Συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκίνησε το 2023 με τη δημοσίευση της Έκθεσης του IHGP για την περίοδο 2012-2023 , το Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας (τιμά τα 150 χρόνια από την δημιουργία του το 1875 στην Σμύρνη, μετεγκαθιστάμενο το 1922 στην Αθήνα για να μετονομασθεί το 1962 σε «Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας») προσέρχεται με μια συνολική αποτίμηση των πιο πρόσφατων εξελίξεων της ελληνικής οικονομίας – και των προοπτικών της.
Με μια επιλογή «επίσκεψης» επιμέρους κλάδων της οικονομίας –Αγροδιατροφή, Τουρισμός, Αγροδιατροφικός Τουρισμός (ενδιαφέρουσα επιλογή…) Ναυτιλία, Logistics, Ενέργεια, Τράπεζες, Κατοικία, Κεφαλαιαγορές – αλλά και επισημάνσεις μακροπρόθεσμων τάσεων, η Έκθεση του IHGP/ACG θέλει να δώσει κάτι περισσότερο από παρουσίαση, αν και κάτι λιγότερο από εις βάθος ανάλυση σε λογική Ερευνητικού Ινστιτούτου.
Ευθύς εξαρχής μια επισήμανση: Με στοιχεία που φθάνουν μέχρι Φεβρουάριο του 2025, η Έκθεση είναι πριν την …κατολίσθηση που έφερε η «εποχή Τραμπ» στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία – συνεπώς και στην ελληνική. Συνεπώς οι μακροοικονομικές τάσεις – και πάντως η «δυναμική άνοδος του ελληνικού ΑΕΠ [που] ξεπέρασε τον μέσο όρο Ευρωζώνης [αλλά και] ΟΟΣΑ», ακόμη περισσότερο δε η προσδοκία για αύξηση των επενδύσεων κατά 8,8% το 2025 και κατά 9,6% το 2026 – θα χρειαστούν αναβάπτιση στην νέα-νέα πραγματικότητα. Όπου βασική πρόκληση θα είναι να δούμε πώς θα επανισορροπήσει η συμβολή ιδιωτικής κατανάλωσης που ήδη συμπιέζεται, δημόσιας ακόμη περισσότερο, κυρίως όμως επενδύσεων και εξαγωγών στο νέο/δύσβατο διεθνές περιβάλλον.
Αντίστοιχα, οι συγκρίσεις με χώρες της ΕΕ/του ΟΟΣΑ σε επίπεδο παραγωγικότητας, επενδύσεων, απασχόλησης αλλά και δημοσίου χρέους, με την συμπαθητική κόκκινη γραμμούλα (για Ελλάδα) μέσα στο δάσος των μπλε ή της πράσινης των μέσων όρων χωρών ΕΕ/Ευρωζώνης/ΟΟΣΑ, σε προσγειώνει. Απότομα, πλην χρήσιμα.
Αντιθέτως, η επιλογή αυτής της Έκθεσης για μια πιο κλαδική προσέγγιση δίνει μια εικόνα η οποία ίσως αποδειχθεί πιο εύπλαστη. Και ως εκ τούτου δυνητικά χρήσιμη.
Έτσι, η τριπλή προσέγγιση Αγροδιατροφής, Τουρισμού και Αγροδιατροφής /Τουρισμού (το τελευταίο αποτελεί «συγκρότηση εθνικής γαστρονομικής ταυτότητας», που επιδιώκει να προωθήσει για την Ελλάδα μια συνολική εικόνα γαστρονομικού προορισμού), δίνει τη λογική συνδυασμού του πρωτογενούς τομέα (με όλα τα προβλήματα/τις προκλήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) με την εδώ και καιρό αιχμή του τριτογενούς που αποτελεί για την Ελλάδα ο τουριστικός κλάδος (για τον οποίο αναφέρεται μεν ότι υπάρχουν «τεράστιες δυνατότητες», πλην όμως επισημαίνεται και η ανάγκη για διαφοροποίηση των προσφερόμενων υπηρεσιών).
Αντίστοιχα, στο πλέγμα ναυτιλίας και logistics, στον πρώτο μεν κλάδο αναφέρονται προσεκτικά οι «σημαντικές προκλήσεις» αν είναι να διατηρηθεί η πρωταγωνιστική θέση διεθνώς και «να εξασφαλισθεί μελλοντική ορατότητα», ενώ στην δεύτερη κατατίθενται οι (πάγιες) επιφυλάξεις για την αναποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, την φορολογική ασάφεια και τα προβλήματα της Δικαιοσύνης.
Στον τομέα της ενέργειας, προσεγγίζεται με θετική διάθεση η καταγραφή της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των βασιζόμενων σε υδρογονάνθρακες – αλλά… πλέον ου. Ενώ υπό την κατηγοριοποίηση των κατοικιών, γίνεται η επισήμανση του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες για απόκτηση κατοικίας λόγω «του συνδυασμού χαμηλών μισθών και των ανερχόμενων τιμών των κατοικιών».
Τέλος, στους τομείς των τραπεζών και της κεφαλαιαγοράς, περισσότερο τονίζεται ότι βρισκόμαστε σε «κομβικό σημείο» αναζήτησης ανταγωνιστικότητας, αλλά και αισιόδοξων προοπτικών (λόγω πορείας του ΧΑΑ) – πλην η καταγραφή είναι προ του κύματος Τραμπ.
Συνολικά, λοιπόν, μια ήπια περιγραφικότητα που αφήνει μεν να φανούν προοπτικές – αλλά χωρίς πρόγνωση που να «χωράει» την περιπέτεια Τραμπ. Το πρόβλημα κάθε Έκθεσης που επιχειρεί να δει κάποιο αύριο στην τόσο ταραγμένη εποχή μας…