Η ανάδειξη του Ντ. Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ προκαλεί αναταράξεις και ανακατατάξεις σε όλο τον κόσμο, αναπόφευκτα και καθ’ ημάς. Ήταν εντυπωσιακά -κι όχι για καλό- ορισμένα από τα πιο νωπά δημοσκοπικά ευρήματα: Κατέγραψαν ότι στην πλευρά των συστημικών κομμάτων επικρατεί ορισμένη σταθερότητα, κάτι, λες, σαν μια παγιωμένη κατάσταση, ενώ στην άλλη πλευρά, των λεγόμενων αντισυστημικών κομματικών σχημάτων εμφανίζεται έντονη κινητικότητα: Έτσι, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, σε λίγο πάνω από ένα μήνα αφότου εκλέχτηκε ο Τραμπ, ο κομματικός χώρος δεξιότερα της ΝΔ κέρδισε 4 ποσοστιαίες μονάδες (περίπου τόσες, όσες έχασε ο χώρος αριστερά του ΠΑΣΟΚ), με αποτέλεσμα αθροιστικά να ξεπεράσει το 20%. Είναι μεγάλο ποσοστό.
Στην επιφάνεια των πραγμάτων φαίνεται ότι υπάρχει σταθερότητα, αλλά κάτω από αυτήν γίνονται έντονες διεργασίες –κάτι που ο Στρ. Φαναράς, της Metron, χαρακτηρίζει ως «εύθραυστη πολιτική σταθερότητα». Η ουσία τους ίσως είναι πιο σημαντική κι από τα ποσοστά τους: Στο τοπίο των -έως σήμερα- διάσπαρτων κομματικών σχημάτων δεξιότερα της ΝΔ, φαίνεται να διαμορφώνεται και να τείνει να σχηματοποιηθεί ένα νέο, συγκροτημένο πολιτικό ρεύμα, το ρεύμα του τραμπισμού. Με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ενοποιημένη ατζέντα, σε έναν (καθ’ όσα είναι γνωστά) άτυπο πλην όμως ουσιαστικό υπερεθνικό συντονισμό με ανάλογα κινήματα και οργανώσεις, με συνεκτική ουσία του τις αξίες και ιδέες του τραμπισμού και την προσωπολατρία. Ένα ρεύμα που βρίσκει τη δικαίωσή του στην επίκληση του πατερούλη- ηγέτη και αντλεί δύναμη από την επίδειξη αφοσίωσης σε αυτόν.
Ανησύχησε το Μέγαρο Μαξίμου. Βλέπει με άγχος ότι μέσα σε ένα μήνα ο Κ. Μητσοτάκης χάνει 3 μονάδες ως καταλληλότερος για πρωθυπουργός, όσες κερδίζει η Α. Λατινοπούλου. Ότι το 20,7% όσων αυτοπροσδιορίζονται δεξιοί δηλώνουν την πρόθεσή τους να ψηφίσουν τη Φωνή της Λογικής -έναντι 42,5% τη ΝΔ. Βλέπει επίσης ότι προς αυτό το κόμμα έχει η ΝΔ τις μεγαλύτερες διαρροές ψηφοφόρων. Και με (γραφικές) δηλώσεις περί φύλων και άλλων τινών από τη μια και με την ανάδειξη/επιστράτευση της λαϊκής δεξιάς στην πρώτη γραμμή από την άλλη, τρέχει να προλάβει να ανέβει στο τρένο. Να εμφανιστεί ως μια πολιτική δύναμη που δεν αφίσταται των κεντρικών ιδεών του τραμπισμού, με στόχο να συγκρατήσει δυνάμεις και, ει δυνατόν, να απορροφήσει κι άλλες, ώστε να ακυρώσει εν τη γενέσει του τη δημιουργία ανταγωνιστικού πολιτικού ρεύματος.
Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία: Όταν ο κοινωνικός φόβος για το αύριο και η οργή για τις ανισότητες δεν παίρνουν πειστικές απαντήσεις από τη δημοκρατία, και τα πράγματα ωθούνται δεξιά της δεξιάς, κατά κανόνα το πολιτικό προσωπικό που ευθύνεται για αυτές τις εξελίξεις σπεύδει να μετατοπιστεί στην ίδια κατεύθυνση, νομίζοντας ότι έτσι θα ξαναβρεί το έδαφος που βλέπει ότι φεύγει κάτω από τα πόδια του. Αν αυτό το πολιτικό προσωπικό είναι κουρασμένο, χορτάτο και σε σύγχυση, δεν μπορεί να αντιδράσει για να αλλάξει το ρου των πραγμάτων. Και αυθυποβάλλεται λες, ίσως και με κάποια δόση αλαζονείας, ότι πηγαίνοντας δεξιότερα θα διατηρήσει την κυριαρχία του, θα συνεχίσει να κινεί τα νήματα, να διαχειρίζεται συμφέροντα και ανθρώπους, να ελέγχει με μαεστρία το παιγνίδι.
Αλλά αν δεν υπάρχει ένα πειστικό αφήγημα, ένα φιλόδοξο σχέδιο για το αύριο, αν δηλαδή δεν διαθέτεις προωθητική δύναμη, η ιστορία λέει ότι κατά κανόνα η παρτίδα χάνεται. Όταν, αντί να πασχίσεις να ανταποκριθείς στην κοινωνική πίεση για ριζοσπαστικές αλλαγές προς το καλύτερο, αφήνεις τα πράγματα στην αποτελμάτωση και αφήνεσαι να βουλιάζεις σε αυτήν, ούτε εμπνέεις, ούτε προσελκύεις νέες ούτε μπορείς να αφομοιώσεις άλλες, ετερόκλητες, δυνάμεις. Νομίζοντας ότι «αυτή τη φορά είναι διαφορετικά», διακινδυνεύεις να τους μοιάσεις.