Έχει αρχίσει – για μιαν ακόμη φορά – να ανοίγει κάτι σαν δημόσια συζήτηση με αντικείμενο τη βιομηχανία στην Ελλάδα, όχι όμως με την παλιότερη γενικόλογη προσέγγιση στα πράγματα, αλλά με στροφή προς το συγκεκριμένο. Παράδειγμα: Στη δημοσκόπηση ευρέος φάσματος της Metron Analysis για την πρόσφατη συζήτηση του e-Κyklos για «Ευρώπη, Ελλάδα και καταιγισμό των νέων προκλήσεων» ένα απροσδόκητο 71% των ερωτηθέντων επέλεξε την ενίσχυση της βιομηχανίας/της μεταποίησης ως προτεραιότητα επιλογών οικονομικής πολιτικής, αντί της έμφασης στον τριτογενή τομέα/τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού.
Πέρα απ’ αυτό άλλωστε, είναι και ευρύτερη μια επαναφορά της έμφασης στη βιομηχανία όπου έχει διεκδικήσει την προσοχή – για παράδειγμα – ακόμη και στην ευρωπαϊκή συζήτηση όπου είχαν πρυτανεύσει άλλες προσεγγίσεις, όπως της καινοτομίας στον τριτογενή τομέα μέσα από την έμφαση στην ψηφιακή οικονομία, ή πάλι της στροφής προς μια οικολογική λογική/«πρασίνισμα» που δύσκολα ήταν συμβατή με την μεταποιητική λειτουργία. Με την ίδια την έννοια της βιομηχανικής πολιτικής, που παλιότερα είχε γνωρίσει ένα είδος έκλειψης υπέρ των οριζόντιων προσεγγίσεων, να κάνει την επαναφορά της.
Πλην όμως, η όποια αναφορά στη θετική πρόσληψη της βιομηχανικής δραστηριότητας αποκτά ουσία και λειτουργικό περιεχόμενο μόνον άμα συνοδεύεται (α) από επισημάνσεις των αδυναμιών που συνεχίζουν να τη χαρακτηρίζουν και (β) από προτάσεις βελτίωσης των πραγμάτων, ώστε να αποκτά η συζήτηση προοπτική. Ειδικά λοιπόν η συλλογική αυτή μελέτη ομάδας υπό τον βετεράνο Γιάννη Καλογήρου (που έτρεξε επί χρόνια τη Μονάδα Καινοτομίας – Επιχειρηματικότητας του ΕΜΠ) και με συμμετοχή πανεπιστημιακών και ερευνητών από το ΟΠΑ, το ΠαΠει και την ΤτΕ, ιχνηλατεί και αναλύει εκείνα τα στοιχεία που λειτουργούν ανασχετικά στην ανάπτυξη της βιομηχανίας υπό ελληνικές συνθήκες.
Με τη χρήση τεχνικών αναλυτικών εργαλείων, καταγράφεται/αναδεικνύεται πώς στοιχεία όπως η αναντιστοιχία δεξιοτήτων με τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας τραυματίζουν την παραγωγικότητα της εργασίας. πώς οι διοικητικές δομές κι ακόμη περισσότερο οι εφαρμοζόμενες διοικητικές πρακτικές λειτουργούν ανασχετικά πώς, τέλος, η υστέρηση στην υιοθέτηση τεχνολογιών και στη μετάβαση σε ανώτερα επίπεδα καινοτομίας στρέφει σε αντίθετη κατεύθυνση την αρχή ότι «η καινοτομία είναι ο βασικός παράγοντας πίσω από την μακροπρόθεσμη οικονομική ανάδειξη».
Όμως, ακόμη περισσότερο κι από την ανάλυση των Ανυφαντάκη – Δελλή – Καλογήρου – Καραδημητρόπουλου – Πετρουλάκη, οι διεξοδικές προτάσεις τους για αντιμετώπιση των αδύναμων κρίκων /missing links είναι εκείνες που αξίζουν να κρατήσουν την προσοχή. Δηλαδή η διατύπωση «μιας βιομηχανικής πολιτικής […] ώστε να αναδειχθεί ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, το οποίο θα υπερβαίνει τον ανταγωνισμό μέσα από την συμπίεση των μισθών [και] θα στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας».
Έτσι, ενδεικτικά στο καίριο πεδίο της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων με τις θέσεις εργασίας που προσφέρονται, επαναφέρεται μεν η γνώριμη πρόταση για συνεργατικά σχήματα μεταξύ πανεπιστημίου και βιομηχανίας, αλλά προστίθενται και προτάσεις για «προώθηση φοιτητικών δικτύων» με δίκτυα εθελοντών όπου «ομάδες φοιτητών [θα] ασχολούνται με την επίλυση θεμάτων σχετικών με τις σπουδές τους», καθώς και για «διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στα επίσημα και τα ανεπίσημα προγράμματα σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια», ή πάλι αντίστοιχης ισορροπίας ανάμεσα σε τυπική εκπαίδευση, την πρακτική άσκηση εντός επιχείρησης και στη δια βίου μάθηση.
Στις διοικητικές πρακτικές, πάλι, προτάσσεται – το και δυσκολότερο… – η αναφορά σε «αλλαγή της επιχειρηματικής κουλτούρας», αλλά με προσθήκη της (σοβαρής) αντιμετώπισης του προβλήματος διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις αλλά και της προώθησης «κοινοπραξιών και άλλων μορφών συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων με πιο επαγγελματική διοίκηση και παραδοσιακών/οικογενειακών μονάδων» ως πρακτικής μορφής βελτίωσης των πρακτικών.
Όσο για τη σειρά από προτάσεις για προώθηση της καινοτομίας και υιοθέτηση τεχνολογίας, δίπλα σε αναφορές όπως της ενθάρρυνσης/επιτάχυνσης μετάβασης προς την 4η βιομηχανική επανάσταση, της ενδυνάμωσης των εγχώριων αλυσίδων αξίας και της αναβάθμισης της συμμετοχής στις παγκόσμιες αλυσίδες, θα συναντήσει κανείς την καίρια επισήμανση της σημασίας μιας bottom-up μεταφοράς τεχνολογίας (με πρόταση μάλιστα μεταφοράς ελβετικού μοντέλου) που παραπέμπει και στις παλαιότερες λειτουργίες της ελληνικής μεταποίησης, ή πάλι τη δημιουργία περιφερειακών και εταιρικών συστημάτων/κόμβων καινοτομίας.
Ζητούμενο, βέβαια, παραμένει η μετάβαση από την επισήμανση στην εφαρμογή…