Η «μικρή άσκηση πολιτικής αυτοψυχανάλυσης» με την οποία επέλεξε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να κλείσει αυτό το συνοπτικό βιβλίο-επίσκεψη στο φαινόμενο της προβληματικής εκπροσώπησης στα χρόνια κυριαρχίας της ισχύος και εμβάθυνσης των ανισοτήτων (είτε τα αναγάγει κανείς στον νεοφιλελευθερισμό που ξέφυγε, είτε στην παγκοσμιοποίηση που ξέσυρε), φέρνει στο προσκήνιο κάτι που έχει πολιτικό νόημα. Τολμούμε να πούμε… μεγαλύτερο πολιτικο νόημα από πολλές αναλύσεις της εποχής, όσον καλές κι αν είναι.
Τι εννοούμε; Ότι ξαναβλέπει ο Ευκλείδης το πώς – μια δεκαετία μετά την εποχή που ο ίδιος είχε γράψει βιβλίο «Για τις αξίες και της Αριστεράς» (στο ΘΕΜΕΛΙΟ) – οι πολιτικές εξελίξεις/η Ιστορία τον έφεραν όχι απλώς στα έδρανα της Βουλής, αλλά μετά την λαίλαπα Βαρουφάκη (ο χαρακτηρισμός δικός μας) και στην κεντρική διαχείριση των πραγμάτων. Και, αφού αναφερθεί στις «νεοφιλελεύθερες πολιτικές που μας επιβλήθηκαν και οι οποίες πιστεύαμε ότι δεν θα λειτουργούσαν – και, όπως αποδείχθηκε, είχαμε δίκιο», έρχεται να κάνει μια βαριά προσωπική κατάθεση: «Σε προσωπικό επίπεδο, το αίσθημα ότι πληγώσαμε πολλούς ανθρώπους, ότι δεν αξιοποιήσαμε στο έπακρο την «πρώτη ευκαιρία» [υποθέτει κανείς: Διακυβέρνησης της Αριστεράς), δεν με εγκατέλειψε ποτέ». Μικρή η παρηγοριά από τις ex post παραδοχές όχι μόνον της Άνγκελας Μέρκελ αλλά και του Γερούν Ντάϊσσελμπλουμ ότι «η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αντιμετωπισθεί πολύ σκληρά και άδικα».
Αλλά παρηγορητική και η διαπίστωση ότι η ΕΕ – υπό την πίεση της πανδημίας, κι αργότερα της ενεργειακής κρίσης – και την λατρεία της δημοσιονομικής λιτότητας παράκαμψε, και κοινό δανεισμό αποφάσισε (και μισο-υλοποίησε).
Πλην, αν έως εδώ ο Ευ. Τσακαλώτος το κουβάλησε «με πολύ ανθρώπινο αίσθημα της αδικίας», αν ακόμη περισσότερο αντιμετώπισε την «κριτική του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», δείχνει να τον ξεπερνάει «η κριτική από το δικό σου στρατόπεδο»: τα διάφορα (Πολακικά) «αποδεκατίσαμε την μεσαία τάξη» ή πάλι «δεν υπήρχε ανάγκη για ένα τόσο μεγάλο μαξιλάρι». Ακούγεται στενάχωρο, όταν αφήνει στο τραπέζι μιαν αντίληψη αμφιβολίας: «μπορείς να παραμείνεις πιστός στις αξίες σου μετά από έναν τέτοιο συμβιβασμό, ή αυτός σε αλλάζει σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο;»
Για να οργανώσει – για τον εαυτό του και για τον αναγνώστη – μια συνεκτική ανάγνωση της κατάστασης που πάει να διαμορφωθεί πλέον στην παγκόσμια οικονομία, για να δείξει ότι «υπάρχει εναλλακτική επιλογή» στηριζόμενη σε συλλογική προσέγγιση αντί του ατομικισμού (ο Τσακαλώτος ξεκινά με αναφορά σε … Κυριάκο Μητσοτάκη, να κηρύσσονται από βήματος της Βουλής : «είτε το θέλετε, είτε, όχι, η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου ο ατομικισμός κυριαρχεί […] εσείς οι αριστεροί μπορεί να ονειρεύεστε συλλογικές λύσεις, αλλά αυτές έχουν αποτύχει παντού»), το βιβλίο αυτό προσεγγίζει διαδοχικά:
Τις επιμέρους αναλύσεις του Τσακαλώτου μπορεί να τις βρει ο αναγνώστης – όχι αναγκαστικά της αριστερής όχθης, άλλωστε – λιγότερο ή περισσότερο πειστικές. Λιγότερο ή περισσότερο επαρκείς προκειμένου να προσεγγισθεί αναλυτικά ο «ζόρικος 21ος αιώνας», με τις μνήμες των κινημάτων του προηγούμενου αιώνα να αδυνατίζουν μέσα από την διαδοχή των κρίσεων/την πολυκρίση του τώρα, η οποία φέρνει πάλι στο κέντρο της σκηνής την διαβόητη προσέγγιση ΤΙΝΑ/There is No Alternative, της μονόδρομης σκέψης. Όμως η βασική κατάληξη προς την οποία οδηγείται η προσέγγισή του, δηλαδή η διαπίστωση του κενού/των κενών εκπροσώπησης που προκύπτουν στην αναζήτηση ενός βιώσιμου μέλλοντος, φέρνει στην επιφάνεια – ως κρίσιμη παράμετρο – την ανάγκη της λαϊκής συμμετοχής. Που έχει ατονήσει.
Εκεί κάπου/κάπως, η άσκηση πολιτικής αυτοψυχανάλυσης του Ευκλείδη σε κάνει να διερωτηθείς: Τί θα είχε προχωρήσει διαφορετικά αν η Αριστερά – πάντως η «πρώτη φορά Αριστερά» - είχε κατορθώσει να ανοιχτεί απολογιστικά με μια τέτοια διάθεση επεξήγησης προς τον (εν πολλοίς χαμένο) κόσμο της;