Το όραμα του Ντόναλντ Τραμπ Make America Great Again (MAGA) επιβραβεύθηκε για δεύτερη φορά στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου. Και στις 20 Ιανουαρίου, κατά τη διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας του, ο Αμερικανός πρόεδρος παρουσίασε το όραμά του σε μια άκρως προκλητική ομιλία. Ένα δόγμα “σοκ και δέος” για ολόκληρο τον πλανήτη, κυρίως γιατί χαρακτηρίζεται από μια “αυτοκρατορική” αντίληψη, αλλά και από σημαντικές αντινομίες που θα καθίστανται ολοφάνερες προϊόντος του χρόνου.
Παρενέργειες της δασμολαγνείας
Η εμμονή του Τραμπ με τους δασμούς ως βασικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής μπορεί να αποφέρει κάποια βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, όπως π.χ. έναντι χωρών που καλούνται να υποδεχθούν μετανάστες απελαθέντες από τις ΗΠΑ. Είναι πολύ πιθανό, επίσης, οι δασμοί ή έστω η απειλή για την αύξησή τους να οδηγήσουν σε μείωση του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος με άλλες χώρες.
Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η επιβολή δασμών θα αυξήσει τις τιμές για τους καταναλωτές στις ΗΠΑ, υπονομεύοντας την υπόσχεση του Τραμπ να ελέγξει τον πληθωρισμό και το υψηλό κόστος ζωής. Δεν αποκλείεται το πρόβλημα αυτό που χρεώθηκε στην προηγούμενη διοίκηση και ως ένα βαθμό επανέφερε τον Τραμπ στην εξουσία να το αντιμετωπίσει ο ίδιος κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας του.
H υπερβολική χρήση οικονομικών κυρώσεων από την Ουάσιγκτον θα μπορούσε να καταστήσει το όπλο αυτό λιγότερο αποτελεσματικό, ενθαρρύνοντας άλλα έθνη να δημιουργήσουν συμπράξεις και δίκτυα που οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τα επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό. Οι δασμοί και ο οικονομικός εκβιασμός θα αναγκάσουν πολλές άλλες χώρες να αναζητήσουν εναλλακτικές αγορές και να εμβαθύνουν τους δεσμούς τους με αντιπάλους όπως η Κίνα, ώστε να είναι λιγότερο ευάλωτες σε αμερικανικές πιέσεις.
Δύσκολο να είσαι περιστερά της ειρήνης
Σε ό,τι αφορά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Αμερικανός πρόεδρος ήδη έρχεται αντιμέτωπος με την μεγαλοστομία του. Η προεκλογική του υπόσχεση ότι θα έβαζε τέλος στον πόλεμο εντός μιας ημέρας ήταν προδήλως υπερβολική και ουδείς την πήρε τοις μετρητοίς. Τώρα, όμως, ο Τραμπ καλείται να λύσει μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση, από την οποία εξαρτάται όχι μόνο η αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη και η συνοχή της ατλαντικής συμμαχίας, αλλά και το γόητρο του ίδιου.
Αφενός μεν, θεωρείται δεδομένη η δραστική μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, αν και δεν αποκλείεται στο εξής να δούμε πωλήσεις οπλικών συστημάτων στο Κίεβο – κάτι που συνάδει πλήρως με την επιχειρηματική λογική του Τραμπ. Αφετέρου δε, σημαντικές παραχωρήσεις στον Πούτιν στις επικείμενες συνομιλίες για το τέλος του πολέμου – ή, το πιθανότερο, κάποια μορφή εκεχειρίας – θα κλόνιζαν τον μύθο για τον Τραμπ ως πανίσχυρο ηγέτη και ικανότατο διαπραγματευτή. Αυτό θα ήταν πλήγμα τόσο για το κύρος των ΗΠΑ, όσο και για την προσωπική αυτοπρόσληψη (self-image), την εικόνα δηλαδή που έχει για τον εαυτό του ο Αμερικανός πρόεδρος που καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από το υπερμέγεθες εγώ του.
Ένα από τα πολλά σενάρια που συζητιούνται σε μεγάλες πρωτεύουσες αφορά τον πιθανό ρόλο του Πεκίνου ως γέφυρας μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η Κίνα έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να φιλοξενήσει την συνάντηση κορυφής Τραμπ-Πούτιν. Δεδομένης της επαμφοτερίζουσας στάσης της κινεζικής ηγεσίας και της κατ’ ουσίαν στήριξης που παρέχει το Πεκίνο τα τελευταία τρία χρόνια στον Πούτιν, θα ήταν αντιφατικό να αποδεχθεί ο Αμερικανός πρόεδρος την εμπλοκή της Κίνας στις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. Αν μη τι άλλο, μ’ αυτόν τον τρόπο ο Τραμπ θα προσέφερε ένα πολύτιμο δώρο στον Σι Τζινπίνγκ, τον ηγέτη του υπ’ αριθμόν ένα αντιπάλου των ΗΠΑ.
