Με βάση τα στοιχεία του apografi.gov.gr για το 2024 το ανθρώπινο δυναμικό της ελληνικής δημόσιας διοίκησης αριθμεί:
Τακτικό προσωπικό: 564.782 εκ των οποίων 170.458 στο υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, 70.582 στο υπουργείο Υγείας και 61.468 στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Παιδεία, υγεία, ασφάλεια, εξακολουθούν να αποτελούν τα βασικά διακυβεύματα του κοινωνικού σώματος. Διόλου αμελητέα υποσημείωση: 83.618 υπάλληλοι υπηρετούν στους ΟΤΑ.
Έκτακτο προσωπικό: 151.214, αταξινόμητοι, ποικίλων κατηγορών (πχ. ωρομίσθιοι, ειδικευόμενοι γιατροί, νοσηλευτές και λοιπό βοηθητικό προσωπικό που προσλήφθηκε για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης μαζί με αντιρρησίες συνείδησης και μέλη σχολικών επιτροπών) καλύπτουν «τρύπες» χωρίς να προσφέρουν μια σταθερή ποιότητα υπηρεσιών στους πολίτες και με διαρκές άγχος μονιμοποίησης.
Μεταξύ αυτών, διακριτή θέση καταλαμβάνουν οι 3.194 μετακλητοί (εξόφθαλμα ρουσφέτια) των οποίων ο αριθμός διαρκώς αυξάνεται, οι αιρετοί (11.395) αλλά και οι «λοιπές ειδικές περιπτώσεις» (15.820).
Το μωσαϊκό των απασχολούμενων στο Δημόσιο συμπληρώνεται με το τακτικό προσωπικό των ΝΠΙΔ που ανέρχεται σε 29.979 στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ωρομίσθιοι, μετακλητοί, αιρετοί, πρόεδροι και μέλη ΔΣ όπως και –ξανά- «λοιπές περιπτώσεις» με ακόμη μερικές χιλιάδες μισθοδοτούμενους.
Η δημόσια συζήτηση περί του αριθμού και του μέλλοντος των δημοσίων υπαλλήλων αφορά, όμως, μόνον τους 564.782 που απολαμβάνουν της μονιμότητας.
Το ζήτημα, δηλαδή, που δείχνει να απασχολεί μια μερίδα πολιτικών και δημοσιολογούντων δεν έχει να κάνει με την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των υπαλλήλων αλλά με το γεγονός ότι ο μεγάλος όγκος τους είναι μόνιμοι.
Η μονιμότητα, ωστόσο, δεν έχει θεσπιστεί για τους υπαλλήλους αλλά για τους πολίτες. Σύμφωνα με τον εμπνευστή της μονιμότητας Ελευθέριο Βενιζέλο, το μέτρο δεν αποσκοπούσε στην προσωπική κατοχύρωση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά στην εξασφάλιση της σταθερότητας της δημόσιας διοίκησης, προκειμένου ένα σταθερό ανθρώπινο δυναμικό με επαγγελματική εμπειρία και ηθική συνείδηση να υπηρετεί τον λαό με τον καλύτερο τρόπο.
Σημειώστε ότι μια από τις πρώτες νομοθετικές ενέργειες των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967 ήταν η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Στα χρόνια της δικτατορίας έγιναν εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στον δημόσιο τομέα, καταργήθηκε η δυνατότητα των υπαλλήλων να προσφεύγουν στο Συμβούλιο Επικρατείας για να προσβάλουν την απόλυσή τους και θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα απομάκρυνσης από το δημόσιο όσων δεν ήταν πολιτικά προσκείμενοι στο καθεστώς.
