Πενήντα ένα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, δεν υπάρχει μια σαφής απάντηση καταγεγραμμένη στην συνείδηση των πολιτών στο ερώτημα «τελικά, πόσο διαφορετικό είναι το κράτος που έχουμε σήμερα από εκείνο που είχαμε μισό αιώνα πριν»;
Για να απαντήσουμε σε μια τέτοια ερώτηση πρέπει να διακρίνουμε τα πενήντα χρόνια της μεταπολίτευσης σε 4 διαφορετικές περιόδους, σε 4 διαφορετικά κύματα.
Το πρώτο κύμα θα το ονομάσω κύμα της αναπαλαίωσης.
Ήταν μια εργώδης προσπάθεια να ξαναστηθεί ένα κράτος που θα διέθετε τα ελάχιστα ενός κράτους δικαίου και θα στηριζόταν σε δοκιμασμένες αρχές οργάνωσης και διοίκησης. Το νέο κράτος έπρεπε να υπηρετηθεί από δημόσιους λειτουργούς με δημοκρατικές πεποιθήσεις μακριά από το ήθος και τις αντιλήψεις των «σταγονιδίων» της δικτατορίας. Το επίτευγμα αυτό έγινε εφικτό χάρις στην ηγεσία του Κ. Καραμανλή. Παρά τις προδήλως συντηρητικές επιλογές του, πολλές εκ των οποίων είχαν δοκιμαστεί στην οκταετία 1958-1963 όταν ήταν πρωθυπουργός, το κράτος ξαναστήνεται. Επανέρχεται ο Υπαλληλικός Κώδικας, δημιουργούνται νέοι οργανισμοί εσωτερικής λειτουργίας των υπουργείων, επιλέγονται γενικοί διευθυντές και διευθυντές που κρίνονται σε σχέση με την αποτελεσματικότητά τους και δημιουργούνται δομές εκπαίδευσης και επιμόρφωσης. Η Βουλή ψηφίζει περίπου το 1/3 των νόμων της πρώτης τριακονταετίας της (1975-2005) και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας προσφέρει ένα όραμα που την βοηθάει να απομακρυνθεί από την παράδοση του πρωτόγονου πελατειασμού και της εσωστρέφειας.
Το δεύτερο κύμα είναι η περίοδος της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ.
Σ΄ αυτή τη –σχεδόν- εικοσαετία ψηφίζονται και εφαρμόζονται εμβληματικές για τα ελληνικά δεδομένα διοικητικές μεταρρυθμίσεις, χάρι στις οποίες το σημερινό διοικητικό κράτος συνδέεται με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Η δημιουργία του ΑΣΕΠ, μια προσπάθεια πολλών δεκαετιών για αντικειμενικότητα και αξιοκρατία στις προσλήψεις, αποτέλεσε την μεγαλύτερη ήττα του πελατειασμού από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Η δημιουργία του Συνηγόρου του Πολίτη και των ΚΕΠ έδωσαν υπόσταση, για πρώτη φορά, στον κοινωνικό χαρακτήρα του κράτους και η αποκέντρωση και ο εξορθολογισμός λειτουργίας των ΟΤΑ δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Ατυχώς, οι μνημειώδεις αυτές μεταρρυθμίσεις σκιάστηκαν από ένα κύμα αδιαφανών και πελατειακών τακτοποιήσεων, μέσω των οποίων αποκαλύφθηκε η αντοχή του δυαδικού πελατειακού κώδικα αυτοαναφοράς του ελληνικού διοικητικού συστήματος: Ημέτεροι και μη-ημέτεροι αντιπαρατίθενται στη νομιμότητα και την παρανομία που κρίνονται με βάση τους νόμους και θεσμούς μιας δημοκρατικής πολιτείας.
Το επόμενο κύμα χαρακτηρίζεται από την δεκαετή επιτροπεία λόγω της δημοσιονομικής και οικονομικής κατάρρευσης της χώρας.
Η τρόικα αντιλαμβανόμενη τις ιδιοτυπικές λειτουργίες του ελληνικού διοικητικού συστήματος επικεντρώνεται σε δύο, χειρουργικού τύπου επεμβάσεις, αφ’ ενός στη μείωση του αριθμού των υπηρετούντων και, αφ’ ετέρου, στη δραματική μείωση των αποδοχών (και των συντάξεών τους). Η κυβέρνηση Τσίπρα στη μοναδική δειλή απόπειρά της να περιορίσει τις πελατειακές δομές με την αντικατάσταση των κομματικών γραμματέων από υπηρεσιακούς, εγκατέλειψε την προσπάθεια παλινωδώντας μεταξύ του εκσυγχρονισμού και της διατήρησης της κομματικής πελατείας της.
Η τελευταία περίοδος διακυβέρνησης από τη ΝΔ χαρακτηρίζεται από μια, εκ πρώτης, παραδοξότητα: Ψηφίζονται «στοκαρισμένες» και μη μεταρρυθμίσεις -στοχοθεσία, εσωτερικός έλεγχος, πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, αποκομματικοποίηση των διοικήσεων φορέων του Δημοσίου- πλην όμως η εφαρμογή τους χωλαίνει ή παραπέμπεται στο απώτερο μέλλον. Ο λόγος βρίσκεται, ιδίως, στην προσπάθεια διατήρησης της κομματικής πελατείας και εξυπηρέτησης των πελατειακών δικτύων. Με τον τρόπο αυτό, η διοικητική μεταρρύθμιση γίνεται περισσότερο συμβολική παρά πραγματική.
Εν τέλει, η περιοδολόγηση των διοικητικών μεταρρυθμίσεων, κατά την πεντηκονταετία της μεταπολίτευσης, μας οδηγεί σε δύο ενδιαφέροντα συμπεράσματα: Πρώτο, ότι αντίθετα από την κοινή πεποίθηση ότι οι μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν (και) στην Ελλάδα, έχουμε την απτή απόδειξη ότι οι μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνουν (υπό την προϋπόθεση ύπαρξης σχεδίου εφαρμογής τους και σταθερής βούλησης των κυβερνώντων). Δεύτερο, ότι ο πελατειασμός εξελίσσεται και αναπτύσσεται μαζί με την κοινωνία και τη χώρα.
Η αντιμετώπισή του, λοιπόν, πρέπει να είναι συνεχής και συνεπής. Η επόμενη στρατηγική ήττα του, προϋποθέτει μια νέα μεταπολίτευση, η έλευση της οποίας, ωστόσο, δεν είναι ορατή.