Οι οριζόντιες μεταρρυθμίσεις, κατά την μεταπολίτευση, στην οργάνωση και λειτουργία του κράτους, στη χώρα μας, ήταν, πάντοτε, είδος εν ανεπαρκεία. Ήταν πολύ λίγες και γίνονταν πολύ δύσκολα.
Εξαιρουμένης της περιόδου 1996-2004 (πρωθυπουργία Κ. Σημίτη) δεν υπάρχει στη μεταπολεμική μας ιστορία άλλη περίοδος τόσο πυκνών και, κυρίως, σημαντικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων (Συνήγορος του πολίτη, Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, Σχέδιο «Καποδίστριας» για τη ανασυγκρότηση των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ). Τα αξιοπρόσεκτα εκείνης της περιόδου ήταν η πίστη και η επιμονή στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων παρά την περιορισμένη ελληνική τεχνογνωσία και τους ακόμη πιο περιορισμένους πόρους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν παρεμβάσεις σημειακού η/και τοπικού χαρακτήρα με κύριο χαρακτηριστικό τους την κατάτμηση και την σταδιακή εφαρμογή τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάνεται η δυναμική των μεταρρυθμίσεων και οι ενσωματωμένοι μηχανισμοί αδράνειας και αντίστασης στις αλλαγές να εξουδετερώνουν τα όποια θετικά των μεταρρυθμίσεων.
Στην περίοδο της επιτροπείας, οι δανειστές επικεντρώθηκαν στη μείωση του μισθολογικού και συνταξιοδοτικού κόστους, με αποτέλεσμα ακόμη και οι μεταρρυθμίσεις που ήταν ώριμες (πχ. στοχοθεσία, απλούστευση διαδικασιών, καλή νομοθέτηση), πάγωσαν είτε εξαντλήθηκαν στην ψήφιση κάποιων κανονιστικών ρυθμίσεων. Η τακτική της Τρόικας συμβάδιζε με την απροθυμία, ιδίως, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να τις προωθήσει.
Η παρούσα διακυβέρνηση παρουσιάστηκε σαν έτοιμη από καιρό με πομπώδεις εξαγγελίες περί επιτελικού κράτους, ενώ, ταυτόχρονα επιχείρησε την ιδιοποίηση των πελατειακών δικτύων. Η ασταθής αυτή ισορροπία είχε ως αποτέλεσμα, από τη μια, να ανακοινώνονται και να ψηφίζονται μεταρρυθμίσεις που, για χρόνια, παρέμεναν παγωμένες κι, από την άλλη, η εφαρμογή τους να χωλαίνει η να εγκαταλείπεται τελείως και, ταυτόχρονα, να προωθούνται κλασικές πελατειακές διευθετήσεις.
Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποδίδονται στην «φύση» της γραφειοκρατίας- κι όχι στην έλλειψη μηχανισμών εφαρμογής και στην αδύναμη ηγεσία-και οι τροποποιήσεις των αρχικών κανόνων που προκαλούν, με τη σειρά τους, νέες καθυστερήσεις, στην ταχεία μεταβολή των συνθηκών. Ο νόμος για τον εσωτερικό έλεγχο, για παράδειγμα, ψηφίστηκε το 2021, αλλά η πρώτη εγκύκλιος εφαρμογής του δημοσιεύτηκε εννέα μήνες μετά την ψήφισή του, στις 17-01-2022. Δύο χρόνια, μετά, ο αρχικός νόμος τροποποιήθηκε (ν.5013/2023) και τρεις μήνες μετά, με νέα εγκύκλιο, ανα-οριοθετήθηκε η έκταση της εφαρμογής του.
Ενώ η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα είναι επιδοκιμαστέα, όταν προσθέτει αξία στη γνώση και την απόδοση του Δημοσίου, μετατρέπεται σε εμπόδιο όταν, απλώς, μεταφέρει πληροφορίες. Αυτό συμβαίνει, σήμερα, με τη γενικευμένη αδυναμία των αναδόχων διοικητικών έργων να περιγράψουν την υφιστάμενη κατάσταση, να αξιολογήσουν τα εμπόδια και τις ευκαιρίες για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, με συνέπεια την άκριτη μεταφορά διοικητικών μοντέλων με «one-size-fits-all» χαρακτήρα. Η βαθμιαία εκχώρηση των έργων των κοινοτικών προγραμμάτων και πρωτοβουλιών σε εταιρείες συμβουλευτικής με μηδενική γνώση της διοικητικής ενδοχώρας, έχει οδηγήσει στην αδυναμία προσαρμογής των (όποιων) λύσεων.
Εν τω μεταξύ, η διακυβέρνηση ασκεί με ενάργεια τις πελατειακές πρακτικές που υποτίθεται ότι καταπολεμούσε. Οι μετακλητοί από 2500, το 2019, ανέρχονται σε 3347, στο τέλος του 2022, και αναβαθμίζονται, αφού παράνομα και αντισυνταγματικά χορηγείται σε κάποιους απ’ αυτούς το δικαίωμα υπογραφής διοικητικών πράξεων.
Εξ άλλου, η διαφάνεια πλήττεται θανάσιμα από την κατάχρηση των απευθείας αναθέσεων με πρόσχημα την πανδημία είτε τις φυσικές καταστροφές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΑΑΔΗΣΥ, από 1/1/2020 έως 30/6/2022 υπογράφηκαν 353.272 απευθείας αναθέσεις με συνολικό κόστος 3,86 δισ. ευρώ. Από το σύνολο των απευθείας αναθέσεων μόνο 14.945 αφορούν την covid-19 με το συνολικό κόστος τους να ανέρχεται σε 380 εκατ. ευρώ. Τα υπόλοιπα αφορούσαν ποικίλα άσχετα αντικείμενα. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται παρά τις επαναλαμβανόμενες επιφυλάξεις και την κριτική του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίο εκφράζει έντονες επιφυλάξεις για την κατάχρηση του «επείγοντος», που αποτέλεσε τον Δούρειο Ίππο για την παράκαμψη της διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις.
Συμπερασματικά, βιώνουμε μια περίοδο κατά την οποία οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις έχουν μετατραπεί σε κελύφη με συμβολικό νόημα, ενώ κατά το ουσιαστικό τους περιεχόμενο έχουν ακυρωθεί (hollowing out). Η Δημόσια Διοίκηση παραμένει ένας πόρος αναξιοποίητος, πορευόμενη, ακόμη μια φορά, υπό τα καυδιανά δίκρανα της πελατοκρατίας.