Στο ευεργετικά σύντομο αυτό βιβλίο – για τον συγγραφέα, καίτοι πανεπιστημιακό αλλά με διπλωματικό παρελθόν, είναι προδήλως οικειότερη η συνοπτικότητα του τηλεγραφήματος, παρά η διεξοδικότητα της ανάλυσης – ο W. Mallinson καταπιάνεται με ένα ζήτημα που συχνά επανέρχεται στις αναζητήσεις και ερμηνείες της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Την επιρροή της βρετανικής πολιτικής στα ελληνικά πράγματα: στην ουσία, αυτό είναι ο «μύθος» των Ελληνοβρετανικών σχέσεων.
Από την εποχή της πρώτης παρουσίας της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα ως ανεξάρτητης (λίγο-πολύ: Μιλάμε άλλωστε για αρχές 19ου αιώνα) χώρας και πάντως μέχρι τα χρόνια του Μεσοπολέμου (και την πικρή εμπειρία του Διχασμού) αλλά την παρουσία της Ελλάδος στους δυο Παγκοσμίους Πολέμους (και, ασφαλώς, τα χρόνια της Κατοχής/της Αντίστασης και του Εμφυλίου) η βρετανική παρουσία στα ελληνικά πράγματα ήταν – και φαινόταν, και αναδεικνυόταν – καθοριστική. Ανάμεσα στο Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό Κόμμα των πρώτων δεκαετιών του ελεύθερου (πάλι χρησιμοποιούμε την έννοια χαλαρά…) βίου της χώρας, το πρώτο – ίχνος Μαυροκορδάτου – επικρατεί στην μακρά περίοδο. Ενώ οι γερμανικές επιλογές του Κωνσταντίνου Α’ επισκιάζονται από την αγγλόφιλη στράτευση Γεωργίου Β’ (αλλά και την προηγηθείσα αγγλική επιλογή του Γεωργίου Α΄). με την σύνταξη του Ελευθερίου Βενιζέλου με τις βρετανικές επιλογές, ακόμη και σε πλαίσια Αντάντ, να «κρατάει το ίσο» διαχρονικά. Ύστερα, η κεντρική βρετανική εμπλοκή σ’ όλη την δεκαετία του ΄40 ήταν τόσο βαριά, η εικόνα του Τσώρτσιλ στην Αθήνα του Εμφυλίου τόσο καθοριστική γεωπολιτικά, ώστε ακόμη και όταν η αμερικανοκρατία είχε προδήλως αντικαταστήσει τη βρετανική επιρροή πολλοί – και επί πολύ – ενέτασσαν σταθερά «το Λονδίνο» στο κέντρο σεναρίων και αναλύσεων. Ασφαλώς συμβάλλει σ’ αυτό ο απολύτως κεντρικός ρόλος της (τότε Μεγάλης) Βρετανίας στο Κυπριακό, με ό,τι αυτό συμπαρέσυρε ως θέσεις της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα: ‘Άλλωστε, ο Μάλινσον έχει γράψει αρκετά για Κύπρο και Κυπριακό (π.χ. «Πικρές Ελιές: Η σύγκρουση των θεωριών και η σύγχρονη Κύπρος», Εκδ. ΕΣΤΙΑ, 2011).
