Μια χορωδία οικονομικών αναλυτών προειδοποίησε τις τελευταίες ημέρες ότι οι κίνδυνοι της ύφεσης στην αμερικανική οικονομία αυξάνονται.
Η Goldman Sachs αύξησε τις πιθανότητες μιας ύφεσης από το 15% στο 20%, χαρακτηρίζοντας τις αλλαγές πολιτικής ως «τον βασικό κίνδυνο» για την οικονομία, με την υποσημείωση ότι ο Λευκός Οίκος εξακολουθεί να έχει «τη δυνατότητα να υποχωρήσει εάν οι καθοδικοί κίνδυνοι αρχίσουν να φαίνονται πιο σοβαροί». Μια έκθεση της JP Morgan ανέβασε την πιθανότητα ύφεσης στο 40%, από 30% στις αρχές του έτους. Και ο Mark Zandi, επικεφαλής οικονομολόγος της Moody's Analytics, ανέβασε τις πιθανότητες από 15% σε 35%, εξαιτίας των δασμών.
Αυτές οι προβλέψεις συμπίπτουν χρονικά με το γεγονός ότι ο S&P 500, ο οποίος παρακολουθεί 500 από τις μεγαλύτερες εταιρείες στις ΗΠΑ, βυθίστηκε απότομα κι έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδό του από τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Η αναταραχή στην αγορά οφείλεται εν μέρει στις ανησυχίες σχετικά με τους νέους δασμούς τους οποίους έχει εισάγει ο Τραμπ και οι αναλυτές πιστεύουν ότι θα αυξήσουν τις τιμές και θα περιορίσουν την ανάπτυξη. Ωστόσο, τα τελευταία επίσημα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ έδειξαν ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών υποχώρησε τον Φεβρουάριο, ήταν 2,8% τους 12 μήνες έως τον Φεβρουάριο, από 3% τον Ιανουάριο. Παρόλα αυτά, ο Τραμπ και οι οικονομικοί του σύμβουλοι προειδοποιούν το κοινό να είναι προετοιμασμένο για κάποιο οικονομικό πόνο, ενώ φαίνεται να απορρίπτουν τις ανησυχίες της αγοράς - μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με την πρώτη του θητεία, όταν συχνά αναφερόταν στο Χρηματιστήριο ως μέτρο της δικής του επιτυχίας.
Για πολλές επιχειρήσεις, το μεγαλύτερο ερωτηματικό είναι οι δασμοί, οι οποίοι αυξάνουν το κόστος για τις αμερικανικές επιχειρήσεις θέτοντας φόρους στις εισαγωγές. Καθώς ο Τραμπ αποκαλύπτει τα σχέδια για τους δασμούς, πολλές εταιρείες αντιμετωπίζουν πλέον χαμηλότερα περιθώρια κέρδους, ενώ αναβάλλουν τις επενδύσεις και τις προσλήψεις, καθώς προσπαθούν να καταλάβουν πώς θα είναι το μέλλον. Οι επενδυτές ανησυχούν επίσης για μεγάλες περικοπές στο κυβερνητικό εργατικό δυναμικό και τις κρατικές δαπάνες.
Η αμερικανική οικονομία βρισκόταν ήδη σε επιβράδυνση, εν μέρει σχεδιασμένα, από την κεντρική τράπεζα, η οποία διατήρησε τα επιτόκια υψηλότερα για να συγκρατήσει την οικονομική δραστηριότητα και, μαζί, τις τιμές. Τις τελευταίες εβδομάδες, ορισμένα στοιχεία υποδηλώνουν ταχύτερη εξασθένηση της οικονομίας. Οι λιανικές πωλήσεις μειώθηκαν τον Φεβρουάριο και η εμπιστοσύνη - η οποία είχε εκτοξευθεί μετά την εκλογή του Τραμπ- έχει μειωθεί. Επίσης, ορισμένοι αναλυτές ανησυχούν ότι η πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς θα μπορούσε να προκαλέσει περαιτέρω περιορισμό των δαπανών, ιδίως μεταξύ των νοικοκυριών με υψηλότερο εισόδημα, όπερ θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικό πλήγμα στην αμερικανική οικονομία, η οποία κινείται από τις καταναλωτικές δαπάνες κι εξαρτάται όλο και περισσότερο από αυτά τα πλουσιότερα νοικοκυριά.