ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΗΣ ΕΛΣΙΝ ΠΟΙΡΑΖΛΑΡ

Πώς η κόντρα του Γκιουλέν με τον Ερντογάν διαμόρφωσε τη σημερινή Τουρκία

Μια Κυριακή πρωί του 2008, ξύπνησα και έμαθα ότι δήθεν είχα συνωμοτήσει με τον τότε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Ντικ Τσένι, για την ανατροπή της τουρκικής κυβέρνησης.

Μια απλή συνομιλία που είχα off-the-record με ένα μέλος του προσωπικού του Τσένι, με την ιδιότητά μου ως δημοσιογράφου στην Ουάσιγκτον, προφανώς είχε εγείρει υποψίες σε ορισμένους Τούρκους εισαγγελείς. Τα τηλέφωνά μου υποκλέπτονταν και η ιστορία (μια αβάσιμη κατηγορία που λίγο αργότερα θα αποτελούσε μέρος δικαστικού κατηγορητηρίου) έγινε πρωτοσέλιδο.

Ήταν μέρος μιας σκευωρίας, που πλέον αναγνωρίζεται ως κυνήγι μαγισσών, η οποία υποστηρίχθηκε από τους οπαδούς του Φετουλάχ Γκιουλέν, ενός μουσουλμάνου ιεροκήρυκα που πέθανε αυτή την εβδομάδα στην Πενσυλβάνια.

Το κίνημα του Γκιουλέν είχε από καιρό συμμαχήσει με την ισλαμιστική κυβέρνηση της Τουρκίας, διεισδύοντας βαθιά στην αστυνομία, την εισαγγελία και το δικαστικό σώμα της χώρας. Η υπόθεση στην οποία με παγίδευσαν (γνωστή τώρα ως συνωμοσία Εργκένεκον) ήταν μια προσπάθεια να υπονοηθεί ότι υπήρχε μια σκοτεινή ομάδα κοσμικών αξιωματικών του στρατού, δημοσιογράφων και πολιτικών που σχεδίαζαν να καταλάβουν το κράτος.

Η υπόθεση τελικά κατέρρευσε και οδήγησε σε ρήξη μεταξύ του Γκιουλέν και του τότε πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έγινε πρόεδρος το 2014. Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ του ιεροκήρυκα και του προέδρου οξύνθηκαν περαιτέρω και κορυφώθηκαν σε μια αιματηρή απόπειρα πραξικοπήματος, το 2016, με τανκς στους δρόμους των τουρκικών πόλεων.

Η συμμαχία μεταξύ του Γκιουλέν και του Ερντογάν, όσο κράτησε, ήταν ένας γάμος ισλαμιστικού συμφέροντος, έως ότου οι δύο πλευρές βρέθηκαν σε σύγκρουση μεταξύ τους σε μια μάχη που έχει διαμορφώσει τη σημερινή Τουρκία.

Η ιστορία πηγαίνει δεκαετίες πίσω.

Ο ιμάμης των φάρων 

Ο Γκιουλέν, γεννημένος το 1941, ήταν ιμάμης από την περιοχή Ερζερούμ στη συντηρητική ανατολική Τουρκία. Τελικά έγινε η ηγετική φυσιογνωμία ενός κινήματος που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και σήμερα έχει εκατομμύρια πιστούς και ένα παγκόσμιο δίκτυο σχολείων, δεξαμενών σκέψης και μέσων ενημέρωσης.

Ως αναγνωρισμένος από το κράτος κληρικός στάλθηκε στην παραλιακή πόλη της Σμύρνης τη δεκαετία του 1960 και άρχισε να αναπτύσσει το ποίμνιό του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ίδρυσε και χρηματοδότησε ένα δίκτυο «φάρων» (φοιτητικές εστίες) έκανε κηρύγματα σε νέους και έσπερνε τους πρώτους σπόρους της αυτοκρατορίας του, που μοιάζει με αίρεση.

Γνωστός στους οπαδούς του ως Hoca efendi (αρχι-ιεροκήρυκας), ο Γκιουλέν συνέχισε να χτίζει μια σταθερή βάση υποστηρικτών, σχηματίζοντας την αίρεση και το βασικό της πυρήνα, που ονομάστηκε Hizmet Hareketi (Κίνημα Υπηρεσίας). Μέχρι τη δεκαετία του 1990, μέλη που εκπαιδεύονταν στους φάρους είχαν αρχίσει να βρίσκουν θέσεις σε κρατικά ιδρύματα.

