Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Πρωθυπουργός ανέφερε ότι η κυβέρνηση αναζητεί κίνητρα για την επιστροφή νέων στα χωριά. Ανέφερε ότι σχετικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται σε περιοχές στον Έβρο θα αποτελέσει τον πιλότο «για να δούμε αν πραγματικά αυτό το οποίο χρειάζεται σήμερα κάποιος νέος για να ζήσει σε ένα χωριό της ελληνικής περιφέρειας είναι μια πρόσθετη οικονομική ενίσχυση ή αν τελικά το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο». Η απάντηση είναι ότι το Αγροτικό Ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο και συναρτάται άμεσα (α) με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, και (β) με την κλιματική αλλαγή.
Στο μεγάλο Συνέδριο του Πανεπιστημίου Πειραιώς για το Δημογραφικό Πρόβλημα και την Γήρανση του Πληθυσμού στην Ελλάδα, που έγινε τον Νοέμβριο του 2023, παρουσιάσαμε μια συνολική στρατηγική για την αναδιοργάνωση και ανασυγκρότηση της δομής και λειτουργίας του αγροτικού τομέα της χώρας. Ο στόχος είναι η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα με βάση τις απαιτήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, που θα έχει ως αποτέλεσμα την ένταξη της ελληνικής γεωργίας στην ομάδα των πιο προωθημένων αγροτικών οικονομιών σε διεθνές επίπεδο. [Κεφάλαιο 9, στο βιβλίο Μ. Νεκτάριου, «Στρατηγική για την Γήρανση του Πληθυσμού: Ελλάδα 2050», εκδόσεις Παπαζήση, 2023].
Η ανάπτυξη μίας νέας στρατηγικής για τον πρωτογενή τομέα πρέπει να εκκινήσει από την αξιολόγηση της υφιστάμενης στρατηγικής. Από γενέσεως του Ελληνικού κράτους, η ουσιαστική στρατηγική για τον αγροτικό τομέα συνίστατο στην εκμετάλλευση του προϊόντος των αγροτών προς όφελος των φορέων του χονδρικού και λιανικού εμπορίου. Ταυτόχρονα, η ανεπαρκέστατη οργάνωση και λειτουργία του ΕΛΓΑ επιβάρυνε τους αγρότες με την συνέπειες της επέλευσης όλων των αγροτικών κινδύνων, με αποτέλεσμα την ακραία μεταβλητότητα των εισοδημάτων των αγροτών. Οι δύο αυτοί παράγοντες ερμηνεύουν πλήρως την σταδιακή απαξίωση του αγροτικού τομέα, την δραστική αύξηση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων, την δημιουργία τεράστιου όγκου «σχολαζουσών γαιών», και την απομάκρυνση των νέων από τις αγροτικές απασχολήσεις.
Βασική αρχή της νέας στρατηγικής για τον αγροτικό πληθυσμό είναι ότι για να παραμείνουν οι αγρότες στη γη τους και να αναπτυχθούν, θα πρέπει να πληρούνται δυο προϋποθέσεις: (α) εξασφάλιση για την απορρόφηση της παραγωγής τους σε επαρκείς τιμές, και (β) μείωση της διακύμανσης των ετήσιων εισοδημάτων τους, μέσω ενός νέου συστήματος ασφάλισης.
Το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του προτεινόμενου σχεδιασμού είναι πενταετές.
Συνοπτικά, η πενταετής περίοδος σχεδιασμού της συνολικής ανασυγκρότησης του πρωτογενούς τομέα της χώρας θα κλιμακωθεί σε τρείς φάσεις.
Στην πρώτη διετία θα αναπτυχθεί η πλευρά της ΖΗΤΗΣΗΣ αγροτικών προϊόντων, με την ανάπτυξη του Φορέα Μεταποίησης και Εξαγωγών Αγροτικών Προϊόντων. Τα πολλαπλά και μακροχρόνια προβλήματα του πρωτογενή τομέα στη χώρα μας μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά με την δημιουργία ενός, και μοναδικού, φορέα μεταποίησης και εξαγωγών αγροτικών προϊόντων. Η στρατηγική του νέου φορέα θα έχει ως βασικό στόχο την εξασφαλισμένη απορρόφηση της αγροτικής παραγωγής.
Επίσης, στην πρώτη διετία θα υλοποιηθούν επτά (7) δράσεις, με ευθύνη του Φορέα Μεταποίησης και Εξαγωγών, που θα προετοιμάσουν το έδαφος για την ανάπτυξη της ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ Αγροτικών Προϊόντων. Οι δράσεις αυτές θα ξεκινήσουν αμέσως με την ίδρυση του Φορέα Αγροτικών Εξαγωγών και θα ολοκληρωθούν στα πρώτα δύο έτη, ούτως ώστε να τεθούν σε πλήρη εφαρμογή στην αρχή του τρίτου έτους.
