Όταν το τραύμα αποδεικνύεται βαθύτερο, η δυσπιστία δηλητηριάζει τον αέρα και η οργή γεμίζει την πλατεία, πώς ξανακερδίζεται η χαμένη εμπιστοσύνη, πώς αποκαθίσταται το αίσθημα δικαιοσύνης και η κλονισμένη σχέση αντιπροσώπευσης; Δεν υπάρχει συνταγή, προφανώς. Μα έβρισκα πάντα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την εμπειρία μιας μικρής, παράξενης χώρας που είχε γίνει κάποτε, με την πρόδρομη δική της χρεοκοπία, ο προάγγελος και της δικής μας μοίρας.
Η Ισλανδία ήταν μια χώρα με υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα και με τον χαμηλότερο συντελεστή ανισότητας, την μικρότερη απόσταση ανάμεσα στο πλουσιότερο και το φτωχότερο 10% του πληθυσμού από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο. Μια τυπική σκανδιναβική κοινωνία με ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία και ισχυρό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Κι έπειτα η Ισλανδία ξελογιάστηκε από τις σειρήνες του απορυθμισμένου καπιταλισμού. Το τραπεζικό της σύστημα απελευθερώθηκε από τα ρυθμιστικά δεσμά. Το χρήμα έτρεχε, κυριολεκτικά, στους δρόμους. Οι αποχαλινωμένες ισλανδικές τράπεζες έγιναν για λίγα χρόνια ένα διεθνές Ελντοράντο απληστίας και διαφθοράς. Οι δανειακές τους υποχρεώσεις ξεπέρασαν το δεκαπλάσιο του εθνικού εισοδήματος. Και όταν η χρεοκοπία της Λίμαν στην Νέα Υόρκη έδωσε το σινιάλο, τον Σεπτέμβριο του 2008, οι ισλανδικές τράπεζες κατέρρευσαν. Το κράτος τις διέσωσε με δημόσιο χρήμα και, φυσικά, χρεοκόπησε το ίδιο. Το εθνικό νόμισμα έχασε τα δύο τρίτα της αξίας του, το ΔΝΤ κατέπλευσε στις ισλανδικές ακτές, οι άνθρωποι, κεραυνοβολημένοι, έχασαν τα πάντα μέσα σε λίγες ημέρες. Η οργή ξεχείλισε. Για πρώτη φορά στην ιστορία του νησιού οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινές, μαζικές και οργισμένες. Ζητούσαν εξήγηση, λογοδοσία, δικαιοσύνη.
Πώς γιατρεύτηκε η πληγή;
Η Βουλή αποφάσισε να διερευνήσει τις αιτίες της συμφοράς. Αλλά δεν συγκρότησε μια διακομματική επιτροπή σαν αυτές που συστηματικά εξευτελίζονται παρ’ ημίν, με προαποφασισμένα τα πορίσματα, αθωωτικά και καταδικαστικά. Ανέθεσε την έρευνα σε μια ανεξάρτητη επιτροπή, που αποτελούσαν ένας ανώτατος δικαστής, ο Συνήγορος του Πολίτη και μια διακεκριμένη Ισλανδή οικονομολόγος, καθηγήτρια στο Yale. Η επιτροπή προσέλαβε δεκάδες συμβούλους και ερευνητές, είχε απεριόριστες ανακριτικές εξουσίες, κατάσχεσε τραπεζικά αρχεία, εξέτασε 150 μάρτυρες και εργάστηκε με απόλυτη μυστικότητα, επί 15 μήνες. Κανείς δεν τόλμησε να παρέμβει στις εργασίες της. Ούτε μια λέξη δεν μαθεύτηκε ποτέ από όσα η Επιτροπή συζητούσε. Και ξαφνικά, μια μέρα, το πόρισμα δίδεται στην δημοσιότητα. Διανέμεται δωρεάν σε κάθε σπίτι, το διαβάζουν ολόκληρο στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ηθοποιοί απαγγέλουν το κείμενο σε κατάμεστα θέατρα. Το σοκ ήταν ισχυρό. Αλλά και καθαρτήριο. Όταν βρέθηκα στην Βουλή την ημέρα της ψηφοφορίας για την παραπομπή του πρώην πρωθυπουργού στο ειδικό δικαστήριο, βάσει εκείνου του πορίσματος της επιτροπής, παρακολούθησα μια συζήτηση, από την οποία δεν καταλάβαινα βέβαια λέξη, αλλά εντυπωσιαζόμουν από την ηρεμία της. Ήταν αδύνατο να μαντέψω ποιος ανήκε σε ποιο κόμμα, ποιος ψήφιζε υπέρ και ποιος κατά. Και η πλατεία μπροστά από την Βουλή, όπου λίγους μήνες νωρίτερα κροτάλιζαν κατσαρόλες και έβραζε ο θυμός των πρώτων «αγανακτισμένων», ήταν τώρα άδεια. Η χώρα είχε γαληνέψει.
