«Εμείς είμαστε οι οικοδεσπότες εδώ, όχι οι επισκέπτες. Θα μείνουμε μέχρι να μας καλέσει η μοίρα», δήλωσε πρόσφατα ο Ταγίπ Ερντογάν, πυροδοτώντας ξανά τη συζήτηση για τη φύση και το τέλος της εξουσίας του. Αλλά όσο περισσότερο προβάλλει τον εαυτό του ως μοιραίο και αναντικατάστατο, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται ένα βαθύ πολιτικό παράδοξο: ο Ερντογάν δεν μπορεί ούτε να αποχωρήσει ούτε να κερδίσει με όρους κανονικότητας.
Αν και φαινομενικά αλώβητος, ελέγχοντας απόλυτα το Δικαστικό, το Νομοθετικό και την Εκτελεστική εξουσία, ο Τούρκος πρόεδρος έχει καταλήξει δέσμιος της ίδιας του της κατασκευής. Η επιβίωσή του δεν εξαρτάται πλέον μόνο από τη φίμωση της αντιπολίτευσης, αλλά και από την ανάγκη να πείσει το ίδιο του το στρατόπεδο πως δεν υπάρχει εναλλακτική.
Όπως εύστοχα παρατηρεί η Αϋσενούρ Αρσλάν (HalkTV), το καθεστώς του λειτουργεί με βάση ένα συλλογικό σύνδρομο απώλειας: «Αν φύγει ο Ερντογάν, θα καταρρεύσει το Ισλάμ, το Έθνος, η Οικογένεια». Μια κατασκευή φόβου, που επιτρέπει σε όσους ζουν από το σύστημα — συμβούλους, διευθυντές κρατικών οργανισμών, πολυθεσίτες — να επιβιώνουν στο όνομα της εθνικής σωτηρίας.
Όμως το παραμύθι έχει αρχίσει να φθείρεται. Ο Ερντογάν μοιάζει όλο και περισσότερο με ηγέτη της αντιπολίτευσης: αποποιείται ευθύνες για πληθωρισμό, ανεργία και διεθνή απομόνωση, μιλώντας σαν να κυβερνούν άλλοι. Το αφήγημα της «οικονομικής επίθεσης» απέναντι στην Τουρκία ηχεί πια κούφιο σε μια κοινωνία που γνωρίζει πως ο ίδιος κατήργησε την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, υπονόμευσε το κράτος δικαίου και επέβαλε τις ίδιες πολιτικές που τώρα καταγγέλλει.
Η αλήθεια είναι πιο σκοτεινή: ακόμα και αν ο ίδιος επιθυμούσε να αποχωρήσει, δεν μπορεί. Το καθεστώς του δεν έχει μηχανισμό μετάβασης. Η αποχώρηση ενός αυταρχικού ηγέτη, χωρίς λογοδοσία, είναι πάντα επικίνδυνη. Ποιος θα εγγυηθεί ασυλία στον απερχόμενο ηγέτη; Ποιος θα προστατέψει την οικογένεια, τους ολιγάρχες, τους επιχειρηματίες που άνθησαν επί Ερντογάν; Ποιος θα ελέγξει τον στρατό, τη ΜΙΤ, τη δικαιοσύνη μετά την αποχώρηση του ανδρός που τα συγκέντρωσε όλα στο πρόσωπό του;
Η σκιά του Ιμάμογλου και η ανασφάλεια της παντοδυναμίας
Ο μεγαλύτερος φόβος του καθεστώτος έχει όνομα: Εκρέμ Ιμάμογλου. Ο δημοφιλής δήμαρχος Κωνσταντινούπολης ενσαρκώνει την απειλή της ήττας μέσω της ψήφου. Η απόπειρα να τον εξοντώσουν μέσω της δικαιοσύνης -είτε με ποινή φυλάκισης, είτε με πολιτική απαγόρευση- είναι ταυτόχρονα απόδειξη δύναμης και απόλυτου πανικού.
