ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Ώρα για βιομηχανική αμυντική πολιτική

Η ευρωπαϊκή άμυνα επιδοτείται από τις ΗΠΑ, μέσω του ΝΑΤΟ, από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η προφανής ειδοποίηση ότι η επιδότηση θα τελειώσει καθώς και η γενικότερη αποδυνάμωση των σχέσεων με την Αμερική, σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να ενισχύσει γρήγορα τις δυνατότητες της  να προστατεύει τα σύνορα και τους πολίτες της, και να προβάλει διεθνώς την ισχύ της. Φαίνεται, από τις πρόσφατες αντιδράσεις και τη γρήγορη ανακοίνωση της πολιτικής ReArm, ότι έχει αρχίσει να κατανοεί την ανάγκη για τεκτονικές αλλαγές με ταχύ ρυθμό, και είναι ενδιαφέρουσα η διαφαινόμενη σύγκλιση της Βρετανίας σε μια κοινή ευρωπαϊκή αμυντική αντίληψη, με πολύ μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ευρωπαϊκή άμυνα είναι αδύναμη και κατώτερη των περιστάσεων. Η ReArm επικεντρώνεται κυρίως στη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών και προβλέπει κονδύλια 800 δισ. ευρώ για τα τέσσερα επόμενα χρόνια, με  650 δισ. από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες θα αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους στο 2% του ΑΕΠ, και 150 δισ. ευρώ με δάνεια από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Προϋποθέσεις για την ανάπτυξη στη συνέχεια μιας πραγματικά ισχυρής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής αποτελούν η ύπαρξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και ενιαίου αμυντικού δόγματος, η  μείωση της τεχνικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, η  συρρίκνωση του αριθμού των στρατιωτικών πλατφορμών, η αύξηση των μεγεθών στην αμυντική βιομηχανία, οι κοινές προμήθειες και η συντονισμένη στρατιωτική Ε&Α.

Η νέα αρχιτεκτονική του αμυντικού τομέα θα στηριχθεί αρχικά σε πολλές από τις υπάρχουσες δυνατότητες. Αυτές περιλαμβάνουν μέρος του σημερινού στρατιωτικού υλικού και λογισμικού αλλά και υποχρησιμοποιούμενες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η ταχεία αναβάθμιση των σημερινών δυνατοτήτων είναι υψίστης σημασίας για την γρήγορη ενίσχυση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων της Ευρώπης, την αναμόρφωση και δικτύωση της αμυντικής βιομηχανίας και για την απεξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Μπροστά στην αναδυόμενη ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική η Ελλάδα πρέπει να τοποθετηθεί γρήγορα και δημιουργικά, συνεισφέροντας στη διαμόρφωση της με έμφαση στη βιομηχανία. Το σημείο εκκίνησης για την ελληνική αμυντική παραγωγή είναι διπλό. Από τη μία πλευρά, οι επί μακρόν εγκαταλελειμμένες κρατικές αμυντικές βιομηχανίες ελαφρών όπλων, πυρομαχικών, αεροναυπηγικής και στρατιωτικών οχημάτων είναι ουραγοί και εκτός των διεθνών αγορών. Από την άλλη, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη ναυπηγική βιομηχανία, τις μεταλλικές κατασκευές, τα συστήματα απεικόνισης, τα ηλεκτρονικά και τις μπαταρίες είναι διεθνώς ανταγωνιστικές παρά το σχετικά μικρό τους μέγεθος.

Πέρα από την εισροή ικανών ευρωπαϊκών, δημοσίων και ιδιωτικών κεφαλαίων για να μεγαλώσει, αναβαθμιστεί και προσαρμοστεί η αμυντική βιομηχανική βάση, χρειάζονται νέες οργανωτικές δομές, συστήματα και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό για να εξυπηρετηθούν οι αυξημένες απαιτήσεις. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι ικανότητες ανάπτυξης και το δυναμικό παραγωγής είναι κατανεμημένα σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, είναι αναγκαίος ένας συντονιστικός μηχανισμός που θα διευκολύνει τη διασύνδεση με τα υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκά δίκτυα και τις συνεργασίες στην Ε&Α. Αποτελεί βασική σχεδιαστική παραδοχή ότι με την αποτελεσματική εφαρμογή μιας τέτοιας συνολικής πολιτικής, οι ελληνικές αμυντικές επιχειρήσεις θα μεγαλώσουν, θα γίνουν τμήμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και θα είναι κερδοφόρες.

Οι επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία  θα προσθέσουν στην οικονομική μεγέθυνση της χώρας και θα βοηθήσουν στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, στη βελτίωση της παραγωγικότητας και στην τροφοδότηση της καινοτομίας, ενώ η πλατιά γεωγραφική κατανομή τους θα ενισχύσει την περιφερειακή ανάπτυξη. Η αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων θα δώσει το έναυσμα για την δημιουργία clusters μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα δρουν ως υπεργολάβοι των μεγαλύτερων, ενισχύοντας την συνολική βιομηχανική βάση. Τέλος, η αναβάθμιση της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας θα συμβάλει  στη μεταβολή των ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως έδειξε το παράδειγμα της Τουρκίας.

Οι καιροί απαιτούν εκτεταμένες αλλαγές,  εξάλειψη στρεβλώσεων και κενών, και συντονισμό για την ενδυνάμωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ευρώπης. Σε αυτήν τη λογική, η Ελλάδα οφείλει να ενίσχυση τη παρουσία της σε όλες τις διαστάσεις της νέας αμυντικής πολιτικής και ιδιαίτερα με μεγάλες επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία. Με τον τρόπο αυτό, πλέον της ενίσχυσης της άμυνας της χώρας, θα τροφοδοτηθεί η οικονομική ανάπτυξη, θα μεγαλώσει και ωριμάσει η ελληνική βιομηχανία και θα διευρυνθεί ο γεωστρατηγικός ρόλος της χώρας.

(*) Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων

 

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!