ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

FREE ΑΡΘΡΟ
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

Ελευθερία και Ευημερία στην Ελλάδα

  • 1.1. Η Εξέλιξη της Ελευθερίας

Στην έναρξη της κρίσης στην ευρωπαϊκή περιφέρεια—γύρω στο 2008—η Ελλάδα ήταν σημαντικά πιο ευημερούσα από ό,τι θα υποδείκνυε η ποιότητα των θεσμών της· η προστασία και νομική θωράκιση της ιδιοκτησίας, η αποτελεσματικότητα της διοίκησης, ο έλεγχος της διαφθοράς και η οικονομική ελευθερία ήταν πολύ χαμηλότερα σε σύγκριση με έθνη με παρόμοια κατά κεφαλήν εισοδήματα. Η απόκλιση μεταξύ ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) ανά κάτοικο και ποιότητας και αποτελεσματικότητας των θεσμών ήταν εμφανής σε όλες τις χώρες που επλήγησαν από την κρίση, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία· αλλά η διαφορά ήταν η μεγαλύτερη στην Ελλάδα. Δεδομένης της ισχυρής συσχέτισης μεταξύ θεσμών και ευημερίας, η αναντιστοιχία ανάπτυξης και θεσμικής ποιότητας/προστασίας θα ήταν μάλλον αδύνατον να διαρκέσει επ’ αόριστόν. Θα μπορούσε να διορθωθεί είτε με τη βελτίωση των θεσμών και την ενίσχυση της οικονομικής ελευθερίας, ως ένας τρόπος για να "κατοχυρωθεί" η ήδη επιτευχθείσα ανάπτυξη—είτε με την πτώση του εισοδήματος, της ευημερίας και του επιπέδου διαβίωσης. Δυστυχώς, συνέβη το δεύτερο, και μάλιστα με δραματικό και σκληρό για τους πολίτες, την κοινωνία και τις επιχειρήσεις τρόπο. Η διάρκεια, το μέγεθος και ο αντίκτυπος της κρίσης του 2008–16 ήταν δυσθεώρητοι. Η Ελλάδα έχασε το ένα τέταρτο της ετήσιας παραγωγής της, η ανεργία τριπλασιάστηκε, εκατοντάδες χιλιάδες ταλαντούχοι και με δεξιότητες Έλληνες μετανάστευσαν, το κράτος πρόνοιας κατέρρευσε και η φτώχεια έγινε εμφανής. Παρόλο που ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της περιόδου 2004–09 και η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας μετά το 2002 έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, η ελληνική οικονομική κρίση ήταν ουσιαστικά θεσμική. Και τα διπλά ελλείματα, δημοσιονομικό και εμπορικό, ήταν πρωτίστως απόρροια των αδύνατων θεσμών (και τις έλλειψης κοινωνικού κεφαλαίου και εμπιστοσύνης).

Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που συμφωνήθηκαν μεταξύ διαδοχικών Ελληνικών κυβερνήσεων και της "τρόικας" των διεθνών δανειστών (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) επικεντρώθηκαν—εμμονικά—στη λιτότητα (μείωση των κρατικών δαπανών, αύξηση της φορολογίας και πάταξης της φοροδιαφυγής) και στη μεταρρύθμιση του αναποτελεσματικού και άδικου συνταξιοδοτικού συστήματος· ωστόσο, πραγματοποιήθηκαν και κάποιες αναγκαίες αλλαγές στις αγορές εργασίας, προϊόντων και κεφαλαίων. Μεταρρυθμίσεις όπως το άνοιγμα των "κλειστών επαγγελμάτων", η διευκόλυνση των προσλήψεων και απολύσεων των επιχειρήσεων, η ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η απλοποίηση της διαδικασίας έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας συνέβαλαν στη μικρή βελτίωση του συνολικού Δείκτη Ελευθερίας (Freedom Index) την περίοδο 2010–15. Ωστόσο, παρά την κάποια πρόοδο, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των περισσότερων (ανεπτυγμένων) ευρωπαϊκών χωρών σε διάφορους δείκτες θεσμικής ποιότητας και οικονομικής ελευθερίας. Δεδομένου του αιτιώδους δεσμού μεταξύ θεσμών, οικονομικής ελευθερίας και ανάπτυξης, η θεσμική ενίσχυση εξακολουθεί να είναι επιτακτικά αναγκαία.

Θα περίμενε κανείς ότι, καθώς η χώρα άφηνε πίσω της την κρίση (και τη λιτότητα), η πολιτική εστίαση θα μετατοπιζόταν από τα δημόσια οικονομικά προς την θωράκιση των επενδυτών, την ενδυνάμωση της (πνευματικής) ιδιοκτησίας, την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, βελτιώσεις στην νομοθεσία, μείωση της γραφειοκρατίας και την τόνωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Ωστόσο, ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ (2015–19) ούτε της Νέας Δημοκρατίας (2019–σήμερα) έχουν καταφέρει να εφαρμόσουν ουσιαστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στην χαλιναγώγηση εμφανώς ολιγοπωλειακών πρακτικών, την ενίσχυση της προστασίας των επενδύσεων , την επιτάχυνση της δικαιοσύνης  και την διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων Αρχών. Παρά την περιορισμένη ανάπτυξη της τάξης του 1,0–1,5% την περίοδο 2016–19 και περίπου 1,8–2,4% πιο πρόσφατα (2023–24), η ανάγκη για απελευθέρωση και εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας—απαραίτητη για έναν νέο κύκλο πραγματικής σύγκλισης—δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη δημόσια συζήτηση, την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, και στα μέσα ενημέρωσης.

