Να το έχουμε επισημάνει ευθύς εξ αρχής: το πολυσέλιδο αυτό συλλογικό έργο – ένα ακόμη αφιερωμένο στην Μεταπολίτευση και τα 50χρονά της ή τμήματα τής περιόδου : Ενδεικτικά «Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης: 1974-1990» του Γιάννη Βούλγαρη, «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης» Συνέδριο Κύκλου Ιδεών, «Μεταπολίτευση 1974-75: 50 ερωτήματα και απαντήσεις» των Αγγ. Συρίγου-Ευ. Χατζηβασιλείου, «Μισός αιώνας από την Μεταπολίτευση» του Β. Λιόση, «50 χρόνια Νέα Δημοκρατία: Η κληρονομιά του Καραμανλή», «Μισός αιώνας εκλογές» των Π. Ιωαννίδη-Ηλ. Τσαουσάκη, «Η Ελλάδα από την Χούντα στην κρίση» του Δημ. Τζιόβα, «Πού πηγαίνει η Μεταπολίτευση;» (επιμ. Δημ. Χριστόπουλου), «Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δυο αιώνων» (επιμ: Μ. Αυγεράκη-Ε. Γαζή-Κ. Κορνέτη) – είναι έτσι διαμορφωμένο, που σε ξεφοβίζει επιτρέποντάς σου να διαλέξεις και να διαβάσεις μια ή περισσότερες από τις θεματικές που αναδεικνύει. Χωριστά, αυτοτελώς.
Όχι πως δεν έχει το βιβλίο συγκροτημένη ματιά στο φαινόμενο της Μεταπολίτευσης (εισάγοντας με του Χόμπσμπάουμ την υπέροχη ατάκα: «Μερικές φορές το σημαντικό δεν είναι να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά να τον κατανοήσουμε»), με τον Κώστα Κωστή να αναδεικνύει για παράδειγμα το ότι «η εδραίωση της δημοκρατίας δεν είναι μια διαδικασία αγνή και άσπιλη, αλλά μια διαδικασία όπου οι ποικίλες κοινωνικές ομάδες πείθονται κυρίως βάσει την εξυπηρέτησης ή μη των συμφερόντων τους να την στηρίξουν» [αληθινά, πιο ώριμη προσέγγιση της δημοσιονομικής εκτροπής, αλλά και της εν συνεχεία κατάρρευσης του κομματικού συστήματος, δύσκολα θα βρει κανείς…].
Ή, πάλι με τον Βαγγέλη Βενιζέλο να αναζητά το πώς «η πιο κρίσιμη διεργασία για την οριστική πρόσληψη και την υπέρβαση [κυρίως αυτήν, θα λέγαμε!] της Μεταπολίτευσης, η σύγκρουση εξελίσσεται στο επίπεδο της κοινωνικής νοοτροπίας [και] της συλλογικής ταυτότητας του έθνους, έστω εκείνης που προκύπτει συμψηφιστικά μέσα από συνεχείς αντιφάσεις και παλινδρομήσεις». Όπου η κατάληξη είναι η υπέρβαση «της σύγκρουσης των ολοκληρώσεων, της εθνικής/εδαφικής, της θεσμικής/συνταγματικής και της οικονομικής αναπτυξιακής» με φόντο την συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. [Της «Ευρώπης ως «Μεγάλης Ιδέας» της Μεταπολίτευσης» κατά Γ. Μπαλαμπανίδη].
* * *
Το είπαμε ευθύς εξ αρχής: οι «Ιστορίες της Μεταπολίτευσης», με τις 40 καταθέσεις που συγκεντρώνουν, έτσι όπως ξεκίνησε να προετοιμάζονται ως αποτύπωση ενός συνεδρίου και σειράς σεμιναρίων (στο Μουσείο Μπενάκη και εν συνεχεία στο Ιστορικό Αρχείο του ΕΚΠΑ) για τα 50χρονα από το 1974, εκτροχιάσθηκε χρονικά με την πανδημία. Κατέληξε στην μορφή συνδυασμένων δοκιμιακών προσεγγίσεων, μορφή που σου επιτρέπει να διαβάσεις κάθε κατάθεση χωριστά.
