Στην δεκαετία του 1990, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα (όπως και σε χώρες με παρόμοια χαρακτηριστικά στην Νότια Ευρώπη) θεώρησαν ότι αρκετές κρατικές επιχειρήσεις αφενός απομυζούσαν πολλές κρατικές ενισχύσεις που δεν μπορούσαν να συνεχιστούν ενόψει της ΟΝΕ, και αφετέρου ήταν βαρυφορτωμένες από προσωπικό και έντονη συνδικαλιστική επιρροή, (αυτή είναι μία κομψή διατύπωση, γιατί συχνά επρόκειτο για συνθήκες απροκάλυπτης ομηρίας των κυβερνήσεων από τα συνδικάτα). Έτσι ξεκίνησε μία σειρά αποκρατικοποιήσεων, πρώτα στον τομέα των τραπεζών, μετά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και σταδιακά αρκετών μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων.
Δεν πήγαν όμως καλά από την αρχή. Τα πρώτα χρόνια του 1990, σημειώθηκαν τρομακτικές αποτυχίες, οι οποίες επέτειναν ακόμα περισσότερο την εχθρότητα της κοινής γνώμης, αλλά και τις συγκρούσεις που ξεσπούσαν σε κάθε σχεδόν απόπειρα ιδιωτικοποιήσεων. Θυμόμαστε όλοι τα εξευτελιστικά γεγονότα στους δρόμους της Αθήνας όταν η τότε κυβέρνηση της ΝΔ είχε προχωρήσει χωρίς σχεδιασμό και προτεραιότητες στην ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών. Όλα αυτά είχαν χαραχτεί ως «εφιάλτης» στην κοινή γνώμη διαμορφώνοντας μία εικόνα περί του τι επρόκειτο να σημάνει μια ενδεχόμενη επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων σε άλλους τομείς.
Όταν ήρθε στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ το 1993, αυτό που έκανε ήταν να σχεδιάσει προσεκτικά μια σειρά κρατικοποιήσεων ξεκινώντας όχι από τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις αλλά από τους τομείς που βρισκόταν σε πορεία άνθισης και προοπτικής, όπως εμφατικά ήταν τότε ο τραπεζικός τομέας και οι τηλεπικοινωνίες. Κάτι τέτοιο θα διασφάλιζε όχι μόνο την ανάπτυξη το κλάδου αλλά και την απασχόληση των εργαζομένων, εξαλείφοντας τον φόβο για απώλεια των θέσεων που πυροδοτούσε τις αντιδράσεις.
Δεν έλειψαν βέβαια ούτε και τότε οι άγριες αντιδράσεις, αλλά παρόλα αυτά, προχώρησαν οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών και άνοιξαν ένα δρόμο πιο θετικής προδιάθεσης στην κοινή γνώμη. Θετικές εξελίξεις υπήρξαν και στα αποτελέσματα, τα οποία δεν άργησαν να φανούν όσον αφορά την ποιότητα και την ευρύτητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Όλο και περισσότεροι κατανοούσαν πλέον ότι έπρεπε να υπάρξει εκσυγχρονισμός, αναδιοργάνωση και νέες επενδύσεις στον δύσκαμπτο και προβληματικό τομέα των κρατικών επιχειρήσεων.
Μετά ήρθε η πρώτη αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, αφού βέβαια είχε αποτύχει μερικές φορές στο παρελθόν όταν επιχειρήθηκε – και πάλι άτσαλα και πρόχειρα από την κυβέρνηση της ΝΔ - να πωληθεί απευθείας στο εξωτερικό. Το 1996 η μετοχοποίηση του 10% του ΟΤΕ σχεδιάστηκε με μεγάλη προσοχή, λες και θα γινόταν εκτόξευση διαστημοπλοίου προς άγνωστο πλανήτη στο υπερπέραν!
Ακόμα και τότε όμως δεν παρατηρήθηκε καμμιά ενθουσιώδης στροφή της κοινωνίας στις αποκρατικοποιήσεις. Η διαδικασία στην Ελλάδα βρισκόταν πάντα αντιμέτωπη με μια ανήσυχη κοινή γνώμη και εξελισσόταν σε ένα οικονομικό περιβάλλον, ναι μεν σχετικά ευνοϊκό σε μακρο-επίπεδο αλλά και επιφυλακτικό στις λεπτομέρειες, δεδομένης της γραφειοκρατίας και των εμποδίων, τα οποία είτε φανερά είτε κρυφά χαρακτηρίζουν διαχρονικά την ελληνική οικονομία.