  • 1.2. Οικονομική Ελευθερία (Economic Subindex)

Η εμβάθυνση στις συνιστώσες του δείκτη της οικονομικής ελευθερίας (economic subindex) ρίχνει φως στις πολλές προκλήσεις και τις λίγες επιτυχίες. Ξεκινώντας από τις τελευταίες, μια ενθαρρυντική εξέλιξη είναι η σημαντική αύξηση του δείκτη που μετρά την οικονομική ελευθερία των γυναικών (Women's Economic Freedom). Ευτυχώς, η ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην οικονομική δραστηριότητα και την κοινωνία έχει συγκεντρώσει συναίνεση από σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα και την κοινωνία μετά τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (κατάργηση της προίκας, ίσες αμοιβές, δικαίωμα των γυναικών να διατηρούν το οικογενειακό τους όνομα και πολλά άλλα). Κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων και τάσεων έχουν νομοθετήσει προς την ίδια κατεύθυνση, προωθώντας ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες για άνδρες και γυναίκες. Την τελευταία δεκαετία, έχουμε δει προσπάθειες και νομοθετικά μέτρα για τη βελτίωση της θέσης της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις από την πιο συντηρητική πλευρά της, η κεντροδεξιά κυβέρνηση προχώρησε αποφασιστικά σε αυτό το μέτωπο το 2024. Παρ' όλα αυτά, η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (του Νότου), αντανακλώντας «συντηρητικές» συμπεριφορές και αντιλήψεις. Το κόστος τεκνοθεσίας για τις Ελληνίδες στους μισθούς εξακολουθεί να είναι σημαντικό, αρκετά μεγαλύτερο από όλες τις γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Αλβανία, Τουρκία) και οικονομίες αντίστοιχου εισοδήματος.

Περνώντας στον (υπό)δείκτη της εμπορικής ελευθερίας (Trade Freedom), η οποία αντικατοπτρίζει τους δασμούς, τους κρυφούς εμπορικούς περιορισμούς, τις ποσοστώσεις και τους συναλλαγματικούς φραγμούς, την δεκαετία του 2010, η χώρα βελτίωσε την ήδη ισχυρή βαθμολογία της. Η πρόοδος αυτή βασίστηκε στο άνοιγμα του εμπορίου το 1980, όταν η χώρα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και στην υιοθέτηση του ευρώ από την Ελλάδα το 2001, που ενίσχυσε περαιτέρω το άνοιγμα της οικονομίας. Όμως για το μέγεθος της η οικονομία εξακολουθεί να είναι αρκετά κλειστή, όπως αποτυπώνεται στο άθροισμα εισαγωγών και εξαγωγών προς το ΑΕΠ, και η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων περιορισμένη (αν και με αυξητική πορεία).

Σε αντιδιαστολή, τα στοιχεία του Άτλαντα για την ελευθερία των επενδύσεων (Investment Freedom) και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (Property Rights) δεν έχουν δείξει σημαντική βελτίωση τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, όταν υπολογιστούν κατά μέσο όρο. Αν και πάντα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τις διακυμάνσεις των μετρήσεων αυτών, οι επενδύσεις στην Ελλάδα, η καταχώρηση ακινήτων και η έναρξη μιας επιχείρησης είναι δαπανηρές, χρονοβόρες και κάπως αβέβαιες, καθώς απαιτούνται αμέτρητες διαδικασίες και άδειες από πολλούς οργανισμούς και υπηρεσίες. Και ενώ η κυβέρνηση έχει δικαίως δώσει προτεραιότητα σε μεγάλες, συχνά θεωρούμενες «στρατηγικές» επενδύσεις—συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας στην αδιοδότηση και επιδοτήσεις—η κατάσταση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή τις μικρότερης κλίμακας επενδύσεις παραμένει αναχρονιστική, τυπολατρική και χρονοβόρα. Αν και δεν αντικατοπτρίζεται στον σχετικό δείκτη, πολλοί επιχειρηματίες και επαγγελματίες διαμαρτύρονται για εκτεταμένες καθυστερήσεις και γραφειοκρατία στην εκταμίευση εθνικών ή ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και χρονοβόρες άδειες και ελέγχους. Ίσως δεν είναι περίεργο ότι η πλειονότητα της ανάπτυξης των τελευταίων ετών, περίπου 1,5–2 τοις εκατό ετησίως, πηγάζει από την κατανάλωση παρά από τις επενδύσεις, πολύ αναγκαίες—και αναμενόμενες μετά από μια σημαντική ύφεση.