Θα λέγαμε μάλιστα ότι… σε προτρέπει να χτίσεις το προσωπικό σου μενού, να χαράξεις το δικό σου μονοπάτι, εν τέλει να προβάλεις το προσωπικό σου βίωμα. Δεν θα ήταν χρήσιμο να διεξέλθουμε σε μια απλή πρόταση ανάγνωσης το σύνολο των θεματικών – που συναρθρώνονται σε ενότητες: Πολιτική-Οικονομία-Κοινωνία-Διεθνές Πλαίσιο-Διαδικασίες Εκσυγχρονισμού-Κουλτούρα. Κάνουμε λοιπόν την αυθαιρεσία να επιλέξουμε/κορφολογήσουμε μερικά επί μέρους ζητήματα, χωρίς επ’ ουδενί αξιολογική διάθεση, πλην με βασικό κριτήριο ότι φωτίζουν είτε λιγότερο «δουλεμένες» πτυχές, είτε με λιγότερο παραδοσιακό τρόπο. Ζητούμε προκαταβολικά συγγνώμη για την αυθαιρεσία – και προχωρούμε!
Πρώτα-πρώτα στην Πολιτική, να παρατηρήσουμε ότι ενώ η κάλυψη των δυο βασικών – μέχρι το 2015 – πυλώνων του πολιτικού συστήματος, Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, γίνεται εκτενώς (στην προσέγγιση του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Πανταζόπουλο η αναζήτηση της ρίζας στον Ανένδοτο και την Αποστασία υφαίνεται με εκείνο που αποκτά την ετικέτα «εθνολαϊκισμός», με κριτική διάθεση για την σφραγίδα του Ανδρέα Παπανδρέου) εκείνη της Αριστεράς/του «αριστερού πολυχώρου» (από τον Νικόλα Σεβαστάκη) περισσότερο στρέφεται στο πολιτισμικό ίχνος, στην διαχείριση των συναισθημάτων και στην έμμεση διείσδυση/«δημόσια ορατότητα» παρά στην καθαυτή πολιτική παρουσία. Αυτή η επιλογή κάνει την «καλλιέργεια της κουλτούρας των δικαιωμάτων και την ελευθεριακή καχυποψία για τους νόμους και για το Κράτος» να διεκδικεί προέχοντα ρόλο – που περισσότερο αγγίζει την αριστερή εκδοχή του ΠΑΣΟΚ και πιο οριακά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο περιορίζεται στο μνημονιακό κύμα.
Αν, τώρα, έρθει και συνθέσει κανείς με την ανάλυση Κάρμεν Μίσσιου-Ηλία Ντίνα για εκείνο που αποκαλούν – και μετρούν, μάλιστα, συγκριτικά με Ισπανία/Πορτογαλία – «ιδεολογικό εκκρεμές της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας» , οδηγείται σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την πολιτική αποστιγματοποίηση της Δεξιάς. Η οποία έκλεισε, ακριβώς, την κίνηση του εκκρεμούς. Για την ώρα.
Από κει και πέρα, η προσέγγιση της Άκρας Δεξιάς (από τη Βασιλική Γεωργιάδου) αλλά και του φαινομένου της πολιτικής βίας (από την Λαμπρινή Ρόρη, που κατορθώνει να αποφύγει την παγίδα της θεωρίας «των δυο άκρων») σου επιτρέπουν – αν κανείς δει ως φόντο και την αντίστοιχη προβληματική που βρίσκεται εν εξελίξει στην Ευρώπη … – να κοιτάξεις προς το μέλλον, αντλώντας «κάτι» από ένα όχι-και-τόσο-ευχάριστο παρελθόν.
Κάνοντας ένα άλμα στην διάταξη της ύλης, από την Πολιτική προσγειώνεται κανείς στο Διεθνές Πλαίσιο. Κατά ένα μη-αναμενόμενο τρόπο, το τμήμα αυτό είναι σχετικά αδύναμο – κι ας υπήρξαν τα 50 χρόνια τόσο πυκνά σε προκλήσεις. Η συνολική προσέγγιση (από τον Κωνσταντίνο Φίλη) είναι περισσότερο περιγραφική/παραδοσιακή, με καταγραφή μάλλον των βασικών σταθμών παρά κάποια προσπάθεια προβολής ακόμη και στην τωρινή-τωρινή αναταραχή. Ιδιαίτερα του Ουκρανικού, αλλά και της αναδιάταξης της Μέσης Ανατολής.
