κοινωνική πρόνοια.  Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη η απόλυτη στασιμότητα των πραγματικών μισθών έχει αφήσει τα νοικοκυριά σε τέτοια ανασφάλεια που δεν μπορούν καν να σκεφτούν την επιβολή υψηλότερων φόρων στα εισοδήματά τους.  Όταν, ωστόσο, οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι υστερούν σε σχέση με τους ομολόγους τους (σχετική στασιμότητα) απαιτούν λύσεις, μόνο αν πιστεύουν ότι η συλλογική προσπάθεια θα αποφέρει κέρδη και ανάπτυξη που δικαιολογούν τη συνεισφορά τους.  Ελλείψει τέτοιων προοπτικών, η αλληλεγγύη διαλύεται και τα κίνητρα για αύξηση των δαπανών του κράτους πρόνοιας χάνουν την πολιτική τους δυναμική.

Οι γενικές τάσεις στην Ευρώπη υπογραμμίζουν αυτό το δίλημμα.

Σε ολόκληρη την ήπειρο, τα μέσα εισοδήματα προ φόρων έχουν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητα: Η πραγματική ανάπτυξη έχει παραμείνει στάσιμη για πολλούς εργαζομένους εκτός του ανώτερου δεκατημορίου, και το μερίδιο του πλουσιότερου 1% στο εισόδημα έχει αυξηθεί από περίπου 8% το 1980 σε σχεδόν 13% σήμερα, ενώ στον καθαρό πλούτο υπερβαίνει το 25%.  Ωστόσο, η επιθυμία των πολιτών για αύξηση της αναδιανομής είναι περιορισμένη, παρά τα στοιχεία ερευνών που δείχνουν αυξανόμενη ανισότητα και αισθητή ανησυχία στις ευρείες κοινωνικές ομάδες που έχουν μείνει πίσω.  Σε αυτό το σημείο συγκλίνουν η απόλυτη με τη σχετική στασιμότητα για να εμποδίσουν τις ίδιες τις συμμαχίες που κάποτε θεωρούσαν δεδομένες τα κεντροαριστερά κόμματα.

Η κοινή αντίληψη είναι ότι χώρες με χαμηλή ανισότητα, όπως η Σουηδία, επιτυγχάνουν το αποτέλεσμα αυτό μέσω μιας εκτεταμένης αναδιανομής. Μια πρόσφατη έρευνα, ωστόσο, δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει.  

Η ανισότητα έχει τις ρίζες της στις κατανομές εισοδήματος προ φόρων των χωρών. Για παράδειγμα, επειδή η Σουηδία έχει ισχυρές συλλογικές μισθολογικές διαπραγματεύσεις, μια πιο ισότιμη κατανομή δεξιοτήτων στο εργατικό δυναμικό της και θέσεις εργασίας που χρησιμοποιούν αυτές τις δεξιότητες, οι μισθοί είναι πιο ίσοι στη Σουηδία από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες προ φόρων.  Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων και των φορολογικών πιστώσεων της Ευρώπης δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί η κατανομή του εισοδήματος παραμένει πιο συμπιεσμένη από ό,τι στις ΗΠΑ. Η παραπάνω έρευνα αποκαλύπτει ότι, μετά την καταχώριση των έμμεσων φόρων και των παροχών σε είδος, οι ΗΠΑ αναδιανέμουν μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού εισοδήματός τους στο κατώτερο μισό του πληθυσμού από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα.

Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει την Ευρώπη δεν είναι η «αναδιανομή» μέσω του συστήματος φορολογικών μεταβιβάσεων και κοινωνικών παροχών, αλλά η «προκατανομή», δηλαδή το ύψος και η μορφή των εισοδημάτων πριν τη φορολογία, η πρωτογενής κατανομή του εισοδήματος όπως διαμορφώνεται στην αγορά.  Οι αγορές εργασίας στη Β. και στη Δ. Ευρώπη προσφέρουν μια πολύ πιο ισότιμη κατανομή των μισθών και των αποδόσεων του κεφαλαίου σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αγορές των ΗΠΑ, χάρη στις συντονισμένες διαπραγματεύσεις των μισθών, την ισχυρή επαγγελματική κατάρτιση και τις πολιτικές που κατανέμουν πιο ομοιόμορφα τις παραγωγικές ευκαιρίες.  Και, φυσικά, τους τρόπους που η ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης οργανώνουν τις οικονομικές σχέσεις, δηλαδή την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας με την ευρεία έννοια, όπως σημειώνει ο Τ. Γιαννίτσης στο πρόσφατο βιβλίο του..