  • 1.3. Πολιτική Ελευθερία (Political Subindex)

Η Ελλάδα γιόρτασε το 2024 πενήντα χρόνια δημοκρατίας, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα, η χώρα και οι πολίτες απόλαυσαν ελευθερία και διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με αυτό, ο δείκτης που  αποτυπώνει την ποιότητα των εκλογών και τον κομματικό ανταγωνισμό (elections subindex), τις πολιτικές ελευθερίες (civil liberties subindex) και τα δικαιώματα (political rights subindex), υπερβαίνει το 95 (από 100) για τα περισσότερα έτη. Η ελαφριά μείωση κατά το δεύτερο μισό της κρίσης πιθανόν αντικατοπτρίζει κάποιες βίαιες διαδηλώσεις ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές, καθώς και επιθέσεις ακροδεξιών ομάδων σε μετανάστες και αριστερές οργανώσεις. Η σταθερότητα της ελληνικής δημοκρατίας, παρά τη σημαντική και παρατεταμένη οικονομική ύφεση και την αντίστοιχη άνοδο του ακροδεξιού και ριζοσπαστικού αριστερού λαϊκισμού, καταδεικνύει την ανθεκτικότητά της. Είναι αυτή η σταθερή φιλελεύθερη και πλουραλιστική δημοκρατία που μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τη βάση για την απεγνωσμένα αναγκαία οικονομική ανάκαμψη.

Ο δείκτης που μετρά τους περιορισμούς, ελέγχους και τις ισορροπίες στην εκτελεστική εξουσία (legislative constraints on the executive) απεικονίζει μια πτωτική εξέλιξη, που πρέπει να προκαλέσει ανησυχία και προβληματισμό δεδομένης της ισχυρής σύνδεσης μεταξύ των ισορροπιών των εξουσιών, της ποιότητας της νομοθεσίας και της εφαρμογής της από τα δικαστήρια και της χρηματοοικονομικής επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης. Αρχικά, η βαθμολογία της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 κα του 2000 δεν είναι πολύ καλή, αντικατοπτρίζοντας τις τάσεις διαφόρων κυβερνήσεων να επεμβαίνουν στο δικαστικό σύστημα, τα μέσα ενημέρωσης και τους ανεξάρτητους οργανισμούς και αρχές. Επιπλέον, πριν την κρίση, οι βουλευτές σπάνια παρέκκλιναν της κομματικής γραμμής να αμφισβητούσαν τις κυβερνητικές πολιτικές όταν ήταν το κόμμα τους στην διακυβέρνηση. Η πτώση 40 μονάδων στον σχετικό δείκτη ελέγχων στην κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια  είναι αναμφισβήτητα ραγδαία. Ίσως μάλιστα υπερτονίζει την κατάσταση, καθώς εύλογα μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει την μεγάλη παρέκκλιση. Όμως το μέγεθος της πτώσης, που αποτυπώνεται και σε αντίστοιχους δείκτες που ακολουθούν διαφορετική μεθοδολογία, θα πρέπει να αποτελέσει ξύπνημα για το πολιτικό σύστημα, τους κοινωνικούς φορείς, τους πολίτες και τους εταίρους της Ελλάδας στην ΕΕ.

Η πτώση του (υπό)δείκτη των πολιτικών δικαιωμάτων (Political Rights) πιθανώς αντικατοπτρίζει το σκάνδαλο των υποκλοπών. Για αρκετά χρόνια, μεταξύ 2019 και 2023, μέσω λογισμικού κατασκοπείας, δεκάδες άτομα — συμπεριλαμβανομένων μελών του κοινοβουλίου, της συμπολίτευσης και της  αντιπολίτευσης, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, δικαστών και ακόμη και μελών του στρατού — βρέθηκαν υπό παρακολούθηση από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, υπό τον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργικού γραφείου και μιας μυστηριώδους ιδιωτικής εταιρείας. Πολλοί στόχοι βρέθηκαν υπό παρακολούθηση τόσο από την Μυστική Υπηρεσία όσο και από την ιδιωτική εταιρεία. Ίσως ακόμη πιο ανησυχητικά, η έρευνα έχει προχωρήσει αργά, βασικοί μάρτυρες δεν έχουν κληθεί να καταθέσουν και η κυβέρνηση καθώς και οι δικαστικές αρχές έχουν δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για την διαλεύκανση της υπόθεσης. Οι περισσότεροι στόχοι, συμπεριλαμβανομένων των μελών της κυβέρνησης, δεν ερεύνησαν ούτε καν ποιος τους παρακολουθούσε ή γιατί. Μέσα ενημέρωσης που συνδέονται με τη κυβέρνηση και οι βουλευτές ευθυγραμμισμένοι με την κυβέρνηση επιτέθηκαν στις ανεξάρτητους αρχές, στους θαρραλέους δημοσιογράφους που αποκάλυψαν το σκάνδαλο, ακόμη και στην ανεξάρτητη επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που προσπάθησε να ρίξει φως στην υπόθεση. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, το δικαστικό σύστημα— ίσως υπό την πίεση της κυβέρνησης — έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αργό και νωχελικό στην διερεύνηση και άλλων υποθέσεων σημαντικού δημόσιου ενδιαφέροντος, όπως το καταστροφικό σιδηροδρομικό δυστύχημα το 2023, στο οποίο δεκάδες άτομα, κυρίως φοιτητές, έχασαν τη ζωή τους, και για τον πνιγμό εκατοντάδων αβοήθητων προσφύγων στη Θάλασσα της Πύλου (στη Μεσσηνία) τον Ιούνιο του 2023. Μια άλλη ανησυχητική εξέλιξη της τελευταίας δεκαετίας είναι η προφανής προσπάθεια των κυβερνήσεων να ελέγξουν τα κύρια μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ιστορικά, τα περισσότερα κόμματα, είτε βρίσκονταν στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση, προσπαθούσαν να επηρεάσουν τις εφημερίδες και την τηλεόραση· ωστόσο, σήμερα υπάρχουν σαφή σημάδια ότι πολύ λίγα από τα κύρια μέσα ενημέρωσης θα αντισταθούν στην εκτελεστική εξουσία. Ας είμαστε σαφείς, ωστόσο: η μείωση του σχετικού δείκτη ελέγχων στο εκτελεστικό απέχει πολύ από ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές περιπτώσεις, όπως η Ουγγαρία του Ορμπάν.