Πάντως, αν και ενταγμένη στο τμήμα Οικονομία, η «μακροσκοπική αποτύπωση» (δική του η διατύπωση) των σχέσεων άμυνας και οικονομίας κατά την Μεταπολίτευση από τον Χρήστο Κόλλια, ουσιαστικά εντάσσεται στην πραγμάτευση των προκλήσεων του Διεθνούς Πλαισίου – δηλαδή, να εννοούμαστε, των Ελληνοτουρκικών (της «αδήριτης πραγματικότητας από την οποία οι δυο χώρες δεν είναι εύκολο να αποδράσουν»). Οι μέρες είναι τέτοιες, που δεν θα αδικήσει κανείς τον Χρ. Κόλλια όταν αποφεύγει να ανακινήσει την διάσταση απόκτησης/αγοράς πολιτικής «ασπίδας» μέσω των παράλληλων εξοπλισμών – όμως τουλάχιστον επισημαίνει πόσο διασυνδεδεμένη με την οικονομία/την οικονομική ισχύ είναι και θα παραμείνει η συμμετοχή σε οποιονδήποτε εξοπλιστικό (και στρατηγικό, βέβαια) ανταγωνισμό με την Τουρκία.
Eνταγμένο στο τμήμα του Διεθνούς Πλαισίου, το δίπολο Π. Κ. Ιωακειμίδη-Γιάννη Μπαλαμπανίδη που καλύπτει τα Ευρωπαϊκά, ουσιαστικά – αν και όχι απολύτως ομολογημένα… – έχει αναφορά και στα της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Η σάρωση της διαδρομής της Ελλάδας στην Ευρώπη/την ΕΕ (την οποία περιγράφει «εξαιρετικά δύσκολη») από τον Τάκη Ιωακειμίδη έχει όλα τα χαρακτηριστικά του επίσημου αφηγήματος: διόλου παράξενο, αφού η καταληκτική του διαπίστωση είναι ότι πλέον «ελάχιστοι διανοούνται «την Ελλάδα εκτός ΕΕ»» αλλά και υιοθετεί μια ανεπιφύλακτη συνηγορία υπέρ «βαθύτερης υπερεθνικής ενοποίησης» και της σύστοιχης στρατηγικής αυτονομίας της Ένωσης. Χωρίς βαθύτερη αναζήτηση του τι θα σήμαινε η άρση της ομοφωνίας για τις Ελληνικές θέσεις π.χ. στο Αιγαίο.
Λιγότερο ευθύγραμμη/περισσότερο ανθεκτική στους δυνητικούς κραδασμούς της διαφαινόμενης «Ευρώπης στον πλανήτη Τραμπ» (δική μας η διατύπωση) η προσέγγιση του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, η περιγραφή μιας διαδρομής εθνικής αμφιθυμίας – μιας διαδρομής που κάνει την σημαντική υπενθύμιση ότι «στην δημοκρατία και στην «Ευρώπη» μπήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα». Πράγμα που – πιθανόν – να οδηγεί σε μια βαθύτερη διάψευση των ισχυρισμών περί Ελληνικού εξαιρετισμού. «Η δημοκρατία σταθεροποιούνταν, και με μικρή διαφορά φάσης εμπεδωνόταν στην ελληνική κοινωνία η αποδοχή του μετέχειν της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Αυτή/αυτού του είδους η προσέγγιση βοηθάει, στην συνέχεια, στην παρακολούθηση των πολιτικών «στρατοπέδων» και της πόλωσης που κατά καιρούς δημιουργήθηκαν γύρω από τα Ευρωπαϊκά. Για να εκτονωθούν – όπως εκτονώθηκαν – μετά το δημοψήφισμα του 2015 και την , εν τέλει, επιλογή/προσήλωση στο ανήκειν στην Ευρώπη…
* * *
Στο τμήμα αυτού του συλλογικού έργου που καλύπτει την Οικονομία, την κεντρική αφήγηση ανέλαβε ο Γιώργος Αλογοσκούφης, παίρνοντας μάλιστα το νήμα από τα προδικτατορικά – κυρίως – χρόνια του μετεμφυλιακού «οικονομικού θαύματος» (το οποίο, πάντως, δεν παραλείπει να συνδέσει με το καθεστώς προστατευτικών δασμών και περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων). Δείχνοντας επιπλέον στην κατεύθυνση της «αλλαγής στους κοινωνικούς συσχετισμούς και στο πολιτικό και ιδεολογικό καθεστώς» κατά την Μεταπολίτευση ως στοιχείο επιδραστικό στην πορεία της οικονομίας. Δεν παραλείπει να σημειώσει την «ανεπαρκή προετοιμασία της οικονομίας για τις ευκαιρίες ένταξης στην ΕΕ» – κυρίως όμως την επιλογή του «δρόμου της ελάχιστης δυνατής προσαρμογής», που τελικά οδήγησε στην εγκατάλειψη της δημοσιονομικής συγκράτησης – παράλληλα με την απώλεια ανταγωνιστικότητας και την πρόσκρουση στο τέλος του δρόμου.
