ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Με αδύναμο σκαρί, σε φουρτουνιασμένη θάλασσα

Καθώς γιορτάζαμε πέρυσι, από συνέδριο σε συνέδριο, τα 50χρονα της δημοκρατίας, οι συζητήσεις  φαινόταν να συμπίπτουν σε μια κοινή και αισιόδοξη παραδοχή, πως υπάρχουν δύο μεγάλα «κεκτημένα της μεταπολίτευσης». Η αντοχή των δημοκρατικών θεσμών, πρωτοφανής στην νεότερη ιστορία μας, το ένα. Η ευρύτατη, και εξίσου πρωτοφανής, συναίνεση γύρω από τα μεγάλα της εξωτερικής πολιτικής, το δεύτερο. Μα πριν ο απόηχος των συζητήσεων σβήσει, να που βρισκόμαστε τώρα σε μια κατάσταση όπου τα «κεκτημένα» τίθενται εν αμφιβόλω ξανά.

Η Ελλάδα είχε πληρώσει την οικονομική κρίση- στην οποία παραδόθηκε ανοχύρωτη και απροετοίμαστη, με βαριά ευθύνη του πολιτικού κόσμου- πιο ακριβά και για περισσότερο χρόνο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο σε καιρό ειρήνης. Αλλά η δημοκρατία της είχε αντέξει. Και έμοιαζε να βγαίνει από την περιπέτειά της με ισχυρότερη νομιμοποίηση. Η αξιοπιστία της ενισχύθηκε μάλιστα καθώς η αντιμετώπιση της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης, φαινόταν να επιβεβαιώνει την ικανότητά της να διαχειρίζεται αποτελεσματικά μεγάλα προβλήματα.

Πώς βρεθήκαμε, λοιπόν, τόσο γρήγορα εμπρός σε μια τόσο βαθιά και εμπεδωμένη κρίση εμπιστοσύνης, όχι μόνον απέναντι στην κυβέρνηση αλλά- αν οι δημοσκοπήσεις λένε την αλήθεια- και έναντι όλων των «συστημικών» (δηλαδή όσων έχουν διαχειριστεί κυβερνητική εξουσία) κομμάτων; Και πώς έφτασε αυτή η κρίση να αγγίζει τον πυρήνα των θεσμών της δημοκρατίας, την δικαιοσύνη προπάντων; Ποιος και πώς μπορεί να ανατάξει την βλάβη πριν αυτή καταστεί ανήκεστος;

Σε αυτήν την πρώτη έκπληξη προστίθεται μία δεύτερη. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης έδειχνε να έχει αφήσει πίσω της τον εκ γενετής ταυτοτικό διχασμό- Ανατολή ή Δύση;- που ήταν το λάιτ μοτίφ της νεότερης ιστορίας. Η χώρα είχε ζήσει έναν εθνικό διχασμό πρώτα, έναν εμφύλιο κατόπιν,  με ανοιχτό και τις δύο φορές το διακύβευμα με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε σε έναν ταραγμένο, εμπόλεμο κόσμο. Και φαινόταν να έχει πια κατακτήσει, ιδίως μετά την περιπέτεια του 2015, μια ευρύτατη συναίνεση, πολιτικά και κοινωνικά, ως προς τον στρατηγικό της προσανατολισμό. Ως προς το ανήκειν στο δυτικό, ευρωπαϊκό πλαίσιο. Μα τώρα που το πλαίσιο αυτό τρίζει και αποσυντίθεται, τώρα που οι γραμμές θολώνουν και το ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός έχει πάψει να είναι δεδομένο, τώρα που όλες οι σταθερές των τελευταίων δεκαετιών πάνω στις οποίες στηριζόταν μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας κλονίζονται, πώς και με ποιους θα οικοδομηθεί μια νέα στρατηγική; Μια νέα συναίνεση;

Το κακό είναι ότι αυτές οι μεγάλες ανατροπές και τα νέα μεγάλα διλήμματα έρχονται να μας βρουν σε μια στιγμή πολιτικής αδυναμίας. Η κρίση εμπιστοσύνης βαθαίνει. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει εξαντλήσει προωθητική δύναμη, μεταρρυθμιστική διάθεση και αποτελεσματικότητα και μαζί την ικανότητά της να συνομιλεί με ένα κρίσιμο τμήμα του κοινωνικού ακροατηρίου. Η αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει ακόμη να συγκροτηθεί σε πειστική και ώριμη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Και εκείνη η πολυσυζητημένη «ανισορροπία» του πολιτικού συστήματος παίρνει νέα χαρακτηριστικά. Δεν είναι πια μια ανισορροπία ανάμεσα σε μια κυρίαρχη πολιτική δύναμη που κυβερνά και μια διάσπαρτη και αδύναμη αντιπολίτευση απέναντί της. Μα ανάμεσα σε μια αποκαρδιωμένη κυβερνητική πλειοψηφία και μια αντιπολίτευση σε ατελή ανασυγκρότηση, από τη μια. Και μια διάχυτη, έκκεντρη «αντί-συστημικότητα», που προσπαθεί να αξιοποιήσει τον Τραμπικό άνεμο στα πανιά της και ψάχνει πολιτική κοίτη και εκφραστή, από την άλλη.

Για την κατάσταση αυτή, η αντιπολίτευση έχει, βέβαια, την ευθύνη της αδυναμίας της. Μα η μεγάλη ευθύνη για την τόσο γρήγορη μετάβαση της χώρας στην επικράτεια της δυσπιστίας και της απονομιμοποίησης αναλογεί στην κυβέρνηση. Το κακό, όπως συμβαίνει συνήθως στις δεύτερες τετραετίες, άρχισε από την επομένη της εκλογικής νίκης το 2023. Μια πρώτη προειδοποίηση της είχε δοθεί, λίγους μήνες αργότερα, στον δεύτερο γύρο των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, όταν μετά την αμετροεπή θριαμβολογία για την «γαλάζια Ελλάδα» του πρώτου γύρου, οι κυβερνητικοί υποψήφιοι αποδοκιμάστηκαν σχεδόν παντού. Ήταν σαν το εκλογικό σώμα να έστελνε ένα μήνυμα στην κυβέρνηση: μην θεωρείτε το 41% λευκή επιταγή, μην το χρησιμοποιείτε ως άλλοθι, ακόμη λιγότερο ως σφουγγάρι που σβήνει λάθη και αμαρτίες, μην μας αντιμετωπίζετε με αλαζονεία. Το μήνυμα επανελήφθη, αυστηρότερο, στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου. Αγνοήθηκε ξανά.  Και μια ελαφρά δημοσκοπική ανάκαμψη στα τέλη του 2024, θεωρήθηκε πως κλείνει τα παλιά βιβλία και ανοίγει έναν ήσυχο δρόμο ως τις επόμενες εκλογές.

Ίσως γι’ αυτό, το ξάφνιασμα από τις πρώτες μεγάλες κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, στα τέλη Ιανουαρίου, ήταν τόσο μεγάλο. Ίσως γι’ αυτό, η αντίδραση παραμένει αμήχανη και παραζαλισμένη, απέναντι σε μια αλλαγή κλίματος, που ήταν μεν ξαφνική και ραγδαία, αλλά δεν ήταν δίχως προειδοποίηση. Η συζήτηση στην Βουλή επί της πρότασης δυσπιστίας θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία ανάταξης. Μα η κυβέρνηση την αξιοποίησε με την ψευδαίσθηση πως μια παράσταση πολωτικής αντιπαράθεσης με την αντιπολίτευση και μια προσπάθεια απαξίωσής της θα δρούσε συσπειρωτικά. Και η αντιπολίτευση ξοδεύτηκε περισσότερο σε έναν εσωτερικό της καταγγελτικό ανταγωνισμό.

Η δημοκρατική αποκατάσταση της ισορροπίας επείγει, αλλά γίνεται όλο και δυσκολότερη, σε ένα περιβάλλον μηδενικής εμπιστοσύνης. Ως τότε, θα συνεχίσουμε να πλέουμε στο πέλαγος της νέας διεθνούς ανασφάλειας με ένα πολιτικό σκαρί ατελούς ισορροπίας. Αυτή η ανισορροπία θα ήταν επικίνδυνη σε κάθε περίπτωση. Πολύ περισσότερο τώρα, που η αστάθεια και η αβεβαιότητα στο ευρύτερο και το εγγύτατο διεθνές περιβάλλον, επιβάλει να αναζητήσουμε νέες συντεταγμένες ασφάλειας για την Ελλάδα. Είναι μια συζήτηση που επείγει. Αλλά μοιάζει αδύνατο, στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, να καρποφορήσει. Ούτε καν να ξεκινήσει.

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!