Δεν πρόκειται για το συνηθισμένο ντέρμπι μεταξύ πολιτικών και δικαστών. Αυτή τη φορά η σύγκρουση αφορά στις εξουσίες του κράτους. Ένα ζήτημα ευαίσθητο που προαναγγέλλει μια συστημική αντιπαράθεση. Γίνεται αντιληπτό από τον τρόπο με τον οποίο η πρωθυπουργός σχολίασε την απόφαση των δικαστών της Ρώμης, που επιβάλλει στην κυβέρνηση να επαναπατρίσει στην Ιταλία τους δώδεκα μετανάστες, που μόλις είχαν μεταφερθεί στην Αλβανία: «Το πρόβλημα δεν είναι αυτό το κέντρο υποδοχής. Το πρόβλημα είναι πως είναι πολύ δύσκολο να προσπαθείς να δώσεις απαντήσεις στο Έθνος όταν έχεις και την αντίθεση τμήματος των θεσμών». Ένα χτύπημα ευθύβολο, και ετούτη τη φορά δεν έχουμε να κάνουμε με υποθέσεις διαφθοράς στη μέση, αυτή τη φορά το ζήτημα είναι αυτό που επικαλέστηκε ο πρόεδρος της Γερουσίας: «Η απόφαση με εκπλήσσει αλλά δεν με αιφνιδιάζει. Πιστεύω ότι χρειάζεται μια υγιής σχέση μεταξύ των εξουσιών και να οριοθετηθούν με σαφήνεια οι αντίστοιχες λειτουργίες τους».
Ένας από τους ανώτατους αξιωματούχους του Palazzo Chigi (σ. μ: Το ιταλικό Μαξίμου), συνήθως πολύ διακριτικός, μεταφράζει το νόημα των λόγων του προέδρου της Γερουσίας Λα Ρούσσα: «Όταν μια εξουσία υποκαθιστά μια άλλη, μιλάμε για εκτροπή». Ιδού η σπίθα, της οποίας έπεται μια τεκμηριωμένη κατηγορία κατά της δικαστή που εκδίκασε την υπόθεση επαναπατρισμού των μεταναστών, η οποία «με μια σειρά δηλώσεων στον Τύπο είχε στην ουσία προαναγγείλει την απόφαση, δηλώνοντας ότι “το πρωτόκολλο της κυβέρνησης δεν θα εφαρμοστεί”. Είναι σαν να διαβάζουμε τον Ντον Ροντρίγκο του Μαντσόνι...». Η θεωρία ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να κρύψει πίσω από μια συνωμοσία αυτό που φαίνεται να είναι μια αποτυχία της στρατηγικής της για τη μετανάστευση, ισχύει μόνο μέχρι ενός σημείου.
Είναι αλήθεια ότι η απόφαση τινάζει στον αέρα το σημαντικότερο πολιτικά και επικοινωνιακά στοιχείο του «ιταλικού μοντέλου », στο οποίο προσβλέπουν ακόμη και ορισμένες σοσιαλιστικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ένα μοντέλο που αποτελείται από το διάταγμα για τις ροές, από συμφωνίες με υπανάπτυκτες χώρες και από βοήθεια στις παράκτιες αφρικανικές χώρες, και το οποίο οδήγησε σε μείωση του αριθμού των αφίξεων παράτυπων μεταναστών. Και είναι εξίσου αλήθεια ότι τώρα οι αντιπολιτεύσεις έχουν την ευκαιρία να καταγγείλουν «τη σπατάλη δημοσίου χρήματος» για το hotspot στην Αλβανία που «δεν θα μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί». Κατά κάποιον τρόπο, ακόμη και η Μελόνι -ανακοινώνοντας ένα διάταγμα ad hoc- αναγνωρίζει ένα κενό στη νομοθεσία.
Στην πραγματικότητα, το υπουργικό συμβούλιο της Δευτέρας θα σηματοδοτήσει την έναρξη ενός μπρα ντε φερ με τη δικαστική εξουσία. Αυτό υποδηλώνει ο υπουργός Εσωτερικών όταν εξηγεί ότι «η απόφαση είναι αποτέλεσμα μιας εξέλιξης στην εφαρμογή του δικαίου στην Ιταλία». Μετάφραση από έναν συνάδελφο του στην κυβέρνηση: «Η φράση του Πιαντεντόζι είναι ένας τρόπος να επικριθεί η υπερβολικά γραφειοκρατική νομική προσέγγιση των δικαστών, που στοχεύει στο να καταστήσει αδύνατη την επιτάχυνση των διαδικασιών επαναπατρισμού». Τεχνικά, το πρόβλημα αφορά τις «ασφαλείς χώρες» στις οποίες θα επαναπροωθούνται οι παράτυποι μετανάστες. Αλλά το αντικείμενο της διαμάχης, σύμφωνα με το Palazzo Chigi, είναι συνταγματικής φύσης: «Σε ποιον ανήκει το δικαίωμα να καθορίζει αν μια χώρα είναι ασφαλής; Στους δικαστές ή στην πολιτική;».
Διότι στην Ιταλία το υπουργείο Εξωτερικών βρίσκεται εν μέσω μιας διπλωματικής κρίσης με το Μαρόκο, μετά την απόρριψη από το Εφετείο της Μπρέσια της έκδοσης ενός Μαροκινού που κατηγορείται για τρομοκρατία, καθώς «το Μαρόκο δεν είναι ασφαλής χώρα». Την ίδια στιγμή, η Γερμανία μόλις επαναπάτρισε είκοσι οκτώ παράτυπους μετανάστες στο Αφγανιστάν. «Και ούτως ή άλλως, το 2026 -προσθέτει ο Πιαντεντόζι- πρωτοβουλίες όπως αυτή που υλοποιεί η Ιταλία στην Αλβανία θα γίνουν ευρωπαϊκό δίκαιο». Για αυτόν τον λόγο, κανείς στο Palazzo Chigi δεν προσπαθεί να αποτρέψει τη Μελόνι από το να πιστέψει ότι «αφού δεν μπορούν να με χτυπήσουν νομικά για προσωπικά θέματα, προσπαθούν να με χτυπήσουν για τις κυβερνητικές πράξεις». Πόσο μάλλον που ένας έγκριτος υπουργός, της προώθησε μια δήλωση της επικεφαλής των Δημοκρατικών: «Η συμφωνία με την Αλβανία είναι παράνομη. Οκτακόσια εκατομμύρια πεταμένα, κάτι που συνιστά οικονομική ζημία». «Πρόσεχε, Τζόρτζια», έγραφε το συνοδευτικό μήνυμα: «Η Σλάιν προαναγγέλλει την παρέμβαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Και μετά θα έρθει η τακτική δικαιοσύνη».
Η σύγκρουση μεταξύ εξουσιών του κράτους, αν δεν επιλυθεί, μπορεί να υπονομεύσει τη διάρκεια της νομοθετικής περιόδου. Και αυτή τη φορά η σύγκρουση δεν θα περιστρέφεται γύρω από την πολιτική διαφθορά, αλλά θα αφορά τη μετανάστευση και τον ρόλο της δικαστικής εξουσίας. Όπως έλεγε χθες η πρωθυπουργός: «Πώς προστατεύονται τα σύνορα; Πώς διαχειρίζεσαι τη δημόσια τάξη; Πού θα βρεθούν τα δισεκατομμύρια για τη φιλοξενία;». Έμοιαζε να βρίσκεται σε προεκλογική εκστρατεία.