Αυτό το εύρημα έχει αποφασιστικές πολιτικές συνέπειες.  Εάν η αναδιανομή είναι — κυρίως λόγω πολιτικών και δημοσιονομικών περιορισμών — ένα αμβλύ και φθίνον εργαλείο πολιτικής, τότε τα κεντροαριστερά κόμματα πρέπει να μετατοπίσουν την έμφασή τους προς την ίδια τη γένεση των εισοδημάτων.  Η λύση δεν είναι ένα πιο φιλόδοξο κοινωνικό κράτος.  Η μεγαλύτερη έμφαση στις παραγωγικές επενδύσεις θα προσφέρει περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας στους εργαζόμενους. Και επειδή τέτοιες παρεμβάσεις δημιουργούν εισόδημα – ακριβώς επειδή είναι παραγωγικές επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, καλλιεργώντας νέους τομείς και εξοπλίζοντας τις τοπικές κοινωνίες με δεξιότητες – καλλιεργούν μια βιώσιμη ανάπτυξη που υποστηρίζει την αλληλεγγύη και δεν περιορίζεται απλώς στη χορήγηση επιδομάτων κατανάλωσης.  Υπάρχει λόγος για τον οποίο οι σοσιαλιστές ήταν πάντα τόσο εμμονικοί με την παραγωγή.

Σκεφθείτε, αντίθετα, τους περιορισμούς που συνοδεύουν τις επιδοτήσεις.  Η επιδότηση των κουπονιών ενέργειας ή των καταναλωτικών αγαθών  μπορεί να μετριάσει τις άμεσες πιέσεις του κόστους διαβίωσης.  Ωστόσο, χωρίς συνοδευτικές προσπάθειες για την αποδυνάμωση της συγκεντρωμένης τιμολογιακής δύναμης των επιχειρήσεων, οι επιδοτήσεις απλώς ενισχύουν τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών, αυξάνοντας τις αποδόσεις των μετόχων, ενώ οι εργαζόμενοι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε χαμηλούς μισθούς.  

Σκεφθείτε, επίσης, τα επιδόματα κατανάλωσης που χρηματοδοτούνται από το χρέος.  Κοινωνικά, η υπερβολική εξάρτηση από το χρέος, δημόσια και ιδιωτικά, βοηθά στην επιδότηση των χαμηλών μισθών με τον πιο σκληρό τρόπο, γιατί εξαναγκάζει τους πλέον αδύναμους να αποπληρώσουν με τόκο αυτό που θα έπρεπε να τους είχε παρασχεθεί σε είδος  -παραγωγικές επενδύσεις σε θέσεις εργασίας με υψηλόμισθες αμοιβές. Η πολιτική του «κράτους επιδομάτων και χρέους» έχει οδηγήσει τα πολιτικά κόμματα της Κεντροαριστεράς σε αδιέξοδο.  Τα μέτρα αυτά μοιάζουν περισσότερο με παρηγορητική φροντίδα παρά με θεραπευτική δράση, και οι πολίτες τα αντιλαμβάνονται ως τέτοια, γεγονός που προκαλεί απογοήτευση και στροφή προς απλοϊκές αφηγήσεις που αναζητούν εξιλαστήρια θύματα.

Η στρατηγική αναπροσαρμογή πρέπει να βασίζεται σε τρεις πυλώνες.

Πρώτον, τα εθνικά και περιφερειακά κράτη πρέπει να αξιοποιήσουν το δημόσιο κεφάλαιο με σκοπό την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής – δίκτυα μεταφορών, ψηφιακή συνδεσιμότητα, εγκαταστάσεις πράσινης ενέργειας – που θα τονώσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα διαχύσουν την οικονομική δραστηριότητα πέρα από τα αστικά κέντρα.   