Εμείς δεν κάναμε ποτέ κάτι αντίστοιχο. Ούτε για την χρεοκοπία και τις αιτίες της- γι’ αυτό και η πληγή μένει ανοιχτή και με πρώτη αφορμή κακοφορμίζει. Ούτε για κάποια άλλη από τις υποθέσεις που μας σημάδεψαν. Ούτε για τα Τέμπη, φυσικά- όπου το τραύμα συνεχίζει να αιμορραγεί θυμό και δυσπιστία. Για το δικό μας πολιτικό σύστημα, η πολιτική είναι πάντα ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου ό,τι κερδίζει ο ένας το χάνει ο άλλος. Όπου δεν υπάρχει ποτέ ούτε κοινός τόπος ούτε αυτοπεριορισμός ούτε κανόνες που δεσμεύουν. Όπου δεν μεταβιβάζεται ούτε κόκκος εξουσίας σε αποκεντρωμένες ή ανεξάρτητες αρχές. Όπου η λογοδοσία εκλαμβάνεται όχι ως υποχρέωση απέναντι στους εντολείς της δημοκρατίας, την κοινωνία των πολιτών, αλλά ως ασυγχώρητη δειλία και υποχώρηση στους πολιτικούς αντιπάλους. Και όπου, αν τύχει «στραβή στην βάρδια μας», πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να κουκουλωθεί, κάπως να δικαιολογηθεί και τέλος πάντων να ξεχαστεί, με κάθε τρόπο, επειδή οι άλλοι, οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, θα κάνουν ότι μπορούν για να την εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο για «να μας ρίξουν».
Κι επειδή αυτή η αρρώστια της πολιτικής είναι ενδημική και χρόνια, την έχουμε πια συνηθίσει, την θεωρούμε αυτονόητη, έχουμε εθιστεί σε αυτήν με τον τρόπο του Μιθριδάτη και δεν μας κάνει εντύπωση, για να αντιδράσουμε, για να αποδοκιμάσουμε ή να ξεσηκωθούμε, δεν αρκεί να την περιγράψουμε ως αυτό που είναι, πρέπει να την φουσκώσουμε, να την αλατίσουμε με φοβερά, κρυμμένα μυστικά, πρέπει να την φορτώσουμε, για παράδειγμα, με χαμένα βαγόνια και μυστικά φορτία που τεκμηριώνουν την συγκάλυψη. Αλλιώς δεν θα συγκινηθεί κανείς.
Η πολιτική αντιπαράθεση βρίσκει έτσι καύσιμη ύλη για να ανακυκλωθεί, ίδια και απαράλλαχτη. Για να εκτονωθεί ο θυμός άγονος, δίχως να κινήσει διορθωτικές διαδικασίες. Για να εκταμιευτούν όλα σε κάποιο πολιτικό ταμείο, χωρίς να αλλάξει τίποτε, ούτε στις αιτίες της συμφοράς, όποια κάθε φορά μας έχει βρει, ούτε προπάντων στα ήθη και τα έθιμα της πολιτικής.
Οι πιο αισιόδοξοι είχαν πιστέψει πως η φοβερή εμπειρία της δεκαετούς μάχης με την χρεοκοπία κάτι θα είχε αλλάξει, κάποιο αποτύπωμα σοφίας θα είχε αφήσει στον κόσμο της πολιτικής. Αλλά η αισιοδοξία δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη. Στον ίδιο φαύλο κύκλο κινούμαστε, στα ίδια αδιέξοδα σκοντάφτουμε. Θα ήταν αποκαρδιωτικό, έτσι κι αλλιώς. Αλλά μπορεί να αποδειχθεί πιο επικίνδυνο στο νέο διεθνές περιβάλλον, στον καινούργιο, γενναίο κόσμο που ανατέλλει, όπου το πραγματικό επίδικο δεν είναι πια η αλλαγή κάποιων πολιτικών ή στρατηγικών συσχετισμών, μα η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία και οι θεσμοί της, οι εγγυήσεις των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που θεωρούσαμε ως τώρα δεδομένες.