Εκεί που φαινόταν ότι μια νέα στρατηγική, ή πάντως μια νέα απόπειρα προσέγγισης «ήρεμων νερών» στις σχέσεις με την Τουρκία όχι απλώς επιχειρούνταν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με την αντίστοιχη μετεξέλιξη της στάσης της Αγκυρας επί Ερντογάν-μετά-το-2023, (θυμίζουμε: Από τη φάση αυτή του Έβρου του 2019 ή πάλι την αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο/Ορούτς Ρέϊς το 2020, ή ακόμη το «Μητσοτάκης γιοκ!» του 2022), αλλ’ εθεωρείτο και ότι απέδιδε καρπούς και άνοιγε προοπτικές σταθερότερης προσέγγισης, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ξαναβρίσκονται σε περίοδο έντασης. Με την συνεχή αναφορά της Τουρκικής πλευράς στην «Γαλάζια πατρίδα» - προβολή των διεκδικήσεων της Άγκυρας στον θαλάσσιο χώρο. με την «απαγόρευση περιοχής» σε Ελληνικές έρευνες όχι μόνο στο όριο Ελληνικής/Κυπριακής ΑΟΖ, ή πάλι στην περιοχή Κάσου-Καρπάθου, αλλά και βορείως της Κρήτης στο ύψος του Λασιθίου (για πόντιση καλωδίου Ελλάδος-Κύπρου-(Ισραήλ), και μάλιστα έργου κοινού Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος). με την συνεχή αναφορά σε όλο και ευρύτερο πεδίο διαφορών με την Ελλάδα, με αιχμή την αμφισβήτηση της κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου όπου διατηρούνται καθεστώς αποστρατικοποίησης (σύνδεση κυριαρχίας με αφοπλισμό). Και ούτω καθεξής. Αυτά, δε με απόκτηση από την Τουρκία αεροσκαφών Eurofighter από ευρωπαϊκό κονσόρτσιουμ, σε αντιστάθμιση της προσδοκίας ελληνικών F-35, και ενώ δείχνει να προχωρά ανεμπόδιστα και η προμήθεια από την Άγκυρα των πυραύλων Meteor (παρά τις πολυδιαφημισμένες ειδικές σχέσεις Αθηνών-Παρισίων) που εκ νέου αλλάζουν το ισοζύγιο ισχύος στον εναέριο χώρο.
Διόλου παράξενο, λοιπόν, που οι προσπάθειες να δοθεί η αίσθηση – τουλάχιστον ! ότι οι σχέσεις Αθηνών-Αγκυρας (και μάλιστα Μητσοτάκη-Ερντογάν) συνεχίζουν να συντηρούν την εικόνα «ήρεμων νερών», οι σχέσεις αυτές δείχνουν τον τελευταίο καιρό να αποδυναμώνονται. Να μπαίνουν σε back burner, όπως είναι η διατύπωση της αμερικανοκεντρικής (ούτως ή άλλως) διπλωματίας. Να αποκτούν ουσιαστική αμφισβήτηση σε επίπεδο στρατηγικής – ή, για να μείνουμε στην ελληνική ακτή του Αιγαίου –, να δέχεται έντονη αμφισβήτηση το κατά πόσον υπάρχει καν στρατηγική…
Το τελευταίο αυτό, οδήγησε στο κλείσιμο του 2024 στην Ελλάδα σε ανοιχτή αμφισβήτηση των επιλογών της κυβέρνησης, ακόμη δε περισσότερο της υλοποίησης της όποιας πολιτικής επί του πεδίου. Έντονες αντιρρήσεις από το εσωτερικό της κυβερνώσας παράταξης, με τους πρώην πρωθυπουργούς Αντ. Σαμαρά και Κ. Καραμανλή έχουν διατυπωθεί, ίσως με διαφορετικό τόνο αλλά πάντως με σαφή σύγκλιση στην αμφισβήτηση. Ενώ οι συνεχείς αναβολές της προσχεδιασμένης συνάντησης Ερντογάν-Μητσοτάκη στην Άγκυρα, από αρχές του 2025 πήγαν βήμα-βήμα προς τον Απρίλιο-και-βλέπουμε, ενσωματώνουν την αμφιβολία.
