ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Μετά 35 έτη…

Τον Δεκέμβριο του 1990, ένα χρόνο μετά την πτώση του τείχους στο Βερολίνο, ένα χρόνο πριν την οριστική υποστολή της σοβιετικής σημαίας στο Κρεμλίνο, είχα βρεθεί, απεσταλμένος των ΝΕΩΝ, στο σπίτι του Έρικ Χόπσμπαουμ στο βόρειο Λονδίνο. Επιστρέφω, όταν μου δίνεται αφορμή, όπως τώρα, σ’ εκείνη την συζήτηση που κράτησε κοντά τρεις ώρες και στην οποία εκείνος απαντούσε στις ερωτήσεις μου πότε με την διάσημη φωνή του αποστασιοποιημένου, ψύχραιμου ιστορικού και πότε με το πάθος κάποιου που εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα στην Βιέννη της δεκαετίας του 30, αποστρατεύθηκε μετά την εισβολή στην Ουγγαρία το 1956, παρέμενε «ενεργός φίλος της Αριστεράς», αλλά χωρίς να θυσιάζει την ευθυκρισία του στην πολιτική του ταυτότητα.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε ο κόσμος άλλαξε ξανά και ξανά και σε κάθε στροφή, μετά από κάθε κρίση, νομίζαμε ότι έχουμε μπει σε μια εντελώς νέα εποχή. Μα ξαναδιαβάζοντας τις σημειώσεις μου του 1990 έχω την εντύπωση ότι βρισκόμαστε πάντα στον ίδιο κύκλο. Επαναλαβάνουμε την ίδια συζήτηση. Διατυπώνουμε τις ίδιες απορίες.

Το σημαντικό, έλεγε ο Χόπσμπαουμ τότε, δεν είναι η ίδια η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, για την οποία είχε χαθεί από καιρό κάθε αυταπάτη. Το σημαντικό είναι πως με την πτώση της φαίνεται να πέθανε και το όνειρο, του οποίου η Σοβιετική Ένωση υπήρξε μια εφιαλτική εκδοχή. Η αριστερά, σε όλες τις πολλές και ανταγωνιστικές μεταξύ τους παραλλαγές της, έχασε. Κι αυτό που έχασε δεν είναι οι έλλογες πεποιθήσεις της αλλά η ελπίδα. Κι επειδή η φύση απεχθάνεται το κενό, το κενό ελπίδας που αφήνει η παρακμή των ιδεών της δεν θα το καλύψει ένας θρίαμβος της κοινής λογικής ή κάποια εκδοχή απομαγευμένης αντίληψης του κόσμου. Το καλύπτουν σκοτεινές ουτοπίες και επικίνδυνα όνειρα. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ο εθνικιστικός φανατισμός και η ρατσιστικά χρωματισμένη ξενοφοβία που μοιάζει να γίνεται η μεγάλη μαζική ιδεολογία του τέλους του αιώνα. Αυτά, τον Δεκέμβριο του 1990, πριν σχεδόν 35 χρόνια.

Έλεγε, επίσης, ο Χόπσμπαουμ ότι ο κόσμος στον 21ο αιώνα θα αντιμετωπίσει δύο μεγάλα προβλήματα. Την κλιματική κρίση, η αντιμετώπιση της οποίας απαιτεί μια ρήξη με τις απαιτήσεις της απεριόριστης συσσώρευσης, της οικονομικής μεγέθυνσης και του καταναλωτισμού, καθώς και μια αποτελεσματική μορφή διεθνούς διακυβέρνησης. Και την έκρηξη των ανισοτήτων ανάμεσα σε μια όλο και πιο μικρή μειοψηφία όλο και πιο πλούσιων και τον υπόλοιπο κόσμο, η οποία απειλεί την ειρήνη και την επιβίωση της δημοκρατίας. Το πρόβλημα, όμως, είναι- πρόσθετε- ότι ενώ τα κυρίαρχα προβλήματα του πλανήτη απαιτούν  το είδος των πολιτικών που ήταν πάντα στον πυρήνα των ιδεών της αριστεράς -δημόσια ρύθμιση, δημόσιο έλεγχο, δημόσια παρέμβαση στη λειτουργία της αγοράς- εκείνη μοιάζει να χάνει την αυτοπεποίθησή της, την πίστη της στις ίδιες της τις βασικές ιδέες. Και ο κόσμος, κατέληγε, παραδίδεται έτσι, ελλείψει εναλλακτικής λύσης, είτε στους τεχνο-γραφειοκράτες είτε σε ιδεολόγους που απορρίπτουν τον σύγχρονο κόσμο στο όνομα μιας φανατικής πίστης ή της εθνικής υπεροχής.

Fast forward 35 χρόνια, δύο μεγάλες κρίσεις και δύο πολέμους αργότερα. Τι θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σε εκείνη την απαισιόδοξη προφητεία; Πολύ λίγα. Ίσως ότι η απαισιοδοξία που τότε αρωμάτιζε τις συζητήσεις περί αριστεράς μόνον, τώρα χρωματίζει ευρύτερα τις συζητήσεις περί δημοκρατίας. Ίσως ότι, στο μεταξύ, εμφανίστηκε αυτή η αναπάντεχη εκδοχή παραλογισμού που αντιπροσωπεύει ο «πλουτοκρατικός λαϊκισμός» τύπου Τραμπ. Ή ότι η αδυναμία της αριστεράς που, δοκίμασε πολλές απόπειρες rebranding, άλλοτε ως συνετή διαχειριστική δύναμη που διορθώνει, ανεπαίσθητα έστω, τις ακρότητες των αγορών κι άλλοτε με μια ριζοσπαστική φυγή προς αντί-συστημικό λαϊκισμό, χωρίς ν’ αφήσει αποτύπωμα, διαρκεί περισσότερο απ’ ότι κανείς φανταζόταν.

«Η Αριστερά πέθανε.Το ξέρουμε όλοι», έλεγε κάπως μελοδραματικά ένας άλλος συνομιλητής του 1990, ο Μαξ Γκαλό, συγγραφέας και εκπρόσωπος Τύπου της πρώτης κυβέρνησης Μιτεράν (παραιτήθηκε μετά από δύο χρόνια, όταν «αντί της τέχνης της διακυβέρνησης άρχισε να επικρατεί η λατρεία της κυβέρνησης»). «Αλλά εμείς που υπήρξαμε τα παιδιά της», συνέχιζε, «δεν βρίσκουμε ακόμη το θάρρος να το ομολογήσουμε» Γιατί; Τον είχα ρωτήσει. «Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ένα μέρος του εαυτού μας είναι επίσης νεκρό. Γιατί δυσκολευόμαστε να συλλάβουμε μια εναλλακτική λύση. Ή ίσως από φόβο ότι αν την ενταφιάσουμε θα δούμε τη δεξιά να θριαμβεύει. Μα η δεξιά είναι ήδη εδώ και η άκρα δεξιά στρατοπεδεύει στο κοιμητήριο των χαμένων προσδοκιών, των ξεχασμένων υποσχέσεων, των προδομένων ελπίδων και των προβλημάτων που έμειναν δίχως λύση». Η πρότασή του ήταν να επισπεύσουμε την ταφή, να περάσουμε το πένθος ώστε να μπορέσουν να αρχίσουν όλα από την αρχή. Αν γίνεται. Μα το πένθος διαρκεί ακόμη…

Γιατί επιστρέφω σε εκείνες τις παλιές κουβέντες του 1990; Ίσως επειδή στην Αμερική και την Ευρώπη η ως χθες άκρα δεξιά γίνεται μέινστριμ. Κι επειδή η ιδέα πως ένας ισχυρός ηγέτης, ελεύθερος από τα υπερβολικά δεσμά της δημοκρατίας και από τους καταναγκασμούς της διεθνούς ζωής, κλεισμένος σε εθνικά σύνορα αμόλυντα από ξένους, θα λύσει τα προβλήματα που η φιλελεύθερη δημοκρατία αφήνει άλυτα, η παλιά αυτή, σκοτεινή ιδέα βρίσκει και πάλι πολλούς θαυμαστές στον κόσμο. Ίσως επειδή παρακολουθούμε το δράμα του ΣΥΡΙΖΑ, που πληρώνει με την κονιορτοποίησή του εκείνη την αντί-μνημονιακή έφοδο στην εξουσία. ΄Η ίσως επειδή στον κόσμο άνοιξε και πάλι μια μεγάλη συζήτηση για την άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στην έφοδο των αρνητών της και των σκοτεινών τους ουτοπιών.

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!