Έτσι λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να πορευτεί ήπια. Από την πρώτη στιγμή, παραμερίστηκε η ιδεολογική εμμονή της προηγούμενης κυβέρνησης και υιοθετήθηκε μία πραγματιστική προσέγγιση. Αυτό, εκ των υστέρων ήταν πολύ χρήσιμο, διότι βοήθησε την κυβέρνηση να μελετά προσεκτικά τι μπορεί να κάνει και να εντοπίζει τι δεν πρέπει να κάνει.
Εκείνη την εποχή – προς τα τέλη του 1990 - άρχισε να εμφανίζεται και η αποτυχία ορισμένων ιδιωτικοποιήσεων στην Αγγλία, και άρχισε να διαμορφώνεται η αντίληψη ότι μπορεί να αποκρατικοποιείται μόνο ό,τι είναι ανταγωνιστικό προϊόν, για το οποίο λειτουργεί μια ελεύθερη αγορά. Όχι όμως οι υποδομές, οι οποίες δεν είναι δεκτικές ανταγωνιστικής ιδιοκτησίας. Λέγαμε συνοπτικά : «Μπορείς να ιδιωτικοποιείς την χρήση των υποδομών αλλά όχι την κτήση τους, αν αυτές έχουν μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά». Και, ούτως ή άλλως, πρέπει να διαμορφώνεις τις κατάλληλες Ανεξάρτητες Αρχές, οι οποίες παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στην αγορά που δημιουργείται.
Θεωρώ ότι η περίοδος εκείνη υπήρξε αρκετά επιτυχής. Σημειωτέον ότι αθροιστικά οι αποκρατικοποιήσεις της οκταετίας 1996-2004 καλύπτουν πάνω από το μισό των ιδιωτικοποιήσεων που έγιναν στη διάρκεια όλης της τριακονταετίας. Από τα 31 δισ. € των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν γίνει αθροιστικά μέχρι σήμερα, άνω των 15 δις. € είχαν γίνει την οκταετία Σημίτη.[1]
Όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε ορισμένες εμβληματικές περιπτώσεις υπήρξε και μεγάλη αποτυχία, όπως για παράδειγμα στην Ολυμπιακή. Όλες οι τότε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ απέτυχαν να την ιδιωτικοποιήσουν, παρά το γεγονός ότι όλα τα κριτήρια για το πότε πρέπει να ιδιωτικοποιείς ένα δημόσιο φορέα ήταν όχι μόνο υπαρκτά αλλά και υπερ-ενισχυμένα. Για διάφορους λόγους και αδυναμίες, δεν κάναμε το αυτονόητο και έγινε αργότερα με άλλη κυβέρνηση και με δυσμενέστερους όρους!
Διδάγματα που ξεχάστηκαν
Με βάση όλα αυτά, θεωρώ ότι ορισμένες αρχές, ορισμένες στρατηγικές, οι οποίες εφαρμόστηκαν εκείνη την περίοδο για τις ιδιωτικοποιήσεις αξίζουν να μελετηθούν και σήμερα. Ενώ θα έπρεπε η στρατηγική που ακολουθήθηκε τότε να είναι οδηγός και για τις επόμενες, έχω την εντύπωση ότι εκείνο το πλαίσιο άρχισε γρήγορα να εγκαταλείπεται χωρίς μάλιστα να δοθεί κάποια εξήγηση για αυτό. Πολλές φορές, η φούρια που κυριάρχησε για ιδιωτικοποιήσεις και αποκρατικοποιήσεις μετά το 2004 καθοδηγήθηκε από κριτήρια, τα οποία δεν ήταν ούτε υπέρ μιας πιο αποτελεσματικής λειτουργίας της οικονομίας, ούτε εμφανώς υπέρ της ενίσχυσης των κρατικών εσόδων, δηλαδή για να μειωθεί το χρέος και τα ελλείμματα.
Αναφέρω χαρακτηριστικά ορισμένα γεγονότα: ενώ τον ΟΤΕ τον είχαμε μετοχοποιήσει με το 35% να παραμένει στον δημόσιο έλεγχο, ώστε το κράτος να έχει βαρύνουσα γνώμη σε στρατηγικές αποφάσεις, από το 2004 και μετά ιδιωτικοποιήθηκε πλήρως. Το «ιδιωτικοποιήθηκε» όμως δεν είναι ακριβής όρος, γιατί πωλήθηκε σε μία άλλη κρατική εταιρεία τηλεπικοινωνιών, την Deutsche Telecom!
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Γερμανία (παρά το γεγονός ότι είναι πολύ μεγαλύτερη και πιο ανταγωνιστική αγορά) oι τηλεπικοινωνίες θεωρούνται ότι πρέπει να είναι υπό κρατική αιγίδα και ιδιοκτησία. Αντιθέτως στην Ελλάδα που είναι πολύ μικρότερη αγορά με πολλά περισσότερα προβλήματα μονοπωλιακότητας και εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, ο ΟΤΕ έχει ιδιωτικοποιηθεί πλήρως.
Καθόλου τυχαία, κατά την άποψή μου, ο ΟΤΕ είναι από τους πιο ακριβούς τηλεπικοινωνιακούς παρόχους στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα σήμερα παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, οι οποίες είναι κατά 75% ακριβότερες από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 3,5 φορές ακριβότερες από τις φθηνότερες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες στην Ευρώπη, (βλ. ΕΕ 2019, Πηγή: prc_ppp_ind). Ακόμα και πριν από 10 χρόνια ή 15 χρόνια, δεν ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά, αλλά αφέθηκε να γίνει σήμερα χωρίς δυνατότητες παρέμβασης από το κράτος.
Δεύτερο δείγμα παραδοξότητας: Είχαμε κρατήσει την ΔΕΗ με μία κρατική πλειοψηφία στο 51%, διότι η επιχείρηση αποτελείται κυρίως είτε από υποδομές μεταφοράς και παραγωγής, είτε από πολύ ακριβές εργοστασιακές δομές, στις οποίες είναι πολύ δύσκολο να επενδύσει ιδιώτης. Σήμερα τι κατάσταση έχουμε; το μεγαλύτερο μέρος της ΔΕΗ, αλλά και οι θυγατρικές της, είναι ιδιωτικοποιημένες. Αντίθετα όμως, βλέπουμε ότι η ΔΕΗ - με την πρόσφατη εξαγορά του Κωτσόβολου για παράδειγμα - κινείται σε δραστηριότητες πωλήσεων, οι οποίες είναι ανοιχτά ανταγωνιστικές σε συνήθεις εμπορικές αλυσίδες. Δηλαδή, αντί να κρατάμε την βαριά υποδομή κρατική και τις εμπορικές δραστηριότητες ιδιωτικές, κάνουμε το αντίθετο. Και ανάλογα φαινόμενα μπορεί να εντοπίσει κανείς στο φυσικό αέριο και αλλού.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι χρειάζεται επειγόντως μία πολύ πιο βαθιά μελέτη για το τι ακριβώς πρέπει να είναι οι ιδιωτικοποιήσεις και πώς αυτές εντάσσονται σε μία συνολικότερη αναπτυξιακή προσπάθεια. Όπως είδαμε, αυτό δεν γίνεται πάντα.
Ένα κορυφαίο φιάσκο υπήρξε το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δισ. € που είχε πομπωδώς εξαγγείλει η Τρόικα το 2011. Θεωρώ ότι αυτό είναι το απόλυτο παράδειγμα για το τι δεν πρέπει να είναι πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και ιδιωτικοποιήσεων για τους εξής απλούς λόγους:
Προφανώς ο στόχος ήταν ανέφικτος και η ανακοίνωση του απλώς καταδείκνυε το μένος εναντίον της χώρας μας που είχαν οι συμβουλές και τα προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως έκανε παλιότερα και στην Λατινική Αμερική. Ευτυχώς ο στόχος εγκαταλείφθηκε άρον-άρον. Σήμερα αποτελεί το πιο σύντομο ανέκδοτο στις ιστορίες αποτυχημένης οικονομικής πολιτικής που επιχειρήθηκαν την περίοδο της κρίσης.
Νέα κατάσταση, νέες προκλήσεις
Σήμερα λόγω της μακράς οικονομικής κρίσης, αλλά και λόγω της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης, έχουμε περάσει σε μία περίοδο που ο κόσμος αναζητά σε μεγαλύτερο βαθμό μία καθολική και αξιόπιστη παροχή κρίσιμων δημοσίων αγαθών. Όχι μόνο στον τομέα της υγείας, όπου αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, αλλά και σε άλλους τομείς. Σιγά-σιγά επιστρέφει, όχι η αγάπη προς το κράτος, αλλά ένας μεγαλύτερος σκεπτικισμός για το πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι ιδιωτικοποιήσεις.
Ταυτόχρονα όμως, επιστρέφει και ένας γεωπολιτικός προβληματισμός για τον χαρακτήρα των αποκρατικοποιήσεων και αυτό σε πολλές περιπτώσεις επαναφέρει τον στρατηγικό ρόλο του κράτους. Στη δεκαετία του 1990, αν ερχόταν κάποιος από μία ξένη χώρα να επενδύσει σε μία κρατική επιχείρηση προς ιδιωτικοποίηση, θα ήταν ενθουσιωδώς ευπρόσδεκτος. Τώρα όμως έχουν μπει στην εξίσωση πολύ ισχυρά γεωπολιτικά κριτήρια.
Για παράδειγμα, μπορεί μία ρωσική επιχείρηση να αγοράσει μια ελληνική ενεργειακή εταιρεία όπως είχε επιχειρηθεί στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000; Μπορεί η Κίνα να πάει να αγοράσει ένα λιμάνι σε μια χώρα που ανήκει σε άλλη σφαίρα γεωπολιτικών συμφερόντων; Για να μην ξεκινήσω εδώ με εγχώριες αναφορές, σας θυμίζω τι έγινε στην Αμερική όταν ένα αραβικό κρατικό fund, είχε επιχειρήσει να εξαγοράσει λιμάνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε τότε παρέμβει και το μπλόκαρε ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, που δεν θα τον έλεγες και θιασώτη του κρατισμού.[2]
Θα έπρεπε κατά την άποψή μου να υπάρξει ανάλογος προβληματισμός και στα δικά μας συναφή ζητήματα. Το γεγονός ότι βασικοί μεταφορικοί κλάδοι ελέγχονται από ξένα κεφάλαια δεν είναι και ό,τι το ασφαλέστερο ή ό,τι πιο ικανοποιητικό μπορεί να υπάρξει για μία χώρα, που προσπαθεί μεν να φτιάξει ένα νέο διεθνοποιημένο πρόσωπο στην οικονομία, αλλά ταυτόχρονα έχει και πολλές γεωπολιτικές προκλήσεις και δεσμεύσεις.
Θα αναφέρω ένα παράδειγμα για το τι εννοώ με αυτό. Γίνεται ο διαγωνισμός για να ιδιωτικοποιηθεί το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Ταυτόχρονα όμως σχεδιάζεται να εγκατασταθεί εκεί μια πολύ μεγάλη Αμερικάνικη βάση. Μάλιστα η τοπική κοινή γνώμη είναι ιδιαίτερα θετικά διακείμενη, γιατί θα φέρει νέες δουλειές, κόσμο και επιχειρήσεις. Αυτό τώρα, πόσο ταιριάζει με το να είναι το λιμάνι ιδιωτικοποιημένο σε συμφέροντα, τα οποία ενδεχομένως εξακτινώνονται στη Ρωσία; Και να θέλει η στρατιωτική βάση να ξεφορτώσει ευαίσθητα πολεμικά φορτία με τον κίνδυνο να μαθευτεί ως τα Ουράλια;
Από αυτή την άποψη ο γεωπολιτικός παράγων θα παίξει πιο καθοριστικό ρόλο και στις αποκρατικοποιήσεις πρέπει να του δώσουμε την δέουσα σημασία. Για τον λόγο αυτό πιστεύω ότι πρέπει να αποκλειστούν ξένα κεφάλαια προερχόμενα από μη-φιλικά και μη-συμμαχικά κράτη, κάτι το οποίο εμείς μπορεί να μην διατυπώνουμε ακόμα και να νομίζουμε ότι δεν πειράζει, όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αρχίσει να προειδοποιεί τα κράτη-μέλη να προσέχουν τις στρατηγικές επενδύσεις και σε ποια χώρα καταλήγουν.
Με όλα αυτά κατά νου, η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων πρέπει να επανεξεταστεί συνολικά γιατί έχει να διανύσει μια πορεία πολύ πιο σύνθετη και απαιτητική στο μέλλον.
[1] Βλέπε το βιβλίο του Κώστα Μητρόπουλου «Ιδιωτικοποιήσεις: Το τέλος του Δρόμου?», Πίνακα 5.1, σελ. 95, εκδ. Κέρκυρα.
[2] Βλέπε άρθρο Steven R. Weisman, «Concern about 'sovereign wealth funds' spreads to Washington», ΝΥΤ, Aug. 20, 2007.