Σήμερα, η άρση της μονιμότητας συνδέεται με την απομάκρυνση όσων δείχνουν μια επίμεμπτη συμπεριφορά η προβαίνουν σε εγκληματικές ενέργειες, για την αντιμετώπιση των οποίων, όμως, υπάρχει επαρκέστατο πλαίσιο διατάξεων στο πειθαρχικό δίκαιο. Μια άλλη κατηγορία υπέρμαχων της άρσης της μονιμότητας είναι εκείνη που θεωρεί ότι η άνευ άλλου εκχώρηση αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών του Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα θα σημάνει, αυτόχρημα, και την βελτίωση της ποιότητάς τους.
Από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τους ειδικούς σε σχέση με το ανθρώπινο δυναμικό είναι η βελτίωση του επαγγελματισμού τους. Το εγχείρημα, στη χώρα μας, δεν έχει πετύχει για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η ναπολεόντεια παράδοση, η μη υιοθέτηση των αρχών του μάνατζμεντ και ο πελατειασμός.
Σημειώστε, όμως, ότι όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες πεδίου, πολλοί δημόσιοι υπάλλήλοι απορρίπτουν τον ηγεμονικό ρόλο των πολιτικών στελεχών και διατυπώνουν την άποψη ότι την «ιδιοκτησία» των διοικητικών υποθέσεων πρέπει να έχουν οι ίδιοι, υπεραμυνόμενοι των διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Η πλειοψηφία τους, ενώ θεωρεί θετική τη διατήρηση της υφιστάμενης ιεραρχικής πυραμίδας (Γραφείο, Τμήμα, Δ/νση, Γενική Δ/νση) σχεδόν καθολικά (84%), υποστηρίζει τη δημιουργία οργανωτικών σχημάτων, στα οποία θα λειτουργούσε η ομαδική ή η ατομική ευθύνη (ομάδες έργου και συμβάσεις έργου).
Όλα αυτά παραπέμπουν σε στοιχεία μιας βεμπεριανού τύπου γραφειοκρατίας και απαιτούν περαιτέρω ανάλυση των αντιφάσεων και τρόπου ενσωμάτωσης ανορθολογικών στοιχείων σ’ ενα ορθολογικό μοντέλο.
Κι ενώ οι ίδιοι οι δημόσιοι υπαλληλοι υπεραμύνονται του εξορθολογισμού και των διοικητικών μεταρρυθμίσεων, το πολιτικό σύστημα, ο νομοθέτης, βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι διατάξεις που αφορούν τις προαγωγές των υπαλλήλων και μάλιστα στην ανώτατη βαθμίδα, εκείνη του Γενικού Διευθυντή. Οι ισχύουσες διατάξεις δίνουν την πρωτοκαθεδρία στα τυπικά προσόντα αντί των ουσιαστικών. Η αξιοσύνη, ο επαγγελματισμός και η ηθική του λειτουργήματος αποτελούν ευχολόγια και περιλαμβάνονται είτε στις εξαγγελίες των κομμάτων είτε σε ρυθμίσεις με καθαρώς προπαγανδιστικό και συμβολικό χαρακτήρα.
Επείγει, λοιπόν, μια δημόσια πολιτική για την ανάδειξη των ηγετικών στελεχών της ελληνικής δημόσιας διοίκησης η οποία θα αποκαταστήσει το διασαλευμένο κύρος της με βασικές αλλαγές:
-Την ενσωμάτωση των αρχών της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας στα άρθρα του Υπαλληλικού Κώδικα.
-Την εκπόνηση και κατοχύρωση ενός σαφούς περιγράμματος εργασίας των προϊστάμενων για τη συμμετοχή τους στον σχεδιασμό και την αξιολόγηση των δημόσιων πολιτικών.
-Τη δημιουργία ενός συστήματος διαφάνειας και κοινωνικού ελέγχου των έργων και παραλείψεων των ανώτερων διοικητικών στελεχών, και
-Την εκ βάθρων αλλαγή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που αφορούν την ηγεσία και την επαγγελματική ηθική.
Προηγούμενα άρθρα:
-Ποιόν εξυπηρετεί το «μοντέλο-μπάμπουσκα»; εδώ
-Η καλή νομοθέτηση αντίδοτο της πολυνομίας, εδώ.