Του Θοδωρή Κούβακα,
από το Βερολίνο
Το αποτέλεσμα στις σημερινές κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γερμανία είναι λίγο-πολύ προβλέψιμο. Πρώτοι με περίπου 30% θα είναι οι Χριστιανοδημοκράτες, κεντροδεξιό κόμμα, που ενώ με τη Μέρκελ είχε απλωθεί προς το κέντρο, με τον επόμενο καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς, έχει ήδη μετακινηθεί πολύ δεξιότερα.
Δεύτερη με περίπου 20% θα είναι η Εναλλακτική για τη Γερμανία, κόμμα που ιδρύθηκε το 2013 με μανιφέστο την αποχώρηση της Γερμανίας από την ΕΕ και το ευρώ, αλλά εξελίχθηκε σε καθαρά ακροδεξιό, λαϊκιστικό και υπερεθνικιστικό σχήμα, σχεδιασμένο έτσι ώστε να εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια των πολιτών, ιδίως στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Έχει τις ρίζες του στον νεοναζιστικό χώρο και γι αυτό δεν έγινε ποτέ αποδεκτό. Σε κάποια κρατίδια, μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί «ακραίο εξτρεμιστικό» από τις επίσημες αρχές. Όλα τα υπόλοιπα κόμματα έχουν αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας μαζί τους, αλλά αν -όπως φοβούνται κάποιοι αναλυτές- εξασφαλίσουν σήμερα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από των δημοσκοπήσεων, θα είναι δύσκολο να τους αγνοήσει το «σύστημα».
Το γερμανικό εκλογικό σύστημα δεν επιτρέπει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αρά και κυβέρνηση, με λιγότερο από το 50% των ψήφων. Ο Μερτς θα κληθεί να σχηματίσει συμμαχία μάλλον με τους Σοσιαλδημοκράτες ή με τους Πράσινους αλλά ίσως και με τους δύο, ανάλογα με το πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή. Αν είναι πάνω από πέντε, θα χρειαστεί τρικομματικός συνασπισμός, όπως ο απερχόμενος του Σολτς (του μόνου Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου που δεν εκλέχθηκε για δεύτερη θητεία).
Ο Μερτς υπόσχεται ριζικές μεταρρυθμίσεις για να αναζωογονηθεί η γερμανική οικονομία μετά από δύο χρόνια ύφεσης. Έχει δείξει ότι θα δεχόταν ευχαρίστως μια Ευρωπαϊκή Ένωση δύο ταχυτήτων, με τις ισχυρότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης να συντονίζονται για ταχύτερη ανάπτυξη και την περιφέρεια να κάνει ό,τι μπορεί μόνη της. Με βέβαιη τη ραγδαία αύξηση των αμυντικών δαπανών από όλες τις χώρες της Ευρώπης, προκύπτει μια μεγάλη ευκαιρία στη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Σε αυτό τον τομέα ο συντονισμός (δηλαδή η κατάργηση δαπανηρών επικαλύψεων) με τις ισχυρότερες χώρες της ΕΕ με αξιόλογη βιομηχανία όπλων, θα μπορούσε να είναι καθοριστικός παράγοντας.
Αν ο Μερτς σχηματίσει κυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες, όπως είναι η πιθανότερη περίπτωση, θα συναντήσει εμπόδια στις περικοπές των κοινωνικών δαπανών. Αν συνταχθεί με τους Πράσινους, θα δυσκολευτεί να περιορίσει την κλιματική ατζέντα της Γερμανίας, που θέλει να προσαρμόσει (ουσιαστικά να περιορίσει) στις ανάγκες της γερμανικής οικονομίας. Αν χρειαστεί και τους δύο, όλα θα είναι απείρως πιο δύσκολα.
Η ρήξη με τις ΗΠΑ του Τραμπ, παρά τους κινδύνους που συνεπάγεται για την Ευρώπη, αποτελεί και μια ευκαιρία-πρόκληση για την ΕΕ, αρκεί να έχει στιβαρή ηγεσία που θα της δίνει κατεύθυνση, κάτι που λείπει μέχρι τώρα. Αυτό τον ρόλο τον διεκδικεί ήδη ο Μακρόν, αλλά είναι τόσο αποδυναμωμένος στην εσωτερική πολιτική της χώρας του, ώστε είναι φυσικό να έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να τον αναλάβει ο νέος Γερμανός καγκελάριος. Η πολύ κακή (έως εχθρική) σχέση του με την πρόεδρο της Κομισιόν μπορεί να είναι το μοναδικό σοβαρό εμπόδιο.
Ο Μερτς βρέθηκε εκτός πολιτικής (τον εκδίωξε η Μέρκελ) από το 2004 μέχρι το 2022. Στο μεσοδιάστημα ήταν με ιδιαίτερη επιτυχία (λέγεται ότι έκανε περιουσία πάνω από ένα δισ. ευρώ) νομικός σύμβουλος σημαντικών επιχειρήσεων. Αυτή η εμπειρία του Μερτς ίσως φανεί πολύτιμη στην αντιμετώπιση του Τραμπ, που έδειξε ότι όχι μόνο αμφισβητεί την ουσία της συμμαχικής-εταιρικής σχέσης των ΗΠΑ με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και ότι πολύ θα ήθελε να την δει να διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη.