Για πρώτη φορά από τον Αύγουστο, ο Ντόναλντ Τραμπ ξεπέρασε την Κάμαλα Χάρις στο στατιστικό μοντέλο του Economist για τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική. Η πιο πρόσφατη πρόβλεψη δείχνει ότι ο κ. Τραμπ έχει 54% πιθανότητες να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, αυξημένες κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες από την περασμένη εβδομάδα. Παρόλο που η μάχη εξακολουθεί να είναι λίγο πολύ «κορώνα - γράμματα», τώρα γέρνει ελαφρώς προς την πλευρά του κ. Τραμπ.
Η αλλαγή στο μοντέλο αντανακλά μια σταθερή μείωση στο προβάδισμα της Κάμαλα Χάρις στις εθνικές δημοσκοπήσεις τον περασμένο μήνα. Λίγο αφότου έγινε η υποψήφια των Δημοκρατικών τον Ιούλιο, ένα μέρος των ερωτηθέντων που είχαν δηλώσει προηγουμένως ότι ήταν αναποφάσιστοι ή ότι υποστήριζαν τρίτους υποψηφίους, άρχισαν να την υποστηρίζουν, αυξάνοντας το ποσοστό της σε εθνικό επίπεδο από 46% σε 49%. Πολλοί από αυτούς τους ψηφοφόρους ήταν πιθανώς απογοητευμένοι Δημοκρατικοί.
Τώρα, ο κ. Τραμπ φαίνεται να επωφελείται από παρόμοια κομματική συσπείρωση, καθώς οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι που τείνουν προς τους Ρεπουμπλικάνους «επιστρέφουν στο σπίτι», στον υποψήφιο του κόμματός τους. Ενώ η υποστήριξη της κ. Χάρις είναι σταθερή εδώ και δύο μήνες, η υποστήριξη του κ. Τραμπ έχει αυξηθεί από το χαμηλότερο επίπεδο του 45% τον Αύγουστο σε 47% τώρα. Αυτό μείωσε το έλλειμμά του στις δημοσκοπήσεις εθνικού επιπέδου από το υψηλό των 3,7 ποσοστιαίων μονάδων σε μόλις 1,6.
Η πρόβλεψή εξακολουθεί να δίνει στην αντιπρόεδρο πιθανότητες 74% να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο. Ωστόσο, ο κ. Τραμπ προηγείται στο μοντέλο του Economist επειδή έχει πλεονέκτημα στο εκλεκτορικό σώμα. Οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα επιβεβαιώνουν ότι η θέση του κ. Τραμπ έχει ενισχυθεί ελαφρώς στις κρίσιμες πολιτείες, όπως και σε εθνικό επίπεδο. Τα στοιχεία δεν δικαιολογούν τον ισχυρισμό ορισμένων Δημοκρατικών ότι εταιρείες που ευθυγραμμίζονται με τους Ρεπουμπλικάνους «πλημμυρίζουν» τους μέσους όρους δημοσκοπήσεων. Ο πρώην πρόεδρος έχει επίσης κερδίσει έδαφος σε έρευνες δημοσκόπων που τείνουν να δημοσιεύουν θετικά νούμερα για τους Δημοκρατικούς.
Ακριβώς όπως το 2016 και το 2020, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών πηγαίνει χειρότερα στις δημοσκοπήσεις στις αμφίρροπες πολιτείες απ' ό,τι στις εθνικές έρευνες. Οι υποψήφιοι ισοβαθμούν σε γενικές γραμμές στο Μίσιγκαν, τη Νεβάδα, τη Βόρεια Καρολίνα, την Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν, και ο Τραμπ σημείωσε άνοδο σχεδόν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες στην Αριζόνα και τη Τζόρτζια. Ως αποτέλεσμα, το μοντέλο του Economist υπολογίζει τώρα ότι η κ. Χάρις πρέπει να κερδίσει την λαϊκή ψήφο με διαφορά τουλάχιστον 2,5 ποσοστιαίων μονάδων για να έχει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων, από 1,8 μονάδες τον Αύγουστο.
Τα αναμενόμενα αποτελέσματα του μοντέλου σε κάθε πολιτεία έχουν μετακινηθεί ελάχιστα. Για παράδειγμα, το μέσο προβλεπόμενο μερίδιο ψήφων του κ. Τραμπ στην Πενσυλβάνια έχει αυξηθεί κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες την περασμένη εβδομάδα, ένα κλάσμα των 2,5 μονάδων που κέρδισαν οι Δημοκρατικοί στην πολιτεία από την ημέρα που ο Τζο Μπάιντεν αποχώρησε από την κούρσα μέχρι τον Σεπτέμβριο όταν η κ. Χάρις είχε τα υψηλότερα ποσοστά της. Ωστόσο, επειδή η κούρσα είναι κατά προσέγγιση ισόπαλη, ακόμη και μικροσκοπικές αλλαγές στις δημοσκοπήσεις μπορεί να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στις εκτιμώμενες πιθανότητες νίκης.
Καθώς οι εκλογές απέχουν μόλις δύο εβδομάδες, απομένει ελάχιστος χρόνος για να αλλάξουν σημαντικά οι μέσοι όροι των δημοσκοπήσεων. Αυτό δεν αποτελεί εγγύηση ότι οι εκλογές θα λήξουν με ελάχιστη διαφορά. Θα χρειαζόταν μόνο ένα μικρό δημοσκοπικό λάθος, εντός του εύρους της ιστορικής διακύμανσης, για να σαρώσει ένας υποψήφιος τις αμφίρροπες πολιτείες και να κερδίσει μια αποφασιστική νίκη. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο του Economist, διαπιστώνει ότι υπάρχουν σχεδόν 50/50 πιθανότητες ένας από τους δύο υποψηφίους να συγκεντρώσει τουλάχιστον 306 εκλέκτορες, αριθμό με τον οποίο κέρδισε ο κ. Μπάιντεν το 2020 και ο κ. Τραμπ το 2016.