Η δίδυμη προσέγγιση των δημόσιων οικονομικών (από Βασ. Ράπανο και Γ. Καπλάνογλου) και της επίπτωσης των ανισοτήτων και της φτώχειας στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης (από τον Χρυσ. Ιορδάνογλου) φωτίζουν πτυχές όπως π.χ. της πρακτικής της τήρησης λογαριασμών εκτός Προϋπολογισμού, της έλλειψης συνεπώς στοιχείων ή ακόμη της αμφιθυμίας στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής («η αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν χρηματοδοτήθηκε από ένα υγιές και δίκαιο φορολογικό σύστημα, αλλά μέσω ελλειμμάτων και συνεπώς δανεισμού»), που οδήγησαν στην γνωστή κατάληξη της de facto χρεωκοπίας. Ενώ η διαπίστωση ότι «πριν την Μεταπολίτευση τα της αναδιανομής του εισοδήματος ήταν χαμηλής προτεραιότητας θέματα για την οικονομική πολιτική». οπότε εν συνεχεία ήρθαν στην επιφάνεια «συμπιεσμένες απαιτήσεις [με] μορφή χιονοστιβάδας» που κατέληξαν σε επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στην μετέπειτα περίοδο. Παρά την αυτοσυγκρατημένη διατύπωση αυτών των προσεγγίσεων, η ανάλυση αυτή ηχεί προειδοποιητικά…
Ουσιαστικά στην προσέγγιση της Οικονομίας, ακριβώς υπό την έννοια που μόλις είδαμε, ανάγεται από το τμήμα του βιβλίου «Διαδικασίες Εκσυγχρονισμού»: Και η μελέτη του συνδικαλιστικού κινήματος από τον Κ. Παπαδημητρίου και εκείνη των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων από τον Στ. Ζαμπαρλούκη – με έντονη την επισήμανση της «καθυστέρησης του εκδημοκρατισμού [που] οδήγησε στην έντονη πολιτικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος» και στον de facto αποκλεισμό της επίλυσης προβλημάτων «μέσα από συναινετικές διαδικασίες». Το καημένο το πείραμα του κοινωνικού διαλόγου, στο γύρισμα του αιώνα, προσεγγίζεται μελαγχολικά. Ενώ η ανώμαλη προσγείωση της εποχής των Μνημονίων δεν κρύβει την επισήμανση της «ενίσχυσης της εξωθεσμικής επιρροής μεμονωμένων εργοδοτικών συμφερόντων». [Σχεδόν σε αντιστροφή του κλίματος της δεκαετίας του ΄80, που οδήγησε σε αδιέξοδο με δεδομένη την – ούτως ή άλλως – χαμηλή «συνδικαλιστική πυκνότητα» – ευγενική η διατύπωση για την χαμηλή συμμετοχή σε συνδικάτα].
Θα τολμήσουμε να υποστηρίξουμε ότι και η – πολύ προσεκτική – ανάλυση της Καλλιόπης Σπανού σχετικά με τη Δημόσια Διοίκησης (ως valse hésitation του εκσυγχρονισμού»), μολονότι επιλέγει μια θεσμική/κοινωνιολογική προσέγγιση («βαθύτερες διαιρέσεις της ελληνικής κοινωνίας», γαρ) καταλήγει να καταθέτει τα όπλα μπροστά στην οικονομική διάσταση. Που, σήμερα/μετά-τα-Μνημόνια, καλύπτεται πίσω από την πικρή διατύπωση «Οι θεσμοί μεταφέρουν και αναπαράγουν στο DNA ιστορικά χαρακτηριστικά, των οποίων η ανατροπή μόνο με διεργασίες μακρού χρόνου μπορεί να ολοκληρωθεί». Αυτό να εντάσσεται στην προσδοκία/όνειρο του εκσυγχρονισμού, πλην όμως προέχει η οικονομικίστικη στροφή όλου του κοινωνικού και του πολιτικού, με τον ορίζοντα να απομακρύνεται όσο τα πλησιάζεις.