Η μονομέρεια των ΗΠΑ ως μπούμερανγκ
Το δόγμα “Πρώτα η Αμερική” που πρεσβεύει ο Ντόναλντ Τραμπ και η επιμονή του σε μονομερείς δράσεις, σε συνδυασμό με την απέχθειά του για πολυμερείς συμβάσεις και διεθνείς οργανισμούς, ανοίγει τεράστια κενά, στα οποία χρόνια τώρα διεισδύει η Κίνα - ένα αποτέλεσμα εκ διαμέτρου αντίθετο των επιδιώξεων του Αμερικανού προέδρου. Η απροκάλυπτα συναλλακτική και εν πολλοίς κυνική στάση του Τραμπ έναντι όλων, συμμάχων και αντιπάλων, δίνει την ευκαιρία στην Κίνα να εμφανίζεται ως υπεύθυνη δύναμη που προσφέρει παγκόσμια δημόσια αγαθά, με πιο γνωστό παράδειγμα τη συμβολή της στην πράσινη μετάβαση ως απάντηση στην κλιματική κρίση.
Το Πεκίνο θα εκμεταλλευθεί μεθοδικά την μονομέρεια της διοίκησης Τραμπ αντιπαραβάλλοντας δικές του διεθνείς πρωτοβουλίες, όσο κι αν αυτές είναι κυρίως πομπώδεις εξαγγελίες κενές ουσιαστικού περιεχομένου, π.χ. η Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ανάπτυξης (GDI), η Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ασφάλειας (GSI) και η Παγκόσμια Πρωτοβουλία Πολιτισμού (GCI).
Η δε απόσυρση των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα – είναι λάθος. Όχι μόνο γιατί ο κίνδυνος νέων πανδημιών δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά επίσης γιατί μ’ αυτήν την απόφαση η διοίκηση Τραμπ διευκολύνει την Κίνα να έχει βαρύνοντα λόγο στον ΠΟΥ και να αποσείσει τις τεράστιες ευθύνες που φέρει για το ξέσπασμα και την παγκόσμια εξάπλωση του κορωνοϊού το 2020.
Η πεποίθηση του Τραμπ ότι η Αμερική μπορεί να συμπεριφέρεται ως μοναδική υπερδύναμη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτή η αντίληψη θα ταίριαζε στη δεκαετία του 1990, όταν οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν θριαμβευτικά ως νικητής στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση με την Σοβιετική Ένωση, αλλά όχι στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η διεθνής σκηνή έχει εισέλθει οριστικά σε μια νέα ιστορική φάση πολυπολισμού και πολυκεντρισμού, με την εκτόξευση της Κίνας μετά την προσχώρησή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, την επιστροφή της Ρωσίας στην διεθνή σκηνή μετά το 2000, την άνοδο της Ινδίας τα τελευταία χρόνια, αλλά και την ανάδυση μιας πλειάδας μεσαίων δυνάμεων.
Αποξένωση συμμάχων και ομοϊδεατών
Ο προηγούμενος Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν έκανε συνειδητή προσπάθεια να αποκαταστήσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με συμμάχους και ομοϊδεάτες, αναγνωρίζοντας ότι η χώρα του δεν είναι πια η μοναδική υπερδύναμη. Ο Τραμπ κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, καταστρέφοντας πολύχρονους δεσμούς με πλήθος χωρών, πολλές από τις οποίες δεν ανήκουν απαραίτητα στο δυτικό και φιλελεύθερο στρατόπεδο. Μ’ αυτόν τον τρόπο καθιστά τις ΗΠΑ πιο επισφαλείς σε περίπτωση μείζονος διεθνούς κρίσης.