Δεύτερον, τα κράτη πρέπει να αναδιαμορφώσουν τις οικονομικές στρατηγικές τους ώστε να ανταποκρίνονται στα τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, συνδέοντας ερευνητικά ιδρύματα, επαγγελματικές σχολές και επιχειρήσεις σε οικοσυστήματα καινοτομίας.

Τρίτον, τα συστήματα δεξιοτήτων απαιτούν συνεχή αναβάθμιση, συνδυάζοντας την κατάρτιση στο χώρο εργασίας, τη μαθητεία και τα επαγγελματικά προγράμματα σπουδών, προκειμένου να προετοιμαστούν οι εργαζόμενοι για τον 21ο αιώνα.  Τα διαθέσιμο 1 δις. ευρώ για επαγγελματική κατάρτιση από το Ταμείο Ανάκαμψης, δυστυχώς κατασπαταλιέται επί της ουσίας σε επιδόματα άνευ αντικρίσματος.  

Τα μέτρα αυτά αντανακλούν τη λογική της «προδιανομής», η οποία προτάσσει τα εισοδήματα πριν από την επιβολή οποιουδήποτε φόρου ή μεταβίβασης. 

Φυσικά, η υλοποίηση ενός στρατηγικού κρατικού παραδείγματος δεν είναι ούτε τεχνοκρατική ούτε εύκολη. Απαιτεί συντονισμένες αφηγήσεις που να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των πολιτών, θεσμικές μεταρρυθμίσεις για την υπέρβαση του κατακερματισμού και της ρυθμιστικής σκλήρυνσης, καθώς και ανοχή στον διαχειριστικό κίνδυνο, αποδεχόμενοι ότι ορισμένες προσπάθειες  θα αποτύχουν, ακόμη και αν άλλες αποφέρουν μετασχηματιστικά οφέλη. Απαιτεί επίσης επανεκτίμηση του ρόλου του κράτους στις αγορές, αναπροσαρμόζοντας τις ικανότητές του από διανομέα κοινωνικών επιδομάτων σε αρχιτέκτονα της ανάπτυξης.  Για την υλοποίηση της στρατηγικής, ο Μ. Σάλλας προτείνει σε πρόσφατο άρθρο του τη σύσταση μίας Ανεξάρτητης Εθνικής Αναπτυξιακής Εταιρείας κεφαλαίου και συμμετοχών το οποίο θα φέρει θεσμική συνέχεια, τεχνοκρατική επάρκεια και επενδυτική δυναμική.

Η κεντροαριστερά της Ευρώπης και της Ελλάδας βρίσκεται σε σταυροδρόμι.  Το παλιό μοντέλο – η κάλυψη της οικονομικής στασιμότητας με επιδοτήσεις κατανάλωσης – έχει εξαντληθεί.  Για να ανακτήσουν τη σημασία τους και να ξαναχτίσουν συνασπισμούς για την αναδιανομή, τα κόμματα πρέπει να στραφούν προς ένα στρατηγικό-κρατικό μοντέλο: Να συγκεντρώσουν δημόσιο κεφάλαιο για να δημιουργήσουν τις υποδομές, τους κλάδους και τις επιχειρήσεις και τα συστήματα δεξιοτήτων που υποστηρίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη.  Δεν πρόκειται για μια απλή τεχνοκρατική άσκηση, αλλά για ένα πολιτικό εγχείρημα που απαιτεί σαφή αφήγηση, θεσμικές μεταρρυθμίσεις και προθυμία να αναλάβει κανείς κινδύνους. Όμως, χωρίς αυτό, η  κεντροαριστερά κινδυνεύει να υπερασπίζεται για πάντα ένα συρρικνωμένο κομμάτι του κράτους πρόνοιας, παραχωρώντας έδαφος σε όσους προσφέρουν μεγαλόπνοες υποσχέσεις χωρίς να έχουν την ικανότητα να τις υλοποιήσουν. Η επιλογή είναι σαφής: Διαχείριση της παρακμής ή χάραξη μιας νέας εποχής κοινής ευημερίας.

(*) Ο Ηλίας Κικίλιας είναι Οικονομολόγος, Διευθυντής Ερευνών ΕΚΚΕ

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!