Τον Ιούνιο του 2025, το κεντρικό ερώτημα στην τουρκική πολιτική δεν είναι πλέον ποιος προηγείται στις δημοσκοπήσεις ή ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα, αλλά αν και πότε ο Ερντογάν θα τραβήξει τη σκανδάλη των πρόωρων εκλογών. Η εικόνα που αναδύεται από τις τελευταίες έρευνες της Rawest–İstanPol, της Asal και της MetroPoll είναι αντιφατική: από τη μία, η αντιπολίτευση καταγράφει εντυπωσιακή άνοδο, από την άλλη, ο λαός φαίνεται ακόμα να φοβάται το άγνωστο και να αποδίδει στον ίδιο τον Ερντογάν –και όχι στην εναλλακτική– τη δυνατότητα επιβίωσης μέσα στην περιφερειακή αστάθεια. Το δίλημμα είναι στρατηγικό, υπαρξιακό και βαθιά πολιτισμικό.
Νέα εκλογική γεωγραφία;
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δημοσκόπηση της Rawest–İstanPol, το CHP φτάνει πλέον το 34,5%, έχοντας εδραιωθεί ως πρώτη δύναμη εδώ και έναν χρόνο από τις δημοτικές εκλογές του 2024. Αντιθέτως, το AKP έχει υποχωρήσει κατά 1,5 μονάδα, το MHP κατά 1,7, ενώ το İYİ έχει καταρρεύσει.
Η ακλόνητη σταθερότητα του DEM σε επίπεδο πυρήνα δείχνει ταυτόχρονα αντοχή αλλά και τα όρια του κομματοσ. Το πλέον εντυπωσιακό εύρημα, ωστόσο, αφορά την υποθετική προεδρική αναμέτρηση: 56,3% των πολιτών δηλώνουν ότι θα ψήφιζαν τον αντίπαλο του Ερντογάν, έναντι 43,8%, μια διαφορά εννέα μονάδων σε σχέση με το 2023.
Ωστόσο, η εικόνα περιπλέκεται από τα στοιχεία της Asal, σύμφωνα με τα οποία το μεγαλύτερο εκλογικό «κόμμα» είναι η αποχή: 27,5% δηλώνουν αναποφάσιστοι ή αρνούνται να ψηφίσουν. Σε καθαρές προθέσεις ψήφου, το AKP συγκεντρώνει 23%, το CHP 22,2%, το MHP 7,4%, το DEM 6,9% και τα μικρότερα κόμματα λιγότερο από 4%.
Μετά την αναγωγή, η διαφορά AKP–CHP αγγίζει οριακά το 1% (31,7% έναντι 30,6%). Αυτό που προκύπτει δεν είναι κάποια σταθερή πρωτοκαθεδρία, αλλά ένα θεμελιώδες κενό νομιμοποίησης: κανένας δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, και το εκλογικό σώμα παραμένει ρευστό, απογοητευμένο και επιφυλακτικό.
Ασφάλεια ή αλλαγή;
Μέσα σε αυτό το τοπίο, το ερώτημα αν ο Ερντογάν θα επιλέξει πρόωρες εκλογές αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Η μέχρι τώρα στρατηγική του βασίστηκε στην καταστολή, τη συνταγματική μηχανική και τη διαχείριση των φόβων: φόβος πολέμου, φόβος χάους, φόβος «διάλυσης» του κράτους.
Η νέα ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, που εγκαινιάστηκε εν μέσω σεναρίων περί συνταγματικής αναθεώρησης, εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς τη λογική. Σύμφωνα με τη Rawest, το 54,6% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η ειρηνευτική πρωτοβουλία χρησιμοποιείται για να ανοίξει τον δρόμο στην επανυποψηφιότητα του Ερντογάν μέσω αλλαγής του Συντάγματος.
Αυτό καταδεικνύει δύο αντιφατικές δυναμικές: πρώτον, ότι ο κόσμος δεν πείθεται πλέον από τις προθέσεις του καθεστώτος και δεύτερον, ότι αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Ερντογάν μια παραμορφωμένη μεν, υπαρκτή δε, εγγύηση σταθερότητας.
Αυτό είναι και το παράδοξο: ενώ οι περισσότεροι απορρίπτουν την αδικία εις βάρος του Εκρέμ Ιμάμογλου (57,4% απορρίπτουν την ακύρωση του πτυχίου του, 54,2% διαφωνούν με τη σύλληψή του), το 39,9% θεωρεί ότι μόνο ο Ερντογάν και ο Μπαχτσελί μπορούν να επιλύσουν το κουρδικό ζήτημα. Ακόμα και μεταξύ των Κούρδων, το 41% τούς βλέπει ως τους μόνους με δυνατότητα επιβολής λύσης, όχι από θαυμασμό, αλλά από αναγνώριση της δύναμης.
Η ψευδαίσθηση της ασφάλειας, σε περιόδους περιφερειακού πολέμου, παραμένει το ισχυρότερο όπλο του καθεστώτος. Το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών βασίζεται ακριβώς σε αυτήν την ψυχολογία: όσο πιο μεγάλη η απειλή –Ιράν, Κύπρος, PKK, οικονομία– τόσο πιο πιθανό να «μαζευτεί» το εκλογικό σώμα γύρω από τον ισχυρό άνδρα. Ωστόσο, υπάρχει κι ένα αντικρουόμενο ρεύμα.
Η δημοκρατική κόπωση και το αίτημα για ηρεμία
Η δημοσκόπηση της MetroPoll του Ιουνίου 2025 αποτυπώνει μια επιπλέον αλήθεια: το 81% των πολιτών θέλει αποκλιμάκωση της πολιτικής έντασης. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας: 86,5% των ψηφοφόρων του CHP, 74,8% του AKP, πάνω από 80% του MHP και του İYİ. Μόνο το 10% ζητά διατήρηση του κλίματος πόλωσης. Η κοινωνία δεν επιθυμεί σύγκρουση, αλλά ηρεμία, δεν αποζητά σύγχυση, αλλά επανεκκίνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πρωτοβουλίες του Ερντογάν να εμφανιστεί ως «ειρηνοποιός» –είτε στο κουρδικό είτε στην εξωτερική πολιτική– αποσκοπούν ακριβώς στη διαχείριση αυτής της νέας επιθυμίας. Αλλά είναι αρκετό; Ή μήπως η κοινωνία, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς και τους πολιτικούς ταγούς, παραμένει μετέωρη, έτοιμη να μετακινηθεί αλλά χωρίς προορισμό;
Το παράδοξο της αντιπολίτευσης
Παρότι το CHP προηγείται στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, παραμένει το κόμμα που προκαλεί τις περισσότερες αμφιβολίες για την ικανότητά του να κυβερνήσει. Ο Ιμάμογλου θεωρείται ο πιο ισχυρος υποψήφιος, αλλά τα εμπόδια που διαρκώς βάζει το καθεστώς καθιστούν εξαιρετικα πιθανό το ενδεχόμενο να μην είναι υποψήφιος. Ο Οζγκιούρ Οζέλ έχει φέρει νέα πνοή στο κόμμα, αλλά παραμένει αδοκίμαστος.
Η σχέση του CHP με το DEM είναι πολύπλοκη: το 59,8% των ψηφοφόρων επιθυμεί στήριξη της ειρηνευτικής διαδικασίας, το 57% επιθυμεί συνεργασία CHP–DEM, αλλά το 43,7% δηλώνει ότι το CHP δεν έχει ξεκάθαρη κουρδική πολιτική. Και μέσα στο DEM υπάρχουν εσωτερικές ρωγμές: το 88% στηρίζει την ειρήνη, αλλά το 51% τη θεωρεί ήδη αποτυχημένη.
Αν όχι τώρα, πότε;
Αν ο Ερντογάν επιλέξει πρόωρες εκλογές εντός του 2025 ή του 2026, θα το κάνει μόνο εφόσον έχει διασφαλίσει είτε την αλλαγή του Συντάγματος είτε την στήριξη της Εθνοσυνέλευσης να ζητήσει η ίδια τις πρόωρες εκλογές ώστε να μπορεί να είναι πάλι υποψήφιος.
Μόνον υπό τέτοιους όρους θα νιώσει ασφαλής. Αλλά αν δεν το κάνει τώρα, το ρίσκο αυξάνεται: κάθε μήνας φέρνει νέα φθορά, νέες διαρροές, νέες αντιφάσεις. Η κοινωνία βρίσκεται σε φάση διαπραγμάτευσης με τον εαυτό της και ο χρόνος φαίνεται να λειτουργεί εναντίον του καθεστωτος.
Η Τουρκία του 2025 δεν είναι απλώς πολωμένη. Είναι κουρασμένη, διστακτική, αλλά έτοιμη. Έτοιμη να μεταβεί σε μια νέα πολιτική εποχή, αλλά μόνο με τρόπο ασφαλή, συντεταγμένο και πειστικό.
Αν ο Ερντογάν προσφύγει σε εκλογές, θα το κάνει γιατί γνωρίζει ότι αυτή η ψευδαίσθηση ασφάλειας λειτουργεί ακόμα. Αλλά για πρώτη φορά, δεν είναι σίγουρος ότι θα τον σώσει. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, καλείται να τολμήσει: όχι μόνο να αμφισβητήσει την εξουσία, αλλά και να ενσαρκώσει την εναλλακτική. Και αυτό, δεν έχει ακόμη συμβεί.