* * *
Θα κλείσουμε αυτήν την πρόταση ανάγνωσης των «Ιστοριών της Μεταπολίτευσης» με την άποψη ότι δυο τομείς της θεματολογίας του, η Κοινωνία και η Κουλτούρα, βρίσκονται σε πλήρη επικοινωνία. Να εξηγηθούμε: Η διπλή προσέγγιση – της μεσαίας τάξης στην Μεταπολίτευση από τον Φοίβο Καρζή και της κοινωνίας των πολιτών (με την ευρηματική τιτλοφόρηση «μια, δυο, πολλές κοινωνίες πολιτών», η οποία δίνει μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στην συλλογική πολυδιάσπαση του κοινωνικού ιστού) από τον Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλο, περιγράφει το κοινωνικό μωσαϊκό πάνω στο οποίο επεχείρησε να εκδηλωθεί η όποια πολιτιστική δράση/να εκφρασθεί η όποια κουλτούρα που τελικώς χαρακτήρισε την Μεταπολίτευση.
Με τον βαθύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό της αστικοποίησης με την εγκατάλειψη της υπαίθρου – σημειώνει ο Φ. Καρζής – να έχει ήδη συντελεστεί όταν προκύπτει η Μεταπολίτευση, η διεύρυνση των μεσοστρωμάτων και η εναρμόνισή τους στην διεκδίκηση πολιτικού ρόλου (δική μας η διατύπωση, εδώ) την δεκαετία του ΄80/την εποχή , που σημάδεψε το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ και η οποία αποτυπώθηκε ως «ευφορία της Δημοκρατίας», με γρήγορη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου [που] «αφήνει βαθύ πολιτικό αποτύπωμα», είναι κάτι φαινομενικά ανεπίστροφο. Όταν όμως έρχεται η κρίση – με χαρακτηριστικά της την ένταση, την διάρκεια και την ασυμμετρία των επιπτώσεων – αυτό που μόλις αναφέραμε ως ανεπίστροφο, διακυβεύεται. Με αυτό λοιπόν το φόντο, δημιουργία κοινωνίας πολιτών με αυθόρμητη άνθιση ήδη από το ξεκίνημα της περιόδου (ή και μέσα στην δικτατορία: εύστοχα το αναδεικνύει αυτό ο Δημ. Σωτηρόπουλος), με την συγκρότηση κομματικών νεολαιών και «μετωπικών οργανώσεων», διεκδικεί καθοδηγητική λειτουργία. Όχι πώς το πολιτικό σύστημα δεν επιχείρησε να αδράξει την καθοδήγηση! – όσο όμως κι αν το πέτυχε, έχασε τον όποιο έλεγχο με τις μαζικές διαδηλώσεις μετά την δολοφονία Γρηγορόπουλου (ακόμη περισσότερο: μετά την τραγωδία των Τεμπών και την απόπειρα συγκάλυψης – το βιβλίο δεν πρόλαβε αυτήν την θεμελιακή διαδικασία). Άδηλο το τι βρίσκεται μπροστά μας, ειδικά τώρα που το κομματικό σύστημα περνάει σε φάση θρυμματοποίησης/απαξίωσης.