Η προσέγγιση του Μάλινσον ξεκινά από το πώς «η Ελλάδα, ή μάλλον η ιστορία της, σαγήνευσε και επηρέασε τις βρετανικές άρχουσες τάξεις» - η παραπομπή στην εποχή του Ναυαρίνου αλλά και την σκιά του λόρδου Βύρωνα διαφανής. Αλλ’ εν συνεχεία δεν παραλείπεται π.χ. ο ναυτικός αποκλεισμός του Πειραιά από τους Βρετανούς το 1850 (υπόθεση Πασίφικο) – για να σταθεί η αφήγηση/ανάλυση περισσότερο στο Μεσοπόλεμο, και ακόμη πιο καθοριστικά στην πορεία προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την δράση στα χρόνια της Κατοχής, και μάλιστα τη βαρύνουσα σημασία της βρετανικής παρουσίας στην πρώτη φάση του Εμφυλίου. Ο Μάλινσον δεν αποφεύγει να δείξει πώς – ευθέως – μετά το 1944 «η Βρετανία αλλάζει πλευρά» όταν εγκαταλείπει τον ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που είχε στηρίξει αποφασιστικά τα χρόνια της Αντίστασης. Η διατύπωσή του «η προδοσία εκ μέρους της Βρετανίας του ΕΛΑΣ συνέβαλε τα μέγιστα στην διαμόρφωση του Εμφυλίου». πηγαίνει ακόμη πιο μακριά κι από του Φράνσις Νόελ-Μπέικερ την εκτίμηση ότι «αντί να καταστήσουμε την ελληνική αντίσταση μετριοπαθέστερη, δημοκρατικότερη και αντιπροσωπευτικότερη της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινής γνώμης, την οδηγήσαμε στα άκρα […]. Οι εθνικιστές που προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε ήταν οι ίδιοι άνθρωποι στους οποίους η γερμανική προπαγάνδα περί «κόκκινης απειλής» ήταν πιο ευπρόσδεκτη. Μικρή έκπληξη, λοιπόν, θα έπρεπε να προκαλεί ότι τόσο πολλοί από τους «εθνικιστές» φίλους μας κατέληξαν δωσίλογοι».
Ο ρόλος του Λονδίνου στην επαναφορά του βασιλέως Γεωργίου Β’ δεν μπορεί επίσης να υποτιμηθεί. (Ενώ, πολύ αργότερα, ο Guardian θα έγραφε: «Η λογική της Βρετανίας ήταν άγρια και διπρόσωπη [Ο Τσώρτσιλ] άλλαξε στρατόπεδο και υποστήριξε τους υποστηρικτές του Χίτλερ εναντίον των μέχρι πρότινος συμμάχων του»).
Το πέρασμα από την Αγγλική Ελλάδα – ας σημειωθεί η αναφορά στον Άντονι Ήντεν να παραπέμπει στη Γιάλτα με το «ως αποτέλεσμα της στάσης μας προς την Σοβιετική Κυβέρνηση, η τελευταία έχει συμφωνήσει να μας επιτρέψει να αναλάβουμε την πρωτοβουλία στην Ελλάδα» – στην Αγγλοαμερικανική Ελλάδα, με την αναγνώριση ότι «η Βρετανία [το 1947] κυριολεκτικά παρέδωσε την Ελλάδα στις ΗΠΑ, απαγκιστρωνόμενη από τον αμήχανο ρόλο της» είναι το κομβικό σημείο της προσέγγισης του Μάλινσον. Με εκείνο που καταγράφει ως «περιπλοκή της Κύπρου» να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις των Ελληνοβρετανικών σχέσεων.
Δεν θα μπορούσε να λείψει από την αφήγηση Μάλινσον κι ένα πέρασμα από την υπόθεση της τρομοκρατίας στην Μεταπολίτευση, κατά την δολοφονία του (στρατιωτικού ακολούθου) Σώντερς από την «17 Νοέμβρη». Με αναφορές μάλιστα σε σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης, που ενέπλεκαν μυστικές υπηρεσίες, ολιγωρίες ασφαλείας της Βρετανικής Πρεσβείας, μέχρι και σε απόπειρα αυτοκτονίας φρουρού της Πρεσβείας…
Η περιπλάνησή του στα πολλαπλά επίπεδα των Ελληνοβρετανικών σχέσεων – οι οποίες, θα προσθέταμε, στην ελληνική πλευρά είναι που πολύ συχνότερα μυθοποιούνται, με την αναζήτηση «δακτύλου του Λονδίνου» στα εκάστοτε ελληνικά πράγματα – κάνει τον Μάλινσον να κλείνει την διαδρομή του με αρκετά πιο φιλειρηνικά ζητήματα, όπως η τουριστική πραγματικότητα (ή, νωρίτερα, τα της Ελληνικής παροικίας του Λονδίνου).
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η κατακλείδα του είναι έκκληση για «περισσότερη διαφάνεια, λιγότερη υποκρισία και περισσότερο αμοιβαίο σεβασμο». Δεν το λέει ευθέως, όμως περισσότερο στη βρετανική πλευρά αφήνει να πέσει το βάρος…