Η τάση αποστασιοποίησης από την Αμερική του Τραμπ ήδη διαφαίνεται σε αρκετές χώρες που θεωρούνται σύμμαχοι και ομοϊδεάτες των ΗΠΑ, αλλά φροντίζουν να διατηρήσουν ομαλές σχέσεις και με την Κίνα. Στην Ασία, τόσο η Ινδία όσο και η Ιαπωνία, αμφότερες μέλη του σχηματισμού Quad, δείχνουν να μετριάζουν την ρητορεία τους έναντι του Πεκίνου. Δεν είναι καθόλου τυχαία η σχετική αναθέρμανση των σχέσεων Κίνας-Ινδίας, όπως πιστοποιείται με την εκτόνωση της έντασης στα διαφιλονικούμενα εδάφη κατά μήκος των κοινών συνόρων τους και την αποκατάσταση της αεροπορικής σύνδεσης μεταξύ των δύο χωρών. Σημάδια βελτίωσης καταγράφονται και στις παραδοσιακά τεταμένες σινοϊαπωνικές σχέσεις, καθώς η Κίνα αυξάνει την ποσόστωση για εισαγωγές από την Ιαπωνία, ενώ χαμηλώνει τους τόνους και στην αντιπαράθεση με το Τόκιο για πιθανή μόλυνση του θαλάσσιου περιβάλλοντος με απόβλητα από το κατεστραμμένο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα.
Στην Μέση Ανατολή, οι εξαγγελίες του Τραμπ για μεταφορά των Παλαιστινίων σε γειτονικές χώρες και μετατροπή της Γάζας σε “Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής” φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση την Αίγυπτο και την Ιορδανία, τις χώρες δηλαδή που υπέγραψαν τις ιστορικές συμφωνίες ειρήνης με το Ισραήλ το 1979 και το 1994, αντίστοιχα. Π. χ. πληθαίνουν οι πληροφορίες για συζητήσεις μεταξύ της Κίνας και αραβικών κρατών, π.χ. της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, τα οποία εξετάζουν το ενδεχόμενο να αγοράσουν κινεζικά μαχητικά αεροσκάφη.
Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει ότι επίκειται αύξηση δασμών στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Οι εξαγγελθέντες πρόσθετοι δασμοί ύψους 25% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου ήδη θίγουν μεταξύ άλλων και ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως τη Γερμανία. Και μένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν οι ευρωαμερικανικές οικονομικές σχέσεις στο σύνολό τους τους επόμενους μήνες. Σημειώνεται ότι η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, γνωστή για τις επικριτικές θέσεις της έναντι του Πεκίνου, έχει ήδη αφήσει υπονοούμενα για μεγαλύτερα ανοίγματα προς την Κίνα ως απάντηση στις απειλές του Τραμπ για εμπορικό πόλεμο με την Ευρώπη.
Ποια θα είναι η παρακαταθήκη του Τραμπ;
Ο προσωπικός ορίζοντας του Τραμπ ως 47ου προέδρου των ΗΠΑ είναι σχετικά βραχύς. Ξεκίνησε την δεύτερη – και τελευταία – θητεία του, εκτός από το γεγονός ότι είναι ήδη ο γηραιότερος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ. Είναι πιθανό, εκμεταλλευόμενος το οικονομικό βάρος και την στρατιωτική ισχύ της χώρας του, να εξαναγκάσει πολλά άλλα κράτη να συμμορφωθούν με τις επιθυμίες του.
Ωστόσο, η έσχατη ειρωνεία είναι ότι ο μεγαλεπήβολος στόχος του 47ου προέδρου να ξανακάνει την Αμερική ένδοξη, αν έτσι μεταφράζεται το σύνθημα MAGA, είναι πιθανώς και ο πιο δύσκολος. Κι αυτό διότι, εκτός από την ωμή δύναμη, η δόξα προϋποθέτει και σεβασμό και θαυμασμό από τις υπόλοιπες χώρες – κάτι που δεν κερδίζεται με απειλές και βάναυσες προσβολές.
Σε ιστορικό βάθος, ο Τραμπ καταδικάζει τη χώρα του σε περιορισμό της όποιας αίγλης και ήπιας ισχύος είχαν οι ΗΠΑ διεθνώς επί πολλές δεκαετίες. Η αντινομία σ’ αυτήν την περίπτωση συνίσταται στο χάσμα μεταξύ της επίτευξης βραχυπρόθεσμων στόχων που θέτει ο νυν πρόεδρος και της μακροπρόθεσμης αποδυνάμωσης των ΗΠΑ στο διεθνές στερέωμα. Δεν είναι απίθανο, λοιπόν, ενώ ο Τραμπ βλέπει τον εαυτό του ως πανίσχυρο “πλανητάρχη”, να κληροδοτήσει στους επόμενους Αμερικανούς προέδρους το στάτους του δυτικού “ημισφαιριάρχη”.
(*) Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών,
Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)