Αλλά και η κοινωνία πολιτών δεν είναι ενιαία υπόθεση – χώρια που μια εκτροπή προς «uncivil society»/ προς άγαρμπη αν μη επιθετική κατεύθυνση δεν μπορεί να αποκλεισθεί στα χρόνια μας…
Τόσο η θεματική της μετανάστευσης (από την Αγγελική Δημητριάδη) όσο και εκείνη του ρόλου των γυναικών (με την ιδιαίτερη γραφή της Αντιγόνης Λυμπεράκη: «Από την πατριαρχία στον μεταφεμινισμό, χωρίς ενδιάμεση στάση» τιτλοφορεί) προσεγγίζονται με την ματιά συνειδητά ανοιχτή στο μέλλον. Η αμηχανία διαχείρισης των διαδικασιών ασύλου, η αμφιθυμία σημαντικού μέρους της πολιτικής τάξης μπροστά στα φαινόμενα ξενοφοβίας (πέρα, δηλαδή από τις περιπτώσεις απροκάλυπτης πολιτικής εκμετάλλευσής τους…), η αντίληψη «ότι η Ελλάδα δεν μπορεί αν «σηκώσει» μεγάλο αριθμό μεταναστών [που] έχει διαποτίσει την ελληνική πολιτική χωρίς να στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα» κινδυνεύει τώρα-τώρα, με την έναρξη επιστροφών ανθρώπων που έλαβαν άσυλο (ιδίως από Γερμανία) βάσει του Ευρωπαϊκού πλαισίου, να λειτουργήσει πολύ εκρηκτικά. Ενώ η αντίληψη περί success story στον τομέα της ισότητας των φύλων – ««επιτυχώς ολοκληρωμένη» στην συνείδηση των Ελληνίδων και των Ελλήνων» – μετά από ισχυρή πολιτική συνθηματολόγηση και πολλαπλά θεσμικά στηρίγματα («κρατικός φεμινισμός»), προσκρούσει τελευταίως σε μια όλο-και-πιο-συντηρητική κοινωνική στροφή, στροφή αξιακή και αντιλήψεων, σχετικά με τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Με ισχυροποιημένο, μάλιστα τα χρόνια τα κρίσης το οικογενειακό πλαίσιο.
Αν η στάση στο Μεταναστευτικό/Προσφυγικό κινδυνεύει να αποδειχθεί απασφαλισμένη βόμβα, μήπως η γυναικεία χειραφέτηση είναι ένα πουκάμισο αδειανό;
Θα μας επιτραπεί στο συνθετικό σύνολο Κοινωνία-Κουλτούρα να εντάξουμε μια από τις οξυδερκέστερες καταθέσεις αυτού του συλλογικού έργου: Το «Εκκλησία και Μεταπολίτευση» του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Μέσα από μια γραφή χρονικογράφου, που ξεκινάει από την «αγαστή συνεργασία» της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Χούντα, ο Ζουμπουλάκης ξεναγεί στους διαδρόμους των χριστιανικών οργανώσεων (ιδίως της «Ζωής» αλλά και του «Σωτήρα») και των οργανωσιακών επιρροών στον ευρύτερο δημόσιο βίο, στην διαδοχή Ιερώνυμου-Σεραφείμ στην μετάβαση της Μεταπολίτευσης, στην διαδρομή της ευσεβιστικής κίνησης/των «θεολόγων της γενιάς του ΄60», στην (επαν)εμφάνιση του μοναστικού φαινομένου, στην «αποταύτιση της Εκκλησίας με την Δεξιά» επί Σεραφείμ/ΠΑΣΟΚ αλλά και στην διεκδίκηση «εθναρχικού ρόλου» από τον Χριστόδουλο. Διεξοδικά στην στενή διασύνδεση Εκκλησίας και Κράτους στα πρακτικά (μισθοδοσία του κλήρου), στα της εθιμοταξίας (η πολιτική τάξη, σύσσωμη, στις θρησκευτικές γιορτές) αλλά και στις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής (συλλαλητήρια για το Μακεδονικό). Κατά τον Ζουμπουλάκη, «η σχέση των Ελλήνων με την Ορθοδοξία είναι κοινωνική/εορταστική, και κυρίως ταυτοτική […] συστατικό στοιχείο της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας». Μένει να δούμε πώς θα μετεξελιχθεί αυτό, μετά την πρώτη 50ετία από την Μεταπολίτευση: Πάντως ο Στ. Ζουμπουλάκης φρόντισε να αναφερθεί και στις υπόλοιπες Χριστιανικές ομολογίες (υπό αποδρομή) Καθολικοί και (διστακτικοί) Διαμαρτυρόμενοι, αλλά και στην ιδιοτυπία των μουσουλμάνων (Συρία στην Δυτική Θράκη, κοινότητες μεταναστών).
Πάντως, στο κυρίως αφιερωμένο στην Κουλτούρα τμήμα των «Ιστοριών της Μεταπολίτευσης», ας έχει σημειωθεί η – χρήσιμη! – έμφαση στην σημασία του καθοριστικού φαινομένου του αντιαμερικανισμού στην Ελληνική διανόηση, αστική και αριστερή στην πρώτη περίοδο (μέχρι την ωρίμανση του ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, από την Αντιγόνη Ποιμενίδου) αλλά και της διαχρονικής του λειτουργίας στην πολιτική και κοινωνική συνείδηση, έστω και ως ενεργό κατάλοιπο legacy anti-Americanism, ως έκφραση της «ταυτόχρονης ανασφάλειας για τον εθνικό χώρο [προβολή των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας] με την ανασφάλεια για τα χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος» (από την Τζένη Λιαλιούτη).
Πέρα από την εξαντλητική σάρωση στοιχείων της πολιτισμικής κατάθεσης της Μεταπολίτευσης – πεζογραφία/Ελισσάβετ Κοτζιά – μυθιστόρημα/Δημ. Τζιόβας – μουσική/Λύσανδρος Φαληρέας – ας σταθεί ο αναγνώστης με διάθεση «επανανακάλυψης» στον ρόλο του Τύπου από την Σίσσυ Αλωνιστιώτου. Από την επανεκκίνηση των παραδοσιακών εφημερίδων με την πτώση της Χούντας – Καθημερινή, ΕΘΝΟΣ, Εστία, Αυγή και (για πρώτη φορά νόμιμος μετά τον Εμφύλιο) Ριζοσπάστης – και με την καθοριστική/διαταρακτική παρουσία της Ελευθεροτυπίας, υπενθυμίζεται ο ευρύτερος καθοδηγητικός ρόλος των εφημερίδων. «Νερό του Καματερού» για όσους το θυμούνται, αποκαλυπτική δημοσιογραφία στο Ποντίκι, εισόρμηση και διεκδίκηση ιδιαίτερης επιρροής από την Αυριανή, λογική ταμπλόϊντ από το ΕΘΝΟΣ: Το σκηνικό του Τύπου παρακολουθεί την διαδρομή του πολιτικού συστήματος – και εν πολλοίς την διαμορφώνει. Ύστερα… υπόθεση Κοσκωτά με τον διεκδικητικό όμιλο, άνθιση της διαφήμισης και των ενθέτων των Κυριακάτικων εκδόσεων, «δώρα»/προσφορές, εποχή του ΚΛΙΚ και του (κατά Π. Κωστόπουλο) «ξεβλαχέματος». Και ύστερα… η πτώση. Με μερική μόνο επίδραση από την κρίση που αρχίζει το 2011 και από την είσοδο στην ψηφιακή εποχή του ηλεκτρονικού Τύπου. Μια αφήγηση με στοιχεία μνημοσύνου, η οποία καταλήγει σε ΜΜΕ που ανήκουν σε επιχειρηματίες της ναυτιλίας /ιδιοκτήτες ομάδων, συν σε προλεταριοποίηση των δημοσιογράφων…
Ας μας επιτραπεί μια ασέβεια, καταληκτικά: συνιστούμε ένθερμα στον αναγνώστη να κλείσει την περιπλάνησή του στις «Ιστορίας της Μεταπολίτευσης» με του Βασίλη Μασσέλου το «Η γαστρονομία στην Μεταπολίτευση». Όχι τόσο για την παρατήρηση του Paul Auster ότι η γεύση/sapore συσχετίζεται με την πρόσκτηση της γνώσης/sapere (μέσω του απαγορευμένου καρπού), όσο για την διαδρομή κοινωνιολογικής μεταβολής που έφερε η μετάβαση από την φασολάδα/ «κατεξοχήν ελληνικό φαγητό» κατά Ηλία Πετρόπουλο στο canard à l’ orange στα «Παπάκια»/της οδού Ηριδανού και στον «Λωτοφάγο»/της Κηφισιάς. εν συνεχεία την Νέα Ελληνική Κουζίνα του «Βαρούλκου»/ του Λευτέρη Λαζάρου. στην μετάβαση την περίοδο «της αστακομακαρονάδας» και των «Χρυσών Σκούφων». Με την γενίκευση της ακμής μιας αναγεννημένης ελληνικής κουζίνας αλλά και της σοβαρής ανάδυσης/ανάδειξης του ελληνικού αμπελώνα… (Βέβαια, δεν έχει ξεφύγει από την προσοχή το ότι υπήρξαν φάσεις όπου ο λογαριασμός των πούρων ξεπερνούσε εκείνον του φαγητού). Όλο το μωσαϊκό των αντιθέσεων της Μεταπολίτευσης.