  • 1.4. Νομική Ποιότητα (Legal Subindex)

Ο νομικός (υπό)δείκτης αντικατοπτρίζει τη χαμηλή ποιότητα της διοίκησης και τον πλημμελή έλεγχο της διαφθοράς (Bureaucracy and Corruption), την συνεχώς μειούμενη ασφάλεια δικαίου και την κακονομία (Clarity of the Law), την πτωτική τάση τόσο στην ανεξαρτησία όσο και την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης (Judicial Independence and Effectiveness), καθώς και την ασφάλεια (Security).

Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες της περιφέρειας, η ποιότητα των νομικών θεσμών (νομοθεσία, απονομή δικαιοσύνης, προστασία επενδυτών, γραφειοκρατία) επιδεινώθηκε σταδιακά τη δεκαετία του 2000. Οι μεταρρυθμίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2010 (στην αρχή της κρίσης) προσπάθησαν να επιταχύνουν το εξαιρετικά αργό δικαστικό σύστημα και να μειώσουν τη γραφειοκρατία. Ωστόσο, η επίδρασή τους ήταν περιορισμένη, καθώς ήταν ad hoc και συνοδευόταν από σημαντικές μειώσεις μισθών για ανώτερους κρατικούς λειτουργούς, δικαστές, νομικό προσωπικό και εισαγγελείς. Επιπλέον η έξοδος προσωπικού και οι ελάχιστες επενδύσεις στην πληροφορική και τις υποδομές χειροτέρευσαν την κατάσταση. Η εμπιστοσύνη των πολιτών στα δικαστήρια — και σε άλλους βασικούς θεσμούς της ελεύθερης αγοράς — έπεσε κατακόρυφα στη διάρκεια της κρίσης (2007–2015) τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες που επλήγησαν. Η ποιότητα της νομοθεσίας, η οποία ήδη δεν ήταν καλή, επιδεινώθηκε μετά το 2012, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα εξέδιδαν πολλαπλούς, συχνά αντιφατικούς, νόμους με ανεπαρκή προετοιμασία και χωρίς να αναλογίζονται το γενικότερο πλαίσιο. Επιπλέον, οι δεξιότητες και ικανότητες νομοθεσίας των μελών του κοινοβουλίου είναι προφανώς χαμηλές και έχουν επιδεινωθεί.

Ο (υπό)δείκτης της ανεπίσημης (μη δηλωμένης) οικονομικής δραστηριότητας  (informality) εμφανίζει μία μικρή πτώση η οποία όμως είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί. Ωστόσο, σημειώθηκε πρόοδος μετά το 2019, καθώς η νέα κυβέρνηση προχώρησε με μια άρτια σχεδιασμένη και επαγγελματικά εφαρμοσμένη πολιτική ψηφιοποίησης του δημόσιου τομέα, η οποία έλαβε ώθηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, η ψηφιοποίηση και οι μεταρρυθμίσεις των φορολογικών αρχών κατά τα χρόνια της κρίσης έχουν βοηθήσει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής στις μικρές επιχειρήσεις. Σε συνδυασμό με τη άνθηση του τουρισμού και της φιλοξενίας, η ψηφιοποιήση έχει συμβάλλει στην αυξήση των δημοσίων εσόδων.

Τέλος, η απότομη πτώση του δείκτη ασφάλειας (Security Subindex) κατά την περίοδο 2008–2015 αντικατοπτρίζει κυρίως την κοινωνικοπολιτική αναταραχή της εποχής, με πολυάριθμες διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις που τελικά έληξαν με μικρές συγκρούσεις με την αστυνομία. Η εγκληματικότητα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κάπως, αν και η χώρα παραμένει ασφαλής.

2. Η Εξέλιξη της Ευημερίας (Prosperity Index)

Ως σύνθεση έξι επιμέρους (υπό)δεικτών, πολλοί εκ των οποίων μεταβάλλονται αργά (όπως η εκπαίδευση και η υγεία), ο Δείκτης Ευημερίας (Prosperity Index) αντανακλά μόνο μερικώς τις δραματικές επιπτώσεις της κρίσης του 2010–15.