Την ευθεία λοιπόν αμφισβήτηση της έως τώρα στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία – και μάλιστα με διάθεση διατύπωσης εναλλακτικής στρατηγικής – αποτυπώνει το βιβλίο αυτό του Γιάννη Βαληνάκη, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, υφυπουργού Εξωτερικών στις δυο διαδοχικές κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή (2004-2009) αλλά και βουλευτή Δωδεκανήσου. Το βιβλίο παίρνει και ξηλώνει βήμα-βήμα τις επιλογές στρατηγικής, όχι απλώς των τελευταίων ετών/των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, αλλά και ευρύτερα την στάση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία σε βάθος χρόνου. Ή, πάντως, επιδιώκει ένα τέτοιο ξήλωμα: Χωρίς ένταση στο ύφος, όμως με λογική συνολικής αποδόμησης.
Ο Γ. Βαληνάκης επισκέπτεται για χάρη του αναγνώστη τις παλιότερες φάσεις αναζήτησης προσεγγίσεων επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών: Βλέπει με κάποια στοργή την πολιτική Κωνσταντίνου Καραμανλή/Βέρνη, με σαφώς λιγότερη την στάση Ανδρέα Παπανδρέου μετά την κρίση του 1987 «υποχώρηση που πανηγυριζόταν εσωτερικά ως νίκη», με κατάληξη στο Νταβός και το mea culpa. Ενώ θέτει στον δοκιμαστικό σωλήνα τις διάφορες εκδοχές και προσδοκίες προσφυγής «στη Χάγη». Βλέπει με κριτικό μάτι – θα λέγαμε, και με κάποια μελαγχολία… – να επιχειρείται και να αποδυναμώνεται στην πράξη η λογική της χρήσεως των σχέσεων με την ΕΕ ως πεδίου επανατοποθέτησης των ελληνοτουρκικών («ξεκάθαρη τήρηση ίσως αποστάσεων από την Ένωση μεταξύ Ελληνισμού και Τουρκίας, με την υιοθέτηση «απολύτως ανούσιων όρων στα ΕλληνοΤουρκικά προκειμένου να δεχθούμε την «θετική ατζέντα» για την Άγκυρα»).
Αντίστοιχα, οι διάφορες εκδοχές διαμεσολάβησης τρίτων – η διαμεσολάβηση ΗΠΑ/Χόλμπρουκ στην κρίση των Ιμίων-2016 / «no men, no ships, no flags», η γερμανική διαμεσολάβηση «ίσως αποστάσεων» την κρίση Ορούτς Ρέϊς-2020 και η ανάλογη μεθόδευση του 2022-23 – αποφλοιώνονται από το καθησυχαστικό περίβλημά τους. Ενώ η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στην οποιαδήποτε μετεξέλιξη της ευρωπαϊκής άμυνας, με PESCO, με «Στρατηγική Πυξίδα» και με Ναυτική Στρατηγική της ΕΕ, προσεγγίζεται ως νέο δυνητικό ναρκοπέδιο, και μάλιστα μετά το Ουκρανικό («έστω και αργά, κάτι φαίνεται να κινείται προς την κατεύθυνση αξιοποίησης της αμυντικής συνεργασίας της ΕΕ ως πολλαπλασιαστή ισχύος για την Ελλάδα. Εάν όμως η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει και την Τουρκία, τότε προφανώς θα πρόκειται για δώρο άδωρον…»).
Όμως δεν περιορίζεται ο Γιάννης Βαληνάκης σε κωδικοποίηση και κριτική σύνθεση των επιφυλάξεων που έχουν διατυπωθεί για τις ελληνικές πολιτικές προσεγγίσεις – διαχρονικά – απέναντι στην Τουρκία. Όσο κι αν αυτή η δουλειά του λειτουργεί/μπορεί να λειτουργήσει ως συστηματοποίηση των επιφυλάξεων απέναντι στην (ήδη υπό υποχώρηση/υπαναχώρηση, άλλωστε) όποια στρατηγική της εποχής Μητσοτάκη. Ξεφυλλίζει και στοιχεία εναλλακτικών προσεγγίσεων, τις οποίες μάλιστα μας συστήνει ως «αναγκαία στρατηγική ανάμεσα στην ακινησία και την υποχωρητικότητα». Στη συνοπτική περιγραφή που δίνει, δύσκολα θα αντέλεγε κανείς. Δείτε: Τα βήματα βελτίωσης δεν αρκούν απέναντι στα άλματα του αντιπάλου. Απαιτείται «έξυπνη» στρατηγική όχι ανακλαστικές αντιδράσεις και ιδέες της στιγμής. Το διεθνές δίκαιο είναι απαραίτητο στήριγμα, αλλά προέχει η προώθηση του εθνικού συμφέροντος. Αξιοποιούμε κάθε δυνατό σύμμαχο ως πολλαπλασιαστή ισχύος. Τα ΕλληνοΤουρκικά δεν μετατρέπονται σε ευρωτουρκικά με την ΕΕ σε ρόλο μεσολαβητικό ή επιδιαιτητή. Ακόμη και για τις πιο απαράδεκτες Τουρκικές διεκδικήσεις απαιτείται σοβαρή, πολύπλευρη προετοιμασία.
Θα κρατούσαμε όμως, εντελώς ιδιαίτερα δυο ακόμη τοποθετήσεις Βαληνάκη: Ο αναγκαστικά μακροχρόνιος αγώνας απαιτεί αρραγή διακομματική συνεννόηση. Συν, ακόμη πιο εύστοχα/to the point: Δεν διαπραγματευόμαστε «με τον εαυτό μας»! (το θαυμαστικό ανήκει στον Γ. Βαληνάκη).
Σε αρκετά απ’ αυτά τα πεδία, το βιβλίο αφιερώνει σχετικά εκτενή – και πάντως επιχειρηματολογημένη – παρουσίαση. Έτσι, το αδιέξοδο που αφέθηκε να προκύψει από το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο οριοθέτησης ΑΟΖ – που η διαχείριση Κυριάκου Μητσοτάκη/Νίκου Δένδια άφησαν να προχωρήσει στην διεθνή σκηνή με την Ελλάδα αρκούμενη σε χαρακτηρισμούς του τύπου «άκυρο και ανυπόστατο» – και την αντίστοιχη ατολμία στην διαχείριση της οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου, αποτελεί ένα παράδειγμα. Η αμφιθυμία της Ελλάδας ανάμεσα σε ινδαλματοποίηση των ΑΠΕ/των ανανεώσιμων και σε διστακτικότητα απέναντι στην πραγματική πρόκληση των υδρογονανθράκων, σε αντίθεση με την προβολή μιας θετικής λογικής «κόμβου ενέργειας και διασυνδεσιμότητας» για την Ελλάδα (υποθέτει κανείς, όχι μόνο με δελτία Τύπου ή/και επίσημες ομιλίες…) είναι ένα άλλο παράδειγμα.
[Η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της ηλεκτρικής διασύνδεσης (Ισραήλ) – Κύπρου – Κρήτης –(ΕΕ) με τον Great Sea Interconnector – ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ – δίνει τον τόνο].
Ακόμη-ακόμη, οι αναφορές στην too little-too late αναβάθμιση της συμμαχίας με ΗΠΑ, στην περιβόητη συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με Γαλλία (την οποία ο Βαληνάκης δεν διστάζει να χαρακτηρίσει «χρυσωρυχείο ευκαιριών»), αλλά και στην στάθμιση της σχέσης με τον κατεξοχήν «πολλαπλασιαστή ισχύος» που είναι το Ισραήλ (ιδίως σε σχήμα 3+1 με την προσέλευση ΗΠΑ), είναι αναφορές που συνειδητά δείχνουν προς μια κατεύθυνση ενεργητικής στρατηγικής. Και όχι επιμελημένης μη-κινητικότητας, τύπου Μολυβιάτη (με τον οποίο ο Γιάννης Βαληνάκης συνυπηρέτησε επί Κώστα Καραμανλή). Όμως…
… Όμως έτσι το ‘χει φέρει ο βαρύς βηματισμός της μεγάλης Ιστορίας, ώστε οι προσπάθειες τέτοιου τύπου θεμελίωσης στρατηγικής πέραν της αναζήτησης/προσευχής για «ήρεμα νερά» με την Τουρκία να δημιουργούν νέα προβλήματα. Τα οποία μόνον εν μέρει πρόλαβε να ενσωματώσει στην συλλογιστική του το βιβλίο.
Παράδειγμα: Η τρομερή πρόταση Τραμπ για την Γάζα, όπως ήρθε να ολοκληρώσει τις πρακτικές του Ισραήλ που άγγιξαν την εθνοκάθαρση στην περιοχή.
Άλλο παράδειγμα: Η διαφαινόμενη απροθυμία της Γαλλίας να «ακούσει» τις ελληνικές αντιρρήσεις για την πώληση των πυραύλων Meteor στην Άγκυρα για χρήση στα υπό απόκτηση Eurofighter της – αφού ολοκληρώθηκαν οι αντίστοιχες προμήθειες Rafale αλλά και Belh@rra στην Αθήνα, υπό την συμφωνία της «αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής».
Όλα αυτά, και ενώ η άλλη προσέγγιση Βαληνάκη – μια αναφορά που θυμίζει αχνά την προ πολλού λησμονημένη ιστορία Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, μνήμης Γεράσιμου Αρσένη… – στην σκοπιμότητα να συμπεριληφθεί η Κύπρος «στον ενιαίο εθνικό σχεδιασμό», σαν να προσκρούει στις νέες συνθήκες, μετά και το Μεσανατολικό νέας εποχής!
Γι αυτό και θα συμφωνήσει κανείς χωρίς πρόβλημα στην διάγνωση περί επιλογής «από μεγάλο τμήμα του ελληνικού πολιτικού προσωπικού (αλλά και της κοινωνίας)» να πιστεύει, ασυνείδητα ή μη, ότι η κατάσταση είναι διαχείριση με «ανυποχώρητο» πολιτικό λόγο, με επικοινωνιακές ακροβασίες και με αναβολή των «καυτών» φακέλων για το μέλλον». Ακόμη περισσότερο όμως, ότι αυτού του είδους οι βολικές και αυτάρεσκες στάσεις (ο χαρακτηρισμός δικός μας, όχι του Γ. Βαληνάκη…) καταδεικνύουν εν τέλει άγνοια κινδύνου μπροστά σε έναν «εξόχως αναθεωρητικό και επιθετικό γείτονα […] κατά μήκος του άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος, συν τω χρόνω αυξανόμενο σε επικινδυνότητα».
Πλην όμως, πέρα από την συνεχή επαναφορά του ζητήματος των εξοπλισμών – όπου έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί το πώς ο Βαληνάκης φιλοξενεί την άποψη ότι «τα έθνη κερδίζουν τους πολέμους, όχι οι στρατοί» – δεν βρήκαμε στο βιβλίο αυτό μια ευκρινή πρόσκληση/πρόκληση σε συνειδητοποίηση ότι μπροστά μας βρίσκεται η διακινδύνευση.
Η ανάληψη κινδύνου.
Η καταβολή κόστους – όχι δε ΜΟΝΟΝ των εξοπλιστικών.
Η απαλλαγή από απλοϊκότητες του τύπου «η Ευρώπη ασφαλές λιμάνι».
Η δυσαρέστηση συμμάχων (ωχ!) και προστατών (ωχ! ωχ!).
Χωρίς όμως αυτά τα τελευταία, νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, δεν!...