Όπως σημειώνει ο Μεχμέτ Γιλμάζ (T24), η υπόθεση του συνεδρίου του CHP και η ενδεχόμενη ακύρωση του, η οποία θα επαναφέρει τον Κιλιτσντάρογλου στην ηγεσία, αποκαλύπτει τη στρατηγική του καθεστώτος: όταν δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές, θα τις ακυρώσει εκ των υστέρων. Η δικαιοσύνη έχει μετατραπεί σε όργανο πολιτικής διόρθωσης. Το ίδιο συμβαίνει με τη στοχοποίηση των δημάρχων, των πανεπιστημιακών, των δημοσιογράφων: μια γενικευμένη προσπάθεια απονομιμοποίησης όποιου ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της αποδεκτής αντιπολίτευσης.
Αλλά ακόμα κι αν καταφέρουν να αποκλείσουν τον Ιμάμογλου, δεν υπάρχει εγγύηση νίκης. Το καθεστώς δεν εμπιστεύεται ούτε τις ίδιες του τις μηχανορραφίες. Γιατί γνωρίζει ότι σε μια κοινωνία οικονομικά εξαντλημένη, με 71% ανεπίσημο πληθωρισμό (σύμφωνα με ENAG), καμία εκλογική νίκη δεν μπορεί πια να αγοραστεί εύκολα.
Η Μέση Ανατολή ως δέσμευση και η Τουρκία ως απαραίτητο πιόνι
Η παγίδευση του Ερντογάν δεν είναι μόνο εσωτερική — είναι και γεωπολιτική. Η εμπλοκή του στον ευρύτερο επανασχεδιασμό της Μέσης Ανατολής, με αιχμή τη συνεργασία με τον Σύρο ηγέτη Σάρα και την «επανανομιμοποίηση» ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων (HTŞ), τον καθιστά πολύτιμο κρίκο για ισχυρά διεθνή συμφέροντα.
Η εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, οι γέφυρες με τον Κόλπο, η έμμεση διαχείριση της συριακής αντιπολίτευσης και η παράλληλη κλιμάκωση στο Κουρδικό συνιστούν μια στρατηγική διπλής όψης: προς τα μέσα, εθνικιστική σκληρότητα — προς τα έξω, ρεαλιστική διπλωματία.
Ο Ερντογάν, ως γεωπολιτικός κόμβος, παραμένει χρήσιμος για την Ουάσινγκτον, τη Μόσχα, το Τελ Αβίβ. Η αποχώρησή του θα αποσταθεροποιούσε συμφωνίες, «καθαρές» διαδρομές όπλων, ενεργειακά σχήματα. Η παραμονή του δεν είναι πλέον θέμα λαϊκής νομιμοποίησης, αλλά γεωστρατηγικής ασφάλειας.
Ο ηγέτης που δεν μπορεί να φύγει
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται μπροστά σε ένα αδιέξοδο ιστορικής κλίμακας. Δεν μπορεί να αποχωρήσει χωρίς να καταρρεύσει το σύστημα που ο ίδιος έχτισε. Αλλά δεν μπορεί και να συνεχίσει να κυβερνά με τον μανδύα της λαϊκής εντολής. Η λαϊκή ανοχή εξαντλείται. Οι διεθνείς ισορροπίες μεταβάλλονται. Και οι εσωτερικές ρωγμές —οικονομικές, θεσμικές, πολιτισμικές— βαθαίνουν επικίνδυνα.
Ο ίδιος δηλώνει «θα φύγω όταν με καλέσει η μοίρα». Αλλά η μοίρα ίσως να μην χτυπήσει την πόρτα — ίσως να τη σπάσει.
Η Τουρκία δεν κυβερνάται πια από όραμα ή στρατηγική. Κυβερνάται από φόβο, επιβίωση και πολιτική καθήλωση. Και όσο ο Ερντογάν παραμένει δέσμιος στο παλάτι του, τόσο η χώρα θα μένει δέσμια στο δικό της αδιέξοδο.
Ο χρόνος δεν είναι πια σύμμαχός του. Είναι η τελευταία του απειλή.