ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Όλο και πιο πολύπλοκες οι ευρωκινεζικές σχέσεις  

Η απόφαση της ΕΕ τον περασμένο Ιούνιο να αυξήσει τους δασμούς για εισαγόμενα ηλεκτρικά αυτοκίνητα τριών κινεζικών εταιρειών κατά 17,4 έως 38,1% (πάνω από το ήδη υφιστάμενο 10%) αποτελεί σταθμό στις σινοευρωπαϊκές σχέσεις. Το επιχείρημα της Κομισιόν που διεξήγαγε τις σχετικές έρευνες είναι ότι η κρατική ενίσχυση στις κινεζικές επιχειρήσεις τους επιτρέπει να πωλούν τα προϊόντα τους σε τεχνητά χαμηλές τιμές, διαστρεβλώνει τον θεμιτό ανταγωνισμό και θέτει σε κίνδυνο την λειτουργία των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών.

Στις διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών η ΕΕ απέρριψε την κινεζική αντιπρόταση τα εισαγόμενα ηλεκτρικά αυτοκίνητα να έχουν ελάχιστη τιμή πώλησης 30.000 ευρώ. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία για λίγους μήνες είχε προσωρινό χαρακτήρα, επιβεβαιώθηκε στις 4 Οκτωβρίου, κατόπιν ψηφοφορίας ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ. Από τις 27 χώρες-μέλη, 10 τάχθηκαν υπέρ των αυξημένων δασμών, 5 κατά και 12 (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) επέλεξαν την αποχή. Οι πιο ηχηρές αντιρρήσεις διατυπώθηκαν από τη Γερμανία, καθώς οι δικές της εταιρείες Volkswagen, BMW and Mercedes-Benz είναι εξαρτημένες σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κινεζική αγορά.

Η Κίνα δεν άργησε να ανταποδώσει το χτύπημα, ανακοινώνοντας αντίστοιχες έρευνες για κρατική ενίσχυση στην περίπτωση ορισμένων ευρωπαϊκών προϊόντων. Τα κινεζικά αντίποινα είναι καλά στοχευμένα: Καθώς η Γαλλία και η Ισπανία υποστήριξαν τους αυξημένους δασμούς, το Πεκίνο έβαλε στο στόχαστρο γαλλικά ποτά και το ισπανικό χοιρινό κρέας.

Στα προεόρτια εμπορικού πολέμου;

Η εξέλιξη αυτή χαρακτηρίζεται από πολλούς αναλυτές ως κήρυξη εμπορικού πολέμου ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως τα προεόρτια ενός πολύ πιθανού σινοευρωπαϊκού εμπορικού πολέμου. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς πώς φτάσαμε ως εδώ, διότι η επιδείνωση των ευρωκινεζικών εμπορικών σχέσεων κάθε άλλο παρά κεραυνός εν αιθρία είναι.

Το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ έναντι της Κίνας διευρυνόταν επί χρόνια και κορυφώθηκε το 2022 σε 400 δισ. ευρώ περίπου. Πέρυσι έπεσε κάτω από τα 300 δισ. ευρώ, αλλά σε αξία και όχι απαραίτητα σε όγκο. Η συρρίκνωση αυτή οφείλεται περισσότερο σε συναλλαγματικές ισοτιμίες και την μείωση τιμών από κινεζικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, προκειμένου να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην ευρωπαϊκή αγορά.

Ως ένα βαθμό, η ΕΕ ακολουθεί τάσεις που καταγράφονται σε άλλες δυτικές χώρες. Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς έχουν αυξήσει τους δικούς τους δασμούς σε κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα κατά 100%, ενώ η αύξηση στην Ευρώπη είναι πολύ μικρότερη και, επιπλέον, διαφοροποιείται για τις τρεις συγκεκριμένες εταιρείες. Μένει να δούμε πώς ακριβώς η έκβαση των επικείμενων αμερικανικών εκλογών θα επηρεάσει την στάση της ΕΕ και της Δύσης γενικότερα έναντι της Κίνας.

Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αναφέρεται συνεχώς σε περαιτέρω αύξηση των δασμών επί κινεζικών προϊόντων, προκειμένου να προστατευθούν αμερικανικές επιχειρήσεις. Η έτερη υποψήφια για το προεδρικό αξίωμα, η Κάμαλα Χάρις, αντιτείνει ότι η άκριτη χρήση δασμών ως όπλο κινδυνεύει να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ένα θέμα που βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα και των δύο στρατοπέδων. Σημειώνεται, πάντως, ότι ο ανταγωνισμός με την Κίνα είναι το μοναδικό πεδίο, στο οποίο συμφωνούν Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί και, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, οι σινοαμερικανικές οικονομικές σχέσεις δεν αναμένεται να βελτιωθούν στο ορατό μέλλον.

Αξίζει να σημειωθεί και κάτι άλλο: Ότι δεν πρόκειται απαραίτητα για κάποια δυτική “υστερία” κατά της Κίνας. Ολοένα και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και μελών του σχηματισμού BRICS, επίσης αυξάνουν τους δασμούς τους για εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, π.χ. Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Χιλή, Τουρκία, κ.ά. Και η τάση αυτή αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια σε πολλές χώρες του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου που επιδιώκουν να προστατεύσουν την δική τους παραγωγή έναντι των εισαγωγών από την Κίνα.

Ευρεία η γκάμα των διαφωνιών μεταξύ ΕΕ και Κίνας

Θα ήταν, όμως, ανακριβές να υποθέσει κανείς ότι η σινοευρωπαϊκή αντιπαράθεση περιορίζεται μόνο στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Η γκάμα των διαφωνιών τους είναι πολύ ευρύτερη και “εμπλουτίζεται” συνεχώς με αμιγώς πολιτικά και γεωπολιτικά θέματα.

Η στήριξη που προσφέρει η Κίνα στη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα προσκόμματα στις ευρωκινεζικές σχέσεις. Οι Ευρωπαίοι θέτουν αυτό το ζήτημα μετ’ επιτάσεως σε όλες τις επαφές με Κινέζους ομολόγους, αλλά χωρίς κανένα απτό αποτέλεσμα. Ενώ το Πεκίνο αντιλαμβάνεται ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει διαταράξει ανεπανόρθωτα την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για την Ευρώπη, προτιμά να αποφεύγει το θέμα και να μην απαντά επί της ουσίας. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι επαναλαμβάνουν μονότονα ότι η χώρα τους τηρεί ουδέτερη στάση, αλλά δεν πείθουν τους Ευρωπαίους συνομιλητές τους.

Η Κίνα παρέχει στήριξη στην Ρωσία σε τρία ευδιάκριτα, αν και αλληλένδετα, επίπεδα. Σε πολιτικό επίπεδο, είναι γνωστές οι δηλώσεις του Πούτιν και του Σι Τζινπίνγκ ότι επιδιώκουν ριζική αναμόρφωση της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, όπως αποτυπώθηκε στην κοινή δήλωσή τους της 4 Φεβρουαρίου 2022. Έχουν σφυρηλατήσει ένα ισχυρό δίδυμο στην βάση της αντιπαλότητάς τους με την Δύση και ενισχύουν τους δεσμούς τους με αυταρχικά καθεστώτα ανά την υφήλιο, όπως είναι το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, η Βενεζουέλα, κ.ά. Επενδύουν σε σχηματισμούς, λ.χ. στην ομάδα BRICS και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, στους οποίους προσπαθούν να προσδώσουν αντιδυτικό προσανατολισμό.

Σε οικονομικό επίπεδο, οι σινορωσικές σχέσεις ποτέ δεν ήταν τόσο στενές. Η Κίνα, καθώς και άλλες μεγάλες χώρες, όπως η Ινδία, έχει προσφέρει σωσίβιο στην ρωσική οικονομία μετά την αποκοπή της από τις δυτικές αγορές και τα παγκόσμια συστήματα πληρωμών. Είναι ενδεικτικό ότι η αξία του σινορωσικού εμπορίου εκτοξεύθηκε στα 240 δισ. δολάρια το 2023, αυξημένη κατά 26% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

Οι σοβαρότερες ανησυχίες των Ευρωπαίων σχετίζονται με τις πολλαπλές ενδείξεις ότι το Πεκίνο παρέχει στην Μόσχα εξοπλισμό και τεχνολογίες διπλής χρήσης που αξιοποιούνται δεόντως από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στην Ουκρανία. Συν τοις άλλοις, οι μεγάλης κλίμακας κοινές στρατιωτικές ασκήσεις των δύο χωρών στέλνουν ξεκάθαρα πολιτικά μηνύματα προς την Δύση και τους ομοϊδεάτες της στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, όπως είναι η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, κ.ά.

Υπό νέο πρίσμα οι ευρωκινεζικές σχέσεις

Το 2019, η ΕΕ έδωσε στην Κίνα τον τριπλό ορισμό του εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντιπάλου. Η αποσύνδεση (decