Σε ομαλές συνθήκες, οι συνήθεις αντιρρήσεις στην ιδέα του κοινού δανεισμού, στην έκδοση ενός ευρωπαϊκού ομολόγου, παρεμποδίζουν μεν την περαιτέρω ολοκλήρωση της Ένωσης, ωστόσο έχουν μια κάποια λογική. Τί γίνεται, όμως, σε έκτακτες συνθήκες; Στην περίπτωση της covid-19 οι αντιρρήσεις κάμφθηκαν, δημιουργήθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με λεφτά που δανείστηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τις αγορές και τα κατένειμε στα κράτη μέλη, κυρίως με τη μορφή δωρεάν επιχορηγήσεων. Κατ’ αναλογία, για την αντιμετώπιση μιας μεγάλης, νέας εξωτερικής απειλής, ο κοινός δανεισμός και η κατανομή του προϊόντος του στα κράτη μέλη, θα ήταν ο πρόσφορος τρόπος για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας. Αμ δε…
Η πρόταση της Κομισιόν, που καταρχήν συμφωνήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προβλέπει ότι η ενίσχυση της (κοινής) άμυνας θα γίνει με νέο (κατά μόνας) δανεισμό των κρατών, ίσως και με μεταφορά κεφαλαίων από τη Συνοχή στην Άμυνα. Ένα μέρος των δανείων, 150 δισ. ευρώ, τα κράτη μέλη θα τα πάρουν με χαμηλό επιτόκιο από το ειδικό Ταμείο που θα δημιουργηθεί. Και άλλα 650 δισ. ευρώ, θα πρέπει να τα βρουν μόνα τους, βγαίνοντας στις αγορές. Υπολογίζεται ότι έτσι θα συγκεντρωθούν συνολικά 800 δισ. ευρώ. Για να διευκολυνθούν, μάλιστα, τα κράτη να δανειστούν, θα θεσπιστεί μια «ρήτρα διαφυγής»: Η Κομισιόν δεν θα προσμετρά αυτά τα δάνεια στον προσδιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος, Τί σημαίνουν αυτά;
Πρώτον, για τη συνοχή: Οι δαπάνες συνοχής, πρακτικά, έχουν περιοριστεί στην αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων μόνο, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι μια διευρυμένη πολιτική συνοχής, που θα καταπολεμά τις κοινωνικές ανισότητες και θα δημιουργεί στους Ευρωπαίους την αίσθηση ότι είναι μέλη μιας μεγάλης κοινότητας με κοινά προβλήματα και κοινό μέλλον. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να αυξηθούν οι δαπάνες συνοχής –όχι να μειωθούν. Δεύτερον, για τα δάνεια: Είτε τα προσμετρά η Κομισιόν είτε όχι, το σίγουρο είναι ότι τα προσμετρούν οι αγορές για να προσδιορίσουν το επιτόκιο. Ειδικά τα υπερχρεωμένα κράτη «διευκολύνονται» να αυξήσουν το χρέος τους υπέρμετρα, και τις δαπάνες εξυπηρέτησής του ακόμη περισσότερο.
Ποια θα ήταν μια εναλλακτική για την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Για να εξουδετερωθεί η άμεση επίδραση της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών στις δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να προχωρήσει σε κοινό δανεισμό για την άμυνα, που θα τον απέδιδε στα κράτη με τη μορφή κυρίως των δωρεάν επιχορηγήσεων -όπως έκανε στην πανδημία. Καθότι για να οικοδομηθεί μια αποτελεσματική άμυνα δεν αρκεί η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος, χρειάζεται και η ενίσχυση της συνοχής των ευρωπαϊκών κοινωνιών, να σταθούν όρθιες και ενωμένες. Αν η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών γίνει σε βάρος των πολιτικών συνοχής, με ακραία επιβάρυνση υπερχρεωμένων κρατών, εξουθένωση ευρωπαϊκών κοινωνιών και δημιουργία προϋποθέσεων για επέλαση της ακροδεξιάς, η Ευρώπη μάλλον εικονικά θωρακίζεται.
Και, μέσα σε αυτή τη μεγάλη εικόνα, πού στέκεται η Ελλάδα; Θα μας συνέφερε η έκδοση ενός Ευρωομολόγου για την Άμυνα.
Αντί αυτό να επιδιώξει στα σοβαρά, η κυβέρνηση παραδόξως διεκδικεί την πατρότητα της «ρήτρας διαφυγής», μιας ιδέας που υπηρετεί τα ισχυρά κράτη, που έχουν περιθώρια να δανειστούν και, μάλιστα, φτηνά –γι’ αυτό είναι ένθερμος οπαδός της ο Φρ. Μερτς. Αλλ’ αφού η Ελλάδα έχει ήδη υψηλές αμυντικές δαπάνες χωρίς (χάρη στην επιμονή του Κωστή Χατζηδάκη) να της ξεφεύγει το έλλειμμα, γιατί η κυβέρνηση τόσο μαχητικά επιδιώκει να μην υπολογίζονται οι στρατιωτικές δαπάνες σε αυτό; Υποψιάζομαι ότι το κάνει για να συνεχιστεί αυτό που γίνεται επί έξι χρόνια, να μοιράζονται λεφτά με πελατειακά κριτήρια. Αν ισχύσει η «ρήτρα διαφυγής» για όλα τα κράτη, αμέσως αμέσως θα μπορέσει να διανείμει 1 δισ. ευρώ φέτος -όσα περίπου είναι η δαπάνη για την πρώτη φρεγάτα Belharra. Κι έρχονται κι εκλογές…