Αν και υπό το άγρυπνο βλέμμα του τουρκικού στρατού, ο Γκιουλέν προσπάθησε να διατηρήσει στενές σχέσεις με τους πολιτικούς και τον επιχειρηματικό κόσμο. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ίδρυσε σχολεία σε τουρκογενείς χώρες, στα Βαλκάνια και την Αφρική. Καθώς από τα ιδιωτικά σχολεία του έβγαιναν χιλιάδες απόφοιτοι κάθε χρόνο, το κίνημα μπόρεσε επίσης να αποκτήσει τον έλεγχο εταιρειών σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων, της υγείας, της εκπαίδευσης και των μέσων ενημέρωσης, χάρη στις ετήσιες συνεισφορές των οπαδών του.

Προς το τέλος της δεκαετίας, ωστόσο, οι τουρκικές αρχές επιβολής του νόμου ετοίμασαν μια έκθεση που αποκάλυπτε την επιρροή του κινήματος στον κρατικό μηχανισμό, και οδήγησε σε έρευνα από έναν εισαγγελέα ο οποίος κατηγόρησε τον Γκιουλέν «ότι προσπαθεί να δημιουργήσει ένα θεοκρατικό κράτος».

Έτσι, στις 21 Μαρτίου 1999, ο Γκιουλέν έφυγε από την Τουρκία για τις ΗΠΑ, για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά.

Λίγο αργότερα, η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία, το 2003, έδωσε στο κίνημα του Γκιουλέν την ευκαιρία να αναστήσει την πολιτική του επιρροή. Ο νέος πρωθυπουργός δεν είχε επιρροή στον κρατικό μηχανισμό και ο Γκιουλέν χρειαζόταν τον Ερντογάν για να βοηθήσει στην εξάπλωση του κινήματος ή, όπως ο ίδιος ο Γκιουλέν φέρεται να είπε σε ένα από τα κηρύγματά του από εκείνη την εποχή, να «κυλίσει στις αρτηρίες του κράτους».

Αλλά μέχρι τη δεκαετία του 2010, όταν τα κοσμικά τμήματα του τουρκικού στρατού και της δικαιοσύνης είχαν εκκαθαριστεί μετά από δικαστικές υποθέσεις όπως η Εργκένεκον και η «Βαριοπούλα», μια παράλληλη υπόθεση με στόχο τον στρατό, οι εντάσεις μεταξύ των στρατοπέδων Γκιουλέν και Ερντογάν έφτασαν σε οριακό σημείο.

Το σημείο καμπής ήρθε τον Φεβρουάριο του 2012, όταν ένας εισαγγελέας ζήτησε από τον Χακάν Φιντάν, τότε επικεφαλής του Εθνικού Οργανισμού Πληροφοριών, να καταθέσει στο δικαστήριο για δεσμούς μεταξύ της υπηρεσίας και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), μιας κουρδικής ομάδας που αναγνωρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση από Τουρκία, ΗΠΑ και ΕΕ.

Η κίνηση κατά του Φιντάν, το δεξί χέρι του Ερντογάν εκείνη την εποχή, εκλήφθηκε ως ευθεία επίθεση στον ίδιο τον πρωθυπουργό. «Είναι το κλειδωμένο μου κουτί. Είναι το κλειδωμένο κουτί της Τουρκικής Δημοκρατίας. Το κλειδωμένο κουτί του μέλλοντος της Τουρκίας», είπε ο Ερντογάν και διέταξε τον Φιντάν να μην καταθέσει.

Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του 2013, η αστυνομία της Κωνσταντινούπολης συνέλαβε έναν επιχειρηματία, έναν αριθμό δημάρχων και διάφορους γιους υπουργών της κυβέρνησης με κατηγορίες για δωροδοκία και διαφθορά. Στην υπόθεση φέρεται να είχε εμπλοκή και ο γιος του Ερντογάν, Μπιλάλ.

Κατηγορώντας τις συλλήψεις ως «βρώμικη επιχείρηση», ο Ερντογάν απομάκρυνε αρχηγούς της αστυνομίας και εισαγγελείς ενώ η κυβέρνησή του, άνοιξε πόλεμο με τον στενό του σύμμαχο, θεωρώντας τον Γκιουλέν υπεύθυνο για τις αστυνομικές επιχειρήσεις και αποκαλώντας το κίνημά του «παράλληλη δομή» μέσα στο κράτος.

Τέλος, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν το 2016 (κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου 300 άνθρωποι και στασιαστές στρατιωτικοί βομβάρδισαν το τουρκικό κοινοβούλιο) το κίνημα Γκιουλέν προστέθηκε στον κατάλογο της Τουρκίας με τους κορυφαίους τρομοκράτες ως «Φετουλαχιστική Τρομοκρατική Οργάνωση» .

Ο Σονέρ Τσαγαπτάι, του Ινστιτούτου της Ουάσιγκτον για την Πολιτική της Εγγύς Ανατολής, εκτιμά ότι ο Γκιουλέν και το κίνημά του προκάλεσαν τη μεγαλύτερη ζημιά στην τουρκική δημοκρατία το 2008, όταν οι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν στην υπόθεση Εργκενεκόν ότι το τουρκικό βαθύ κράτος σχεδίαζε πραξικόπημα.

«Χρησιμοποιούσαν αυτόν τον ισχυρισμό για να παρακολουθούν και να εκφοβίσουν δημοσιογράφους και ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών. Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, το κίνημα πραγματοποίησε τη δική του αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος προκαλώντας το θάνατο εκατοντάδων Τούρκων αμάχων», είπε.

Ο Ερντογάν αγωνίζεται

Στη συνέχεια, ο Ερντογάν κάλεσε τις ΗΠΑ να εκδώσουν τον Γκιουλέν και η άρνηση της Ουάσιγκτον να το πράξει έγινε σημαντική πηγή διαμάχης μεταξύ των δύο χωρών.

Ο Τσαγαπτάι πιστεύει ότι ο θάνατος του Γκιουλέν θα μπορούσε τώρα να αφαιρέσει ένα μεγάλο διπλωματικό αγκάθι.

Ο Soli Özel, του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης, συμφώνησε ότι ο θάνατος του κληρικού μπορεί να σημαίνει έναν πονοκέφαλο λιγότερο, στο εσωτερικό, για το καθεστώς του Ερντογάν. «Ένας οργανισμός που μοιάζει με αίρεση, μόλις χάσει τον ηγέτη του, είναι απίθανο να διατηρήσει την ίδια ένταση πίστης μεταξύ των οπαδών», είπε.

Ωστόσο, πρόσθεσε ότι το δίκτυο του Γκιουλέν θα μπορούσε να συνεχίσει να προκαλεί προβλήματα στο εξωτερικό, δεδομένου των αποτελεσματικών διασυνδέσεών του στις ΗΠΑ.

Μετά τον θάνατο του Γκιουλέν, ο Φιντάν, τώρα υπουργός Εξωτερικών, ορκίστηκε να συνεχίσει να μάχεται ενάντια στο κίνημα: «Ο αρχηγός αυτής της σκοτεινής οργάνωσης είναι νεκρός. Η αποφασιστικότητά μας στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας παραμένει συνεχής. Η είδηση του θανάτου του δεν θα μας οδηγήσει σε εφησυχασμό», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στην Άγκυρα αυτή την εβδομάδα.

Κοιτάζοντας προς το παρελθόν, οι οπαδοί του Γκιουλέν πλησίαζαν στο αποκορύφωμά τους εκείνη την ημέρα του 2008, όταν με παγίδευσαν οι μηχανορραφίες τους. Καμία από τις γελοίες κατηγορίες εναντίον μου δεν οδηγήθηκε καν στο δικαστήριο, αλλά με περισσότερες από 8.000 σελίδες κατηγοριών, εκατοντάδες άλλοι κατηγορήθηκαν και φυλακίστηκαν. Όλοι τους βρέθηκαν στα διασταυρούμενα πυρά μεταξύ του Κόμματος AKP του Ερντογάν (ικανοί να κερδίζουν εκλογές αλλά όχι τόσο έμπειροι στη διαχείριση της γραφειοκρατίας) και του αυτοαποκαλούμενου κινήματος του Γκιουλέν, που ανταγωνίζονται για να αποκτήσουν επιρροή στις αυριανές ελίτ.

Με τον ιδρυτή και πνευματικό τους ηγέτη να έχει χαθεί, αλλά με μακρά παράδοση στην εξασφάλιση εξουσίας και επιρροής από το παρασκήνιο, το ερώτημα τώρα είναι αν οι Γκιουλενιστές θα ανακάμψουν από τη στιγμή της αδυναμίας τους;

(*) Η Ελσίν Ποϊραζλάρ είναι πολιτική αρθρογράφος της Cumhuriyet και έχει συνεργαστεί με τους Guardian, Financial Times, Huffington Post και Politico.

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!