Εάν επιτύχουν οι δράσεις αυτές που θα κλιμακωθούν στην πρώτη διετία, τότε, στην επόμενη τριετία, θα δημιουργηθούν και θα λειτουργήσουν οι Τοπικές Αγροτικές Εταιρίες, οι οποίες θα αποτελούν σχήματα ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα), με την συμμετοχή των 13 Περιφερειών και των 332 Δήμων της χώρας.
Η γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα έφτανε μέχρι πρόσφατα στο 6,5% του ΑΕΠ ή στα €12,5 δισ. Βέβαια, το σημαντικότερο δεν είναι η αγροτική παραγωγή αυτή καθαυτή, αλλά ο τζίρος των συσκευασμένων προϊόντων που παράγονται ή εισάγονται, μεταποιούνται και εξάγονται. Για παράδειγμα, η Νέα Ζηλανδία παράγει €7 δισ. και εξάγει €23 δισ., ενώ η Ελλάδα παράγει €12 δισ. και εξάγει μόλις €5 δισ. Η Ολλανδία εξάγει αγροτικά προϊόντα αξίας €95 δισ.
Επομένως, μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα, πρέπει να κατανοήσουν πως το μέλλον βρίσκεται στην παραγωγή προϊόντων εντάσεως τεχνολογίας και όχι μόνο στην παραδοσιακή γεωργία. Τα παραδείγματα προς μίμηση βρίσκονται στην Ολλανδία, το Ισραήλ, την Νέα Ζηλανδία, την Δανία. Η Ολλανδία παράγει αγροτικά προϊόντα σε αξία €1.700 το στρέμμα, το Ισραήλ €1.290 και η Ελλάδα μόλις €190. Μόνο από το συγκεκριμένο τομέα λοιπόν θα μπορούσαν να εξαπλασιαστούν οι εξαγωγές μας, καθώς επίσης να αυξηθεί το ΑΕΠ της χώρας κατά €25 δισ.
Τι έκαναν οι χώρες με τις επιτυχημένες αγροτικές πολιτικές; Σε αυτές τις χώρες η αγροτική παραγωγή έχει οργανωθεί στη βάση σχημάτων Σύμπραξης Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), σε μεγάλες καθετοποιημένες μονάδες (παραγωγής-μεταποίησης-εμπορίας), οι οποίες στήθηκαν είτε από σύγχρονους συνεταιρισμούς, είτε από ανώνυμες εταιρίες στις οποίες οι αγρότες έχουν εκχωρήσει τη γη τους με αντάλλαγμα μετοχές. Αυτό τους έχει δώσει τη δυνατότητα να απασχολούν επαγγελματίες υψηλού επιστημονικού επιπέδου σε όλα τα πόστα (γεωπόνους, τεχνολόγους, οικονομολόγους, μάνατζερ), να καταμερίζουν την εργασία, να έχουν πρόσβαση σε μοντέρνες μεθόδους χρηματοδότησης, να κάνουν διαφήμιση και να έχουν επιρροή. Τους επιτρέπει επίσης να ασφαλίζουν τις παραγωγές τους, να εισπράττουν μέρισμα από τα κέρδη, αλλά και μισθό και ασφάλιση από την προσωπική τους εργασία.
Το προτεινόμενο σχέδιο Σύμπραξης Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας βασίζεται σε τρεις άξονες: (α) το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης δημιουργεί φορέα μεταποίησης και εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, στον οποίο το δημόσιο συμμετέχει με μειοψηφικό ποσοστό και αναζητεί συμπληρωματικά ιδιωτικά κεφάλαια, (β) την διοίκηση του νέου φορέα αναλαμβάνουν οι ιδιώτες μέτοχοι, και (γ) ο νέος φορέας τηρεί τις αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης. Η παρουσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης απαιτείται για να προδώσει αξιοπιστία στον νέο φορέα.