  • 2.1. Εισόδημα (Income)

Η απεικόνιση της χρονοσειράς του εισοδήματος των πολιτών και των νοικοκυριών (Income Subindex) καταδεικνύει την έκταση της απώλειας κατά τη διάρκεια της κρίσης, με τη μείωση της ελληνικής βαθμολογίας να είναι περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρόλο που έχουν γραφτεί πολλά για τα αίτια της ελληνικής κρίσης και την πτώση της παραγωγής (ΑΕΠ ανά κάτοικο) κατά 25%, η συζήτηση για την υποτονική ανάκαμψη μετά το 2015—όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έκανε στροφή 180 μοιρών και η χώρα παρέμεινε στη ζώνη του ευρώ—είναι ελάχιστη και επιφανειακή. Η οικονομική θεωρία -κυρίως το βασικό νεοκλασικό υπόδειγμα της ανάπτυξης- και η εμπειρία από άλλες χώρες που επλήγησαν από βαθιές κρίσεις υποδεικνύουν ότι, μετά από μια τόσο μεγάλη παραγωγική απώλεια, θα πρέπει να ακολουθήσει ταχεία, αν και όχι απαραίτητα μόνιμη, ανάπτυξη. Επιπλέον η βασική πρόβλεψη, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε την "εσωτερικής υποτίμηση" (μείωση πραγματικών μισθών) και την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου, που υπήρχε μέχρι τα μέσα-τέλος του 2015, προβλέπει ταχεία ανάκαμψη μέσω επενδύσεων.  Σε αντίθεση με τις προβλέψεις της οικονομικής θεωρίας και την εμπειρία άλλων χωρών, η ανάπτυξη ήταν ισχνή και αναιμική—περίπου 1–1,5% την περίοδο 2016–19 και κάπως υψηλότερη, γύρω στο 2%, μετά την πανδημία το 2023–24.

Επιπλέον, το μεγαλύτερο τμήμα της πρόσφατης ανάπτυξης προέρχεται από τους κλάδους του τουρισμού, της φιλοξενίας, της κατασκευής και των ακινήτων, ενώ η ανάπτυξη στη μεταποίηση και την βιομηχανία είναι περιορισμένη --και στον πρωτογενή τομέα αρνητική τόσο το 2023 και το 2024 . Η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται ικανοποιημένη με την πορεία, συγκρίνοντάς τον ρυθμό ανάπτυξης με την σχεδόν μηδενική ανάπτυξη που βιώνουν η Γερμανία και άλλες προηγμένες χώρες της Ευρωζώνης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η ανάπτυξη στις “οικονομίες-οδηγούς” (frontier economies, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία) κυμαίνονται ιστορικά (από το 1870) γύρω στο 1,7–2,0% ετησίως, η Ελλάδα χρειάζεται πολύ ταχύτερη πραγματική ανάπτυξη, βασισμένη σε επενδύσεις,  τεχνολογία, υποδομές, και εξοπλισμό (παρά σε κατανάλωση), για τουλάχιστον μια δεκαετία, ώστε να μπορέσει να συγκλίνει ξανά με τον πυρήνα της Ευρώπης. Παρόλο που πολλοί πολίτες, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί φαίνονται ικανοποιημένοι που η χώρα έχει αφήσει τα χειρότερα της κρίσης πίσω της, η Ελλάδα είναι σήμερα η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πίσω από τη Βουλγαρία, και το λιγότερο ανεπτυγμένο μέλος της Ευρωζώνης (με το χαμηλότερο ΑΕΠ ανά κάτοικο). Ένας μέσος ρυθμός ανάπτυξης περίπου 2%, τυπικός για τις πλουσιότερες και ανεπτυγμένες χώρες, δεν αποτελεί λόγο για πανηγυρισμούς. Δεδομένης της καταστροφής που επέφερε η κρίση, ο στόχος αυτός είναι, κατά την άποψή μου, μη φιλόδοξος, αν όχι αξιολύπητος.

  • 2.2.Ανισότητα (Inequality Subindex)

Ο δείκτης οικονομικής ανισότητας υποδεικνύει μια μη αμελητέα μείωση. Ωστόσο, τα δεδομένα δεν είναι απολύτως αξιόπιστα λόγω της ακόμα διαδεδομένης φοροδιαφυγής (μη δηλωμένα εισοδήματα), των υψηλών επιπέδων αδήλωτης εργασίας και του μεγάλου μεριδίου των μικρών επιχειρήσεων. Η κρίση έπληξε ιδιαίτερα τη μεσαία τάξη, με τους επαγγελματίες και τους εργαζόμενους στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα να επηρεάζονται περισσότερο από τις σημαντικές φορολογικές αυξήσεις της περιόδου 2010–18. Παράλληλα, οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες έπληξαν δυσανάλογα τη μεσαία τάξη και τους φτωχούς.

  • 2.3. Εκπαίδευση (Education)

Η Ελλάδα εμφανίζει υψηλές επιδόσεις στους επιμέρους δείκτες εκπαίδευσης και της υγείας. ‘Ομως απαιτούνται κάποιες παρατηρήσεις και επιφυλάξεις. Ο (υπό)δείκτης εκπαίδευσης αντικατοπτρίζει μόνο τα χρόνια σχολικής και πανεπιστημιακής φοίτησης, παραβλέποντας την ποιότητά τους. Δυστυχώς, οι διεθνείς αξιολογήσεις ποιότητας (π.χ. PISA) καταδεικνύουν τις (πολύ) κακές συνθήκες στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το πανεπιστημιακό σύστημα είναι σε δυσμενή, αν όχι άθλια, κατάσταση, και η κρίση το επιδείνωσε περαιτέρω. Η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης είναι προαπαιτούμενο για μια βιώσιμη ανάκαμψη, την αύξηση των πραγματικών μισθών και τη μείωση της χρόνιας υψηλής ανεργίας. Επιπλέον, μια ανάλυση των αποτελεσμάτων PISA εντοπίζει σημαντικές ανισότητες και χαμηλή διαγενεακή κινητικότητα στην εκπαίδευση, ειδικά όταν προσαρμόζεται για την ποιότητα. Αυτό δείχνει περαιτέρω ότι η προτεραιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα φέρει την πολύ αναγκαία ανάπτυξη και ευκαιρίες. Οι χρόνιες ελλείψεις του πανεπιστημιακού συστήματος, το οποίο παράγει πτυχία αντί για δεξιότητες, βρίσκονται στον πυρήνα της διαρθρωτικά υψηλής ανεργίας και των χαμηλών μισθών. Ακόμα και κατά την εποχή της υψηλής ανάπτυξης 1994–2005, το ποσοστό ανεργίας ήταν διψήφιο, αντανακλώντας την δομική αναντιστοιχία ζήτησης δεξιοτήτων από επιχειρήσεις και προσφοράς. Σήμερα, παρά τη μετανάστευση των Ελλήνων κατά τα χρόνια της κρίσης και την (ήπια) ανάκαμψη, η ανεργία εξακολουθεί να κυμαίνεται γύρω στο 10%. Δυστυχώς, μια σημαντική προσπάθεια μεταρρύθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2010 εγκαταλείφθηκε και, σε ορισμένους τομείς, αναστράφηκε. Η πρόσφατη προσπάθεια ανασχεδιασμού της τριτοβάθμιας παιδείας ήταν, στο καλύτερη περίπτωση, μερική μια μη φιλόδοξη. Η προτεραιότητα ήταν στην ίδρυση ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα, η οποία, παρόλο που είναι απαραίτητη, δεν αντιμετωπίζει τον πυρήνα του προβλήματος στα δημόσια πανεπιστήμια.

  • 2.4. Υγεία (Health)

Ο δείκτης υγείας (health subindex) αντικατοπτρίζει μόνο το προσδόκιμο ζωής, παραλείποντας τη νοσηρότητα και άλλες σχετικές πτυχές (παχυσαρκία, χρόνιες παθήσεις και νοσήματα, αρωγή χρόνια νοσούντων). Η πανδημία αποκάλυψε τις ανεπάρκειες του κράτους πρόνοιας. Το εθνικό σύστημα υγείας, που συστήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε ήδη αποδυναμωθεί τη δεκαετία του 2000. Επιδεινώθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της κρίσης, εξαιτίας της λιτότητας, της κακής διαχείρισης και της διαφθοράς. Την μνημονική περίοδο, γιατροί αποχώρησαν μαζικά (είτε για το εξωτερικό είτε στον ιδιωτικό τομέα), οι επενδύσεις ήταν λιγοστές και δεν έγινε καμία σημαντική πρόσληψη νοσηλευτών και βοηθητικού προσωπικού. Ακόμη και σήμερα, τα νοσοκομεία δεν δημοσιεύουν λεπτομερείς λογιστικές καταστάσεις και ισολογισμούς και το σύστημα υγείας πλήττεται από κάθε είδους ανεπάρκειες και αγκυλώσεις. Μόνο να ελπίζει μπορεί κανείς ότι ο εκσυγχρονισμός και οι μεταρρυθμίσεις του εθνικού συστήματος υγείας θα αποτελέσουν σύντομα το επίκεντρο ουσιαστικών πολιτικών παρεμβάσεων. Δυστυχώς όμως, ο εκσυγχρονισμός και η ενδυνάμωση του συστήματος υγείας δεν αποτελούν προτεραιότητες της διοίκησης.

  • 2.5. Προστασία Μειονοτήτων (Minority)

Η Ελλάδα είχε σχετικά υψηλό επίπεδο προστασίας μειονοτήτων σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι το 2015, πιθανώς λόγω της εθνοτικής, γλωσσικής και θρησκευτικής της ομοιογένειας. Παρόλο που το νομικό καθεστώς των γυναικών είναι ισχυρό, οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται, και σπάνια βλέπει κανείς γυναίκες σε υψηλόβαθμες θέσεις στις επιχειρήσεις. Επιπλέον, το μισθολογικό πέναλτυ τεκνοθεσίας για τις Ελληνίδες στον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ υψηλό.

