Η ψυχολογία των καταναλωτών συνεχίζει να επιδρά αρνητικά στην δυναμική της οικονομίας, παρά την, εδώ και καιρό αναμενόμενη, αύξηση του κατώτατου μισθού. Τον Μάρτιο ο δείκτης κλίματος της Eurostat για το σύνολο της οικονομίας ενισχύθηκε στις 107,7 μονάδες (106,9 τον Φεβρουάριο), με τους επιμέρους δείκτες σε βιομηχανία και κατασκευές να κερδίζουν έδαφος. Αντιθέτως, η βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Φεβρουάριο αποδείχθηκε πρόσκαιρη, καθώς τον Μάρτιο επέστρεψε στις -43,7 μονάδες όπου βρισκόταν τον Ιανουάριο. Ως αποτέλεσμα ο δείκτης κλίματος στο λιανεμπόριο κινήθηκε πτωτικά. Πρόσφατα το ΙΟΒΕ παρατηρούσε ότι τα νοικοκυριά παραμένουν απαισιόδοξα, εξαιτίας του συνδυασμού υψηλών τιμών και χαμηλών εισοδημάτων.
Ο Κ. Χατζηδάκης σε συνέντευξή του το Σαββατοκύριακο επεσήμανε ότι σωρευτικά από το 2019 η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι σχεδόν διπλάσια του πληθωρισμού (35,4% έναντι 18,1%). Πλην όμως παραδέχτηκε ότι η αύξηση τιμών είναι μεγαλύτερη σε επιμέρους κατηγορίες, όπως τα τρόφιμα. Σημαντικές ανατιμήσεις επηρέασαν την προηγούμενη πενταετία και άλλες βασικές δαπάνες (ενοίκια, ηλεκτρικό, θέρμανση), ερμηνεύοντας την αίσθηση ακρίβειας, κυρίως μεταξύ των ασθενέστερων εισοδηματικά.
Υστέρηση στην ΕΕ
Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός, σε χθεσινή του ανάρτηση υπογράμμισε ότι η Ελλάδα είναι 13η μεταξύ των 22 χωρών της ΕΕ που διαθέτουν κατώτατο μισθό. Πλην όμως αυτή η βελτίωση δεν αντανακλάται και στους υψηλότερους μισθούς. Ως αποτέλεσμα, το 2024 το μέσο ωρομίσθιο στον ιδιωτικό τομέα ήταν 13,3 ευρώ, δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά τη Λετονία. Η κατάσταση επιδεινώθηκε σε σχέση με το 2020, όταν χαμηλότερα ωρομίσθια είχαν επίσης Λιθουανία, Κροατία, Σλοβακία και Εσθονία.
Λαμβάνοντας υπόψη και το επίπεδο των τιμών, το κατά κεφαλή ΑΕΠ αντιστοιχούσε πέρσι στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ, ήταν το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη και δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ. Ακόμα και η τελευταία Βουλγαρία, σημείωσε την προηγούμενη πενταετία ταχύτερη σύγκλιση (από 55% σε 66%) της Ελλάδας (από 66% σε 70%).
Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, την οποία προωθεί και πρόσφατη κοινοτική οδηγία, θα συμβάλει στη γενικότερη άνοδο των μισθών. Το ερώτημα είναι κατά πόσο τα συνδικάτα έχουν τη δύναμη να διεκδικήσουν σημαντικές αυξήσεις και ποιο ύψος αντέχει η οικονομία.
Υστέρηση Δημοσίου
Η μισθολογική υστέρηση είναι μεγαλύτερη στο Δημόσιο. Το δ’ τρίμηνο του 2024 οι μισθοί στη δημόσια διοίκηση ήταν 2% χαμηλότεροι του 2020 και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μόλις 2,8% υψηλότεροι. Στην Υγεία ήταν χαμηλότεροι 5,1% και στην Παιδεία υψηλότεροι 10,7%. Αντίθετα στον ιδιωτικό τομέα ήταν 30,5% υψηλότεροι.
Στην ανάρτησή του ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι οι αυξήσεις μισθών που δόθηκαν από το 2023 έχουν καλύψει την απώλεια του 13ου μισθού, ενώ εκείνες που θα ακολουθήσουν θα καλύψουν τον 14ο μισθό. Επί της ουσίας, δηλαδή, συμφωνεί ότι θα χρειαστεί να ολοκληρωθεί η τετραετία για να επιστρέψουν οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων στα προ 15ετίας επίπεδα.
Στην τελευταία τριμηνιαία του έκθεση, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προειδοποιεί ότι μεγαλύτερες αυξήσεις θα οδηγήσουν σε νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κίνδυνο που επισημαίνει και ο διοικητής της ΤτΕ, που επιπλέον αμφισβητεί κατά πόσο είναι κοινωνικά δίκαιη πολιτική να αξιοποιούνται τα δημοσιονομικά περιθώρια αποκλειστικά για οριζόντιες αυξήσεις στο Δημόσιο.
Εκείνοι που θα δουν νωρίτερα να αποκαθίστανται τα εισοδήματά τους είναι οι στρατιωτικοί. Όπως εξήγησε ο πρωθυπουργός αυτό είναι εφικτό και χάρη στην ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για αμυντικές δαπάνες. Δυστυχώς στην πανδημία δεν υπήρξε αντίστοιχη πρόβλεψη για τους γιατρούς…