Η Κυριακή των Τεμπών διέλυσε την ψευδαίσθηση κυριαρχίας. Η πεποίθηση ότι, εφόσον δεν υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση, όλοι και όλα είναι διαχειρίσιμα, μπορείς να κινείς τα νήματα και με μαεστρία να ελέγχεις το παιγνίδι, αποδείχτηκε αφελής. Μαζί, κατέρρευσε και η εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια των κυβερνώντων, αφενός: Ουδείς πιστεύει ότι ανακάλυψαν την αλήθεια την Κυριακή. Αυτό που εκείνη την ημέρα αντιλήφθηκαν ήταν ότι όλοι οι άλλοι γνώριζαν πως τους έλεγαν ψέματα. Αφετέρου, στη διαχειριστική ικανότητά τους: Μέχρι την Κυριακή έλεγαν αυτά που τους είχαν πει. Μετά την Κυριακή, δύο χρόνια από την τραγωδία, είπαν ότι (παρότι έχουν στα πόδια τους ολόκληρο κράτος, ΕΥΠ, μηχανισμούς, υποκλοπές) δεν γνωρίζουν τί συνέβη. Και περιμένουν να μάθουν την αλήθεια για την τραγωδία από τον ανακριτή...
Την περασμένη Κυριακή, δεκάδες χιλιάδες πολίτες κάθε ηλικίας και κομματικής τοποθέτησης, που απαιτούσαν δικαιοσύνη, ανιχνεύτηκαν από τα -τυφλά έως τότε- κυβερνητικά ραντάρ. Στα ευρήματα των κυλιόμενων δημοσκοπήσεων, ότι ένα τραμπικό πολιτικό ρεύμα σχηματοποιείται με ταχύ ρυθμό και ότι η ΝΔ έχει σημαντικές διαρροές προς τα δεξιά της, ήρθαν να προστεθούν περίπου 200 συλλαλητήρια στην Ελλάδα αλλά και εκτός επικράτειας. Σε αυτά, η διάψευση των προσδοκιών, ο θυμός από την απαξίωση των θεσμών, η οργή από την πρωτοφανή διεύρυνση των ανισοτήτων και η κόπωση από το επί τόπου «μεταρρυθμιστικό» τροχάδην πεντέμισι ετών, συναντήθηκαν με το αίτημα για διαφάνεια και δικαιοσύνη στα Τέμπη. Ο πρωθυπουργός ένιωσε ότι είναι, και προσωπικά, σε διάσταση με το κοινό αίσθημα.
Μια σοβαρή υπόθεση διεκδικεί επιβεβαίωση: Ότι η κυβερνητική πορεία δεν είναι αναστρέψιμη, ότι ίσως ξεπεράστηκε το tipping point, το σημείο μετά το οποίο δεν είναι εφικτή η ανάταξη, η αναστροφή της καθόδου. Τις αμέσως επόμενες ημέρες θα φανεί αν η κυβερνητική ηγεσία έχει το κουράγιο να αντιδράσει ή σιωπηρά καταθέτει τα όπλα, από την απόφασή της να τολμήσει να προχωρήσει άμεσα σε κυβερνητικό ανασχηματισμό είτε να αφήσει τα πράγματα ως έχουν, να συνεχίσουν να τσουλάνε -κι όπου βγει. Διότι ένας ανασχηματισμός δεν είναι, πλέον, εύκολη υπόθεση, αφενός γιατί είναι λεπτές οι ισορροπίες και οξυμένα τα πάθη στην κοινοβουλευτική ομάδα, αφετέρου γιατί δεν υπάρχει «πάγκος» και, τέλος, γιατί το 2025 δεν είναι 2019 –όταν αρκετοί, χωρίς ιδιοτέλεια, θα εύρισκαν ελκυστική τη συμμετοχή τους σε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι καιροί άλλαξαν.
Ακόμα κι αν γίνει ανασχηματισμός, ωστόσο, το πιθανότερο είναι ότι η χώρα θα πορευτεί πλέον με μια μη ισχυρή κυβέρνηση.
Αυτό καθαυτό δεν είναι καλό, ιδιαίτερα ενόψει μιας μακράς περιόδου διεθνούς αναστάτωσης, έντονης μεταβλητότητας στις αγορές, με σμήνη αβεβαιότητες οικονομικού και γεωπολιτικού χαρακτήρα. Ακόμα χειρότερα, αν η κυβέρνηση μετατοπίζεται δεξιότερα (παρακολουθώντας τις συνέπειες της δικής της πολιτικής, αντί να αλλάζει πολιτικές), αν γίνεται περισσότερο ευάλωτη στις πιέσεις μεγάλων συμφερόντων και βάζει στην κατάψυξη κάθε άξια λόγου μεταρρύθμιση στο εσωτερικό της χώρας και κάθε φιλόδοξο στόχο στις διεθνείς σχέσεις της. Η κινδυνολογία για αποσταθεροποίηση κι ο φόβος, καίνε χρόνο, και με την παράταση της αποτελμάτωσης φέρνουν την αποσταθεροποίηση πιο κοντά. Αν οι μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις δεν απαντηθούν με σύγχρονες, πραγματικά προοδευτικές πολιτικές και με δικαιοσύνη, ίσως τις διαδεχτούν οι κοινωνικές εκρήξεις. Το δάπεδο, πάντως, έχει πλημμυρίσει από βενζίνη.