Όσον αφορά τη μετανάστευση, η Ελλάδα ενσωμάτωσε μεγάλο αριθμό μεταναστών από την Αλβανία, τον Καύκασο και την Ανατολική Ευρώπη τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, οι οποίοι συνέβαλλαν  σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της περιόδου. Ωστόσο, με την ένταση της κρίσης, εμφανίστηκαν ακροδεξιές και ξενοφοβικές ομάδες που στράφηκαν εναντίον των μεταναστών. Εστιάζοντας στην τελευταία δεκαετία, η σημαντική πτώση του δείκτη μειονοτήτων από το 2016, και ιδιαίτερα από το 2019, πιθανώς αντικατοπτρίζει την κριτική προς τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ και Νέας Δημοκρατίας για τη διαχείριση των προσφύγων και τις επαναπροωθήσεις μεταναστών στο Αιγαίο (pushbacks).

  • 2.6. Περιβάλλον (Environment)

Τέλος, η διαρκής βελτίωση του περιβαλλοντικού (υπό)δείκτη είναι αποτέλεσμα των συνεχών προσπαθειών διαδοχικών κυβερνήσεων να ενισχύσουν τις ανανεώσιμες πηγές. Ευτυχώς, υπάρχει μικρή διαφωνία στο πολιτικό φάσμα σχετικά με αυτό το ζήτημα, ενώ ο ρόλος και η ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση από την Ευρωπαϊκή `Ένωση είναι σημαντική. Ωστόσο, ο περιβαλλοντικός (υπό)δείκτης δεν προσμετρά τις πιο πιεστικές περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, οι οποίες σχετίζονται με τη διατήρηση του τοπίου και την προστασία των νησιών και της παρθένας υπαίθρου από την υπερδόμηση. Οι επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές και πλημμύρες έχουν προκαλέσει τεράστια περιβαλλοντική ζημιά. Δεν είμαι αισιόδοξος σε αυτό το μέτωπο, καθώς η κυβέρνηση έχει περιορισμένη ικανότητα—και ίσως βούληση—να επιβάλει την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις κατασκευές, την δασική προστασία και τη δόμηση σε εθνικό επίπεδο. Οι εκτελεστικές αποφάσεις που περιορίζουν ή απαγορεύουν νέες οικοδομικές άδειες σε ορισμένα ελληνικά νησιά δεν έχουν εφαρμοστεί ή έχουν εφαρμοστεί πλημμελώς καθώς τοπικά συμφέροντα εναντιώνονται. Για παράδειγμα, ενώ από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να καταστήσει το νησί της Αστυπάλαιας οικολογικά βιώσιμο, από την άλλη, κρατικοί και τοπικοί φορείς έχουν εγκρίνει την κατασκευή ενός τουριστικού χωριού που σχεδόν θα διπλασιάσει τη χωρητικότητα του νησιού, χωρίς να υπάρχουν προβλέψεις για αντίστοιχου μεγέθους επενδύσεις στις υποδομές, που είναι λιγοστές. Παράδοξα, το Ελληνικό κράτος επιδοτεί ξενοδοχεία στις πιο υπερδομημένες περιοχές και νησιά, ενώ το κανονιστικό πλαίσιο δεν διακρίνει μεταξύ παρθενών και πιο επιβαρυμένων περιοχών. Οι οικοδομικές άδειες και η προστασία των δασών και των παραθαλάσσιων περιοχών βρίσκονται κυρίως στα χέρια των δήμων και των τοπικών φορέων, οι οποίοι είναι υποστελεχωμένοι, με περιορισμένα πληροφοριακά συστήματα και ευάλωτοι στη διαφθορά. Το κανονιστικό πλάισιο είναι δαιδαλώδες, με φορμαλισμό και αφανείς διαδικασίες που ανοίγουν τον δρόμο στην διαφορά. Υπάρχουν ελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες, παρεμβάσεις στην διαχείριση των υδάτων και την προστασία των δασών. Επιπλέον, έχοντας υποστεί έλλειψη σημαντική μείωση εισοδήματος και μεταβιβάσεων από την κρίση και έπειτα, οι τοπικές κοινότητες, οι δημοτικοί αρχές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συχνά κλείνουν τα μάτια, ακόμη και σε κατάφωρες παραβιάσεις της περιβαλλοντικής προστασίας.

3. Ο δρόμος προς τα εμπρός (Looking Forward)

Καθώς η Ελλάδα γιορτάζει πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, οι πολίτες, τα κόμματα, οι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς πρέπει να συλλογιστούν με ρεαλισμό τις προκλήσεις για τις επόμενες δεκαετίες.

Πρώτον, ενώ η χώρα απολαμβάνει ελεύθερες και ανταγωνιστικές εκλογές, η ελευθερία και τα πολιτικά δικαιώματα πρέπει να διατηρηθούν. Αν και το κύμα λαϊκισμού που έπληξε τη χώρα κατά τη διάρκεια της βαθιάς κρίσης έχει κάπως ξεθωριάσει, η εμπιστοσύνη στους βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς βρίσκεται σε πτώση, αν όχι κατάρρευση. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στου θεσμούς και στους άλλους είναι απαραίτητη για την όποια ανάκαμψη. Η ενίσχυση της δικαιοσύνης, η βελτίωση των ελέγχων και των ισορροπιών στην εκτελεστική εξουσία και η σοβαρή επένδυση στο κράτος δικαίου είναι εκ των ων ουκ άνευ, όχι μόνο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη δημοκρατία αλλά και για την τόσο αναγκαία οικονομικής ανάπτυξης. Οι προτεραιότητες θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των δικαϊκών θεσμών, η καταπολέμηση της διαφθοράς, η προώθηση της οικονομικής ελευθερίας (μέσω της εξάλειψης των καρτέλ και της απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων), η ενίσχυση και επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η σοβαρή επένδυση στη δημόσια διοίκηση και τις ανεξάρτητες αρχές (π.χ. Επιτροπή Ανταγωνισμού). Φοβάμαι ότι, παρόλο που αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι προφανείς και τις ασπάζεται η πλειονότητα της Ελληνικής κοινωνίας, στην πράξη δεν βρίσκονται στις προτεραιότητες της εκάστοτε κυβέρνησης.

Δεύτερον, η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως έναν νέο κύκλο σύγκλισης και ανάπτυξης με μοχλό τις επενδύσεις, προκειμένου να αυξήσει τους μισθούς και να δημιουργήσει ευκαιρίες. Το ανθρώπινο κεφάλαιο, μεγάλο μέρος του οποίου βρίσκεται στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με κεφάλαια από τις αγορές και την ΕΕ, μπορούν να φέρουν πίσω την πολυπόθητη ανάπτυξη και την ελπίδα, αν η οικονομική ελευθερία και οι θεσμοί ενισχυθούν. Το μετά την κρίση υπόδειγμα ανάπτυξης βασισμένο στην κατανάλωση και εστιασμένο σε μερικούς μόνο τομείς (οικοδομή, τουρισμός, εστίαση και φιλοξενία) δεν μπορεί να μακροημερεύσει (από μόνο του).

Τρίτον, η Ελλάδα πρέπει να διαχειριστεί προσεκτικά το δίλημμα μεταξύ διατήρησης του περιβάλλοντος και τοπικής ανάπτυξης. Αντί να καταστρέφονται τοπία, παρθένες παραλίες, όμορφοι ιστορικοί οικισμοί και δάση, η κυβέρνηση, τα κόμματα και οι τοπικές κοινότητες πρέπει να αξιοποιήσουν αυτή την ομορφιά και την ιστορία για βιώσιμη ανάπτυξη, αποφεύγοντας τον πειρασμό του "εύκολου" κέρδους μέσω της ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης.

Τέταρτον, η χώρα συνήθιζε—και ως έναν βαθμό εξακολουθεί—να υπερηφανεύεται για το υψηλό προσδόκιμο ζωής, το οποίο οφείλεται στη μεσογειακή διατροφή, τους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς που επιτρέπουν την επιμερισμό κινδύνων, ένα αξιοπρεπές εθνικό σύστημα υγείας και την υψηλή μόρφωση πολλών Ελλήνων. Οι επενδύσεις στην εκπαίδευση και την υγεία υπήρξαν οι πυρήνες της κοινωνικής κινητικότητας και ανέλιξης, και της υψηλής ανάπτυξης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και σαφώς συντέλεσαν στην αποκατάσταση της πολιτικής ελευθερίας. Η γη του Αριστοτέλη, του Σωκράτη και του Περικλή πρέπει να γίνει και πάλι μια γη ευκαιριών για τους πολίτες της, με επίκεντρο το ανθρώπινο κεφάλαιο.

Σχετικά με τον συγγραφέα

Ο Ηλίας Παπαϊωάννου είναι καθηγητής οικονομικών στη Σχολή Επιχειρήσεων Λονδίνου (London Business School), όπου συνδιευθύνει το Wheeler Institute for Business and Development. Ο Ηλίας είναι μέλος/εταίρος της Βρετανικής Ακαδημίας (Fellow, British Academy)  και συνεκδότης της Review of Economic Studies, εκ των κορυφαίων ακαδημαϊκών επιθεωρήσεων γενικού ενδιαφέροντος της οικονομικής επιστήμης. Έχει εργαστεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στο Dartmouth College και έχει διατελέσει επισκέπτης καθηγητής στα τμήματα οικονομικών του Massachusetts Institute of Technology (MIT) και του Harvard. Η έρευνά του καλύπτει τη διεθνή χρηματοοικονομική, την πολιτική οικονομία, την οικονομική ιστορία και τα οικονομικά της ανάπτυξης.

Σημείωση

Ο σχολιασμός των μετρήσεων του Άτλαντα της Οικονομικής Ελευθερίας και Ευημερίας [Freedom and Prosperity Around the World] έγινε το καλοκαίρι του 2024 και δημοσιεύθηκε από το Ατλαντικό Συμβούλιο (Atlantic Council) τον Ιανουάριο του 2025 μαζί με τους νέους δείκτες. Ο συγγραφέας δεν είχε λόγο στις μετρήσεις και την μεθοδολογία.

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!