Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας ο καγκελάριος δεν εκλέχθηκε από τη Bundestag στην πρώτη ψηφοφορία. Μέχρι τώρα η εκλογή καγκελαρίου ήταν μια τυπική διαδικασία προσυμφωνημένης συνεργασίας ή αυτονόητη επικύρωση μιας εκλογικής νίκης. Χθες το πρωί, 18 από τους 328 βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, καταψήφισαν ή έριξαν άκυρη ψήφο και έτσι ο Φρίντριχ Μερτς δεν συγκέντρωσε τις 316 ψήφους που χρειαζόταν για να εκλεγεί καγκελάριος.
Το κοινοβουλευτικό θρίλερ κράτησε μόλις λίγες ώρες. Μετά από συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών ομάδων, η Bundestag ψήφισε σχεδόν ομόφωνα να γίνει αμέσως δεύτερη ψηφοφορία. Ο Χριστιανοδημοκράτης Μερτς πήρε 325 ψήφους και αμέσως μετά πήγε στο Schloss Bellevue, όπου ο πρόεδρος Στάινμαγερ του παρέδωσε το επίσημο έγγραφο διορισμού.
Ο νέος καγκελάριος αναμένεται να επισκεφθεί αύριο το Παρίσι και τη Βαρσοβία, στις δύο χώρες μαζί με τις οποίες η Γερμανία σχημάτισε το 1991 το «Τρίγωνο της Βαϊμάρης», μια άτυπη συμμαχία για την προώθηση του κοινού οράματός τους για το μέλλον της Ευρώπης. Ο Μερτς ήθελε να είναι η έμπρακτη δήλωσή του ότι «η Γερμανία επέστρεψε» και θα αναλάβει την ηγεσία της Ευρώπης απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει: τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ και τη ραγδαία άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.
Πολλοί στην Ευρώπη έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Μερτς. Μετά από την (άχρωμη, άοσμη και άγευστη) καγκελαρία του Σολτς, που διαδέχτηκε την αναποφάσιστη Μέρκελ, ελπίζουν ότι ο Μερτς, ως επικεφαλής της μεγαλύτερης, ισχυρότερης και πολυπληθέστερης χώρας μέλους, θα αναλάβει δυναμικά τον ηγετικό ρόλο για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ήττα του στην πρώτη χθεσινή ψηφοφορία είναι ένα μήνυμα ότι η νέα κυβέρνηση συνεργασίας δεν θα έχει λευκή νομοθετική επιταγή. Πολλοί τόσο στο κόμμα του όσο και στους Σοσιαλδημοκράτες διαφωνούν -για απολύτως αντίθετους λόγους - με τη μεταναστευτική, οικονομική-φορολογική και κοινωνική πολιτική που πρέπει να εφαρμόσει η κυβέρνηση Μερτς, βάσει του Συμβολαίου Συμμαχίας. Οι δεξιότεροι από τους Χριστιανοδημοκράτες θέλουν πολύ αυστηρότερα μέτρα ενώ οι πιο αριστεροί Σοσιαλδημοκράτες διεκδικούν περισσότερο κοινωνική πολιτική. Καμία από τις δύο ομάδες «ανταρτών» δεν θεωρείται πιθανό να ανατρέψει την κυβέρνηση, αλλά είναι βέβαιο ότι τα νομοσχέδιά της θα αντιμετωπίσουν σοβαρές αντιστάσεις.
Το μεγάλο πρόβλημα του Μερτς βρίσκεται στα δεξιά των Χριστιανοδημοκρατών. Στις περισσότερες από τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών, το ακροδεξιό, αντιμεταναστευτικό και έντονα φιλορωσικό AfD έχει ακριβώς την ίδια δύναμη με τους Χριστιανοδημοκράτες ή ελάχιστα μεγαλύτερη, γύρω στο 25%, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες περιορίζονται σε 15%-16%. Αν - εξαιτίας της αντίστασης των αριστερών Σοσιαλδημοκρατών - ο Μερτς δεν κατορθώσει να κατευνάσει τους συντηρητικότερους Χριστιανοδημοκράτες με αυστηρά μέτρα για τη μετανάστευση και την εσωτερική ασφάλεια, το AfD θα συνεχίσει να τους προσελκύει και σύντομα θα είναι πρώτη δύναμη στη Γερμανία.
Τα ακροδεξιά ή λαϊκιστικά κόμματα έχουν ήδη μεγάλη δύναμη σε πολλές χώρες της ΕΕ. Είναι κυρίαρχα ή καθοριστικά τουλάχιστον σε Γαλλία, Ουγγαρία, Ιταλία, Βέλγιο, Φινλανδία, Σουηδία, Ολλανδία, Αυστρία, Σλοβακία και Βουλγαρία, ενώ ανάλογες τάσεις εμφανίζονται και στη Ρουμανία. Αν ο Μερτς δεν μπορέσει να πείσει τους Γερμανούς και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ότι το «συμβατικό» πολιτικό προσωπικό είναι σε θέση να λύσει τα προβλήματά τους και να προσφέρει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύουν να βρεθούν στα χέρια οπαδών του Τραμπ.