Το κουρδικό ζήτημα, μετά από δεκαετίες αιματηρής σύγκρουσης με το PKK, αναδεικνύεται ως θέμα υπαρξιακής σημασίας για την Τουρκία – μια κρίση που η έκβασή της μπορεί να αποτελέσει ιστορική καμπή για τη χώρα και την περιφερειακή της πολιτική. Το ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον – από τον πόλεμο στη Συρία μέχρι την κρίση στην Ουκρανία – αυξάνει την πίεση στην Άγκυρα να διασφαλίσει εσωτερική σταθερότητα. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Ερντογάν ακροβατεί μεταξύ σκληρού εθνικισμού και πιέσεων για εκδημοκρατισμό – ένα ριψοκίνδυνο πολιτικό παίγνιο που θυμίζει «ρωσική ρουλέτα».
Υπαρξιακό διακύβευμα και διεθνείς προεκτάσεις
Η ένοπλη αναμέτρηση με το PKK μαίνεται επί σχεδόν 40 χρόνια, με τεράστιο ανθρώπινο κόστος. Παράλληλα, το ανεπίλυτο κουρδικό επηρεάζει άμεσα την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας. Η κυβέρνηση έφτασε να καθυστερήσει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ απαιτώντας μέτρα κατά του PKK, ενώ οι επιχειρήσεις της εναντίον κουρδικών δυνάμεων στη Συρία έχουν οξύνει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ που υποστήριξαν τους Κούρδους εκεί. Η ΕΕ επίσης επικρίνει την υπέρμετρη καταστολή της κουρδικής αντιπολίτευσης ως αντίθετη προς το κράτος δικαίου . Η διαιώνιση αυτής της σύγκρουσης υπονομεύει τόσο την εσωτερική συνοχή όσο και τις διεθνείς συμμαχίες της Τουρκίας.
Ακροβασία Ερντογάν μεταξύ εθνικισμού και εκδημοκρατισμού
Στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Ταγίπ Ερντογάν προώθησε μεταρρυθμίσεις υπέρ των Κούρδων (υπό το κλίμα ευρωπαϊκής προοπτικής) και τόλμησε μια ειρηνευτική διαδικασία το 2013-2015 . Όμως μετά την κατάρρευση εκείνης της προσπάθειας το 2015, έκανε στροφή σε αδιάλλακτη εθνικιστική γραμμή, συμμαχώντας με το υπερεθνικιστικό MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Έκτοτε εξαπέλυσε εκτεταμένη καταστολή κατά του κουρδικού πολιτικού κινήματος: χιλιάδες στελέχη και υποστηρικτές του φιλοκουρδικού HDP συνελήφθησαν και πολλοί εκλεγμένοι Κούρδοι αξιωματούχοι καθαιρέθηκαν ή φυλακίστηκαν. Αυτή η αυταρχική στροφή εδραίωσε τη συνεργασία του με τους εθνικιστές, αλλά παράλληλα αποξένωσε τους Κούρδους και έπληξε τη δημοκρατική εικόνα της χώρας.
Πολιτική «ρωσικής ρουλέτας» και κίνδυνοι
Η διαχείριση του κουρδικού θυμίζει ρωσική ρουλέτα, καθώς κάθε κίνηση εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους. Το φθινόπωρο του 2024 φάνηκε μια αχτίδα ελπίδας όταν ο Μπαχτσελί, παρά τη σκληρή του φήμη, κάλεσε αιφνιδιαστικά τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτζαλάν, να κηρύξει τον τερματισμό του αντάρτικου με αντάλλαγμα πιθανή χάρη.
Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, μια βομβιστική επίθεση από προσκείμενη στο PKK οργάνωση στην Άγκυρα – με πέντε νεκρούς – παραλίγο να εκτροχιάσει την πρωτοβουλία εν τη γενέσει της. Η κυβέρνηση απάντησε με νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά κουρδικών στόχων και κύμα καταστολής, αλλά επέμεινε τελικά στην γραμμή της προσπάθειας επίλυσης του κουρδικού. Ωστόσο, το επεισόδιο αυτό κατέδειξε πως κάθε απόπειρα συμβιβασμού μπορεί να πυροδοτήσει σκληρές αντιδράσεις και νέο κύκλο βίας. Εν τέλει, ο Ερντογάν παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι όπου ένα λάθος μπορεί να επιδεινώσει δραματικά τόσο την εσωτερική ασφάλεια όσο και τις διεθνείς ισορροπίες της χώρας.
Προοπτικές
Μένει να φανεί αν η τουρκική ηγεσία θα τολμήσει ένα γενναίο συμβιβασμό ή θα μείνει προσκολλημένη στην αντίληψη της ότι το κουρδικό είναι μόνο θέμα εθνικής ασφάλειας και όχι εκδημοκρατισμού.
Στο αισιόδοξο σενάριο, θα μπορούσε να επιδιωχθεί ένας ιστορικός συμβιβασμός – π.χ. συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και αναγνώριση διευρυμένων δικαιωμάτων για τους Κούρδους, με αντάλλαγμα τον τερματισμό της ένοπλης δράσης. Μια τέτοια συμφωνία θα ενίσχυε την εσωτερική ειρήνη και το διεθνές κύρος της Τουρκίας.
Στον αντίποδα, αν η κυβέρνηση επιμείνει σε μια η σκληρή γραμμή ασφάλειας και το κουρδικό παραμείνει ανεπίλυτο, το τίμημα θα είναι μια διαρκής αστάθεια που θα υπονομεύει τη δημοκρατία και την οικονομία.
Όπως προειδοποιούν αναλυτές, χωρίς πολιτική λύση με τους Κούρδους δεν διαφαίνεται προοπτική πραγματικής σταθεροποίησης και προόδου. Εν τέλει, το κουρδικό λειτουργεί ως σημείο καμπής: ή θα δρομολογηθεί μια ιστορική λύση του, ή η χώρα θα μείνει εγκλωβισμένη στον ίδιο επικίνδυνο φαύλο κύκλο.