ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΙΚΙΛΙΑ

Η οικονομική στρατηγική των ΗΠΑ

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε την ευρύτερη στρατηγική στην οποία εντάσσεται η δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης Trump πρέπει να απομακρυνθούμε από την ακαμψία των ορθόδοξων οικονομικών και να προσεγγίσουμε το θέμα υπό το πρίσμα της διεθνούς πολιτικής οικονομίας και της μεταπολεμικής οργάνωσης του διεθνούς οικονομικού συστήματος.

Η αύξηση των δασμών αποτελεί ένα τμήμα – την πρώτη φάση - μιας λεπτομερώς σχεδιασμένης οικονομικής και γεωπολιτικής στρατηγικής με τελικό σκοπό την αναδιοργάνωση του παγκόσμιου εμπορικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω, κυρίως, της υποτίμησης του δολαρίου – δηλ. της ανατίμησης των νομισμάτων κυρίως της Ευρώπης και της Ασίας - χωρίς οι τελευταίες να μειώσουν την κατοχή τους σε δολάρια και τίτλους του αμερικανικού δημοσίου, δηλ. της διατήρησης του ηγεμονικού ρόλου του δολαρίου ως το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, όπως έγινε με την Plaza Accord το 1985 από τον πρόεδρο Reagan.  Αυτή η -εκ πρώτης όψεως αντιφατική - στρατηγική είναι άμεσα συνυφασμένη με την εθνική ασφάλεια, τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και τον ρόλο τους στην παγκόσμια τάξη και την επαναβιομηχάνιση της οικονομίας τους.

Κατά την αντίληψη της κυβέρνησης Trump, το υπερτιμημένο δολάριο – αν και έχει υποχωρήσει από την αρχή του έτους, εξακολουθεί να διαπραγματεύεται γύρω στο υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 - ενώ έχει αφαιρέσει εκατομμύρια καλές βιομηχανικές θέσεις εργασίας από περιοχές όπου συγκεντρώνονται πολύ υψηλά ποσοστά υποστήριξης του νέου προέδρου, δημιουργεί, παράλληλα, σοβαρά προβλήματα εθνικής ασφάλειας στις ΗΠΑ γιατί έχει συμβάλει στην ταχεία αποβιομηχάνιση της χώρας.  Η ανάκτηση μιας ισχυρής βιομηχανικής υποδομής και ο έλεγχος των κρίσιμων παραγωγικών αλυσίδων - και η «ανεξαρτησία» τους από την Κίνα - αποτελεί μείζονα προτεραιότητα.  Με τα λόγια του προέδρου Trump «if you don’t have steel, you don’t have a country».

Οι διεθνείς νομισματικές διευθετήσεις του Bretton Woods το 1944, ιδιαίτερα μετά την αποσύνδεση της ανταλλαξιμότητας δολαρίου και χρυσού το 1971 από την κυβέρνηση Nixon, συνεπάγονται ότι οι ΗΠΑ είναι «υποχρεωμένες» να έχουν  μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο όχι επειδή εισάγουν πάρα πολλά, αλλά εισάγουν πάρα πολλά επειδή πρέπει να εξάγουν τίτλους του αμερικανικού δημοσίου για να παρέχουν αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία και να διευκολύνουν την παγκόσμια ανάπτυξη. 

Το «σημείο καμπής» έρχεται όταν το οικονομικό βάρος της χώρας στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώνεται ενώ τα αναγκαία αυτά ελλείμματα αυξάνονται αρκετά σε σχέση με το εγχώριο προϊόν με τον κίνδυνο το δολάριο να χάσει το προνομιακό του καθεστώς.  Το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε από 40% τη δεκαετία του 1960 σε 21% το 2012 και έχει ανακάμψει στο 26%.  Η Κίνα δεν πληροί τις προϋποθέσεις να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ στον ρόλο αυτό.  Στην Ευρώπη, από την άλλη μεριά, το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο από των ΗΠΑ ενώ οι αγορές ομολόγων της είναι κατακερματισμένες  - υπενθυμίζουμε την έμφαση των Letta και Draghi στην διεύρυνση της ενιαίας αγοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα. 

 Κατά την αντίληψη της κυβέρνησης Trump, επειδή η οικονομική ισχύς του δολαρίου είναι αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας τάξης ασφαλείας που υποστηρίζουν στρατιωτικά οι ΗΠΑ, το ζήτημα του καθεστώτος του δολαρίου είναι συνυφασμένο με την διεθνή ασφάλεια: Οι ΗΠΑ παρέχουν μια παγκόσμια αμυντική ασπίδα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και σε αντάλλαγμα απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα  του αποθεματικού νομίσματος αλλά και διαρκώς αυξανόμενα βάρη -αποβιομηχάνιση, διαρκή επέκταση των ελλειμμάτων ως προς ένα συρρικνωμένο ΑΕΠ,  σημαντικούς κινδύνους για τη διεθνή ασφάλεια.  Με λίγα λόγια, ο διεθνής ρόλος του δολαρίου είναι ο κρίκος που συνδέει την αμυντική ομπρέλα με τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ και εξηγεί την άποψη του προέδρου Trump ότι οι άλλες χώρες εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ και εμπορικά και αμυντικά.  Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αξιολογούνται και οι κινήσεις των ΗΠΑ στο πεδίο της εξωτερικής τους πολιτικής.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν πιστεύει ότι οι δασμοί θα μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα και γνωρίζουν ότι θα επιφέρουν μια σημαντική αναστάτωση σε πρώτο χρόνο.  Αλλά θέλουν να το ξεπεράσουν νωρίς στη θητεία της κυβέρνησης και πιστεύουν ότι μεσοπρόθεσμα ένα υφεσιακό σοκ θα αναγκάσει τις άλλες χώρες να προσέλθουν ταχύτερα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Το ουσιώδες αντικείμενο της διαπραγμάτευσης είναι η εξασθένηση του δολαρίου μέσω συντονισμένων παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών οι οποίες δεν θα οδηγήσουν, ωστόσο, στην αύξηση – αλλά στη μείωση - του κόστους δανεισμού των ΗΠΑ και στη διακινδύνευση της ηγεμονικής θέσης του δολαρίου.  Η σκέψη είναι ο εξαναγκασμός των κεντρικών τραπεζών να ανταλλάξουν ένα μέρος των ομολόγων που διακρατούν με 100ετή ομόλογα χωρίς πληρωμές τοκομεριδίων – που ισοδυναμεί με αναδιάρθρωση του χρέους - είτε και η εφαρμογή «τελών χρήσης» για τη διακράτηση χρέους των ΗΠΑ – δηλ. μείωση των τοκομεριδίων -  υπό την απειλή των δασμών και της εξώθησής τους από την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ. 

Στον νέο οικονομικό και γεωπολιτικό σχηματισμό που προσπαθούν να επιβάλουν οι ΗΠΑ τα ευρωπαϊκά εμπορικά πλεονάσματα δεν είναι ανεκτά.  Η ευρωπαϊκή συζήτηση για την στρατιωτική ανεξαρτησία είναι απαραίτητο να συνοδευτεί από την κρίσιμη συζήτηση για την οικονομική ανεξαρτησία – κυρίως της Γερμανίας - από το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ.  Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα μπορέσει η Ευρώπη να δημιουργήσει ένα επαρκές επενδυτικό όχημα ικανό να μετατρέψει την τεράστια αργούσα ρευστότητα στις χρηματοπιστωτικές της αγορές σε παραγωγικές επενδύσεις.

(*) Ο Ηλίας Κικίλιας είναι οικονομολόγος, Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ

 

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!