Ο νέος Φορέας Μεταποίησης και Εξαγωγών Αγροτικών Προϊόντων θα λειτουργεί με βάση τις αρχές της «συμβολαιακής γεωργίας». Η «Σύμβαση Συμβολαιακής Γεωργίας» θα συνάπτεται κατ’ έτος μεταξύ του Φορέα και των ενδιαφερόμενων αγροτών και, κυρίως, των Τοπικών Αγροτικών Εταιριών (βλέπε παρακάτω), και θα βασίζεται στα εξής στοιχεία: (α) την δέσμευση του Φορέα να απορροφά την διαθέσιμη αγροτική παραγωγή, σε «επαρκείς τιμές», χωρίς καμία διαμεσολάβηση, (β) οι αγρότες παρέχουν πληροφορίες για το είδος της παραγωγής, τις ποσότητες, την αιτούμενη τιμή, καθώς και πρόβλεψη παραγωγής για την επόμενη οικονομική χρήση, (γ) ο Φορέας δημιουργεί πανελλήνιο δίκτυο συγκέντρωσης και μεταφοράς της αγροτικής παραγωγής σε 3-4 Εργοστάσια Μεταποίησης, με κατάλληλη γεωγραφική τοποθέτηση για να καλύπτουν όλη την χώρα, (δ) πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση, με ευνοϊκούς όρους, (ε) ευνοϊκούς όρους για την προμήθεια αγροτικών εφοδίων.
Ο Φορέας θα συγκεντρώνει, μεταποιεί, και εξάγει την αγροτική παραγωγή. Η προστιθέμενη αξία θα προέρχεται από την μεγάλη κλίμακα παραγωγής και, κυρίως, από την ιδιοφυή διαδικασία μεταποίησης και συσκευασίας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ικανότητα του Φορέα να δημιουργήσει ένα «Διεθνές Brand» για τα αγροτικά προϊόντα της ελληνικής γης. Αυτό θα του παρέχει την ευχέρεια να προσφέρει «επαρκείς τιμές» στους παραγωγούς. Η επάρκεια των τιμών θα ενισχυθεί και από την εξαφάνιση του χονδρεμπορικού και λιανεμπορικού «περιθωρίου», με αποτέλεσμα την δημιουργία ισχυρών κινήτρων για προσέλκυση νέων στελεχών στην ύπαιθρο καθώς και την συνεχή αύξηση της αγροτικής παραγωγής.
Στην πρώτη διετία, ταυτόχρονα με την δημιουργία του Φορέα Μεταποίησης και Εξαγωγών Αγροτικών Προϊόντων, θα εκκινήσει η υλοποίηση επτά (7) δράσεων, οι οποίες θα υλοποιηθούν με ευθύνη του Φορέα Εξαγωγών [εναλλακτική πρόταση: με ευθύνη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης]. Οι δράσεις αυτές στοχεύουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία των Τοπικών Αγροτικών Εταιριών.
Οι υποστηρικτικές μελέτες των τριών πρώτων δράσεων θα ανατεθούν σε επιλεγμένα Πανεπιστημιακά Τμήματα της Ολλανδίας ή του Ισραήλ. Οι μελέτες των τεσσάρων τελευταίων δράσεων θα ανατεθούν σε μια από τις πέντε μεγάλες διεθνείς συμβουλευτικές εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα.
Οι εν λόγω δράσεις είναι οι εξής:
Οι Τοπικές Αγροτικές Εταιρίες αποτελούν την κεντρική μεταβλητή στον σχεδιασμό της ανάπτυξης της προσφοράς αγροτικών προϊόντων στη χώρα. Θα αντικαταστήσουν τους αποτυχημένους αγροτικούς συνεταιρισμούς της Μεταπολίτευσης, οι οποίοι έχουν απαξιωθεί πλήρως πλέον στην κοινωνία των αγροτών.
Τα οφέλη από την λειτουργία ενός μεγάλου φορέα αγροτικών εξαγωγών, με τις προτεινόμενες προδιαγραφές, είναι τα εξής: (α) σημαντική ενίσχυση του εθνικού στόχου για διπλασιασμό των εξαγωγών, (β) ενίσχυση της τάσης επιστροφής εργαζομένων στην Περιφέρεια και αναζωογόνηση του κοινωνικού ιστού, με πολύ ευεργετικές συνέπειες για το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, (γ) συνεχής αύξηση της αγροτικής παραγωγής, με την επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων καθώς και την χρησιμοποίηση των διεθνώς πιο εξελιγμένων μεθόδων παραγωγής, (δ) δημιουργία τουλάχιστον 100.000 θέσεων εργασίας στον «επίσημο» τομέα της οικονομίας, με πλήρη φορολόγηση των εισοδημάτων και καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, και (ε) ενίσχυση του ΑΕΠ με παραγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες στο παρελθόν ανήκαν στην παραοικονομία.
Το συμπέρασμα είναι ότι εάν ακολουθήσουμε το παράδειγμα των μικρών χωρών με τους εξελιγμένους τεχνολογικά αγροτικούς τομείς, μπορούμε να αυξήσουμε σημαντικά την αγροτική παραγωγή και να μετατρέψουμε έναν οπισθοδρομικό τομέα σε ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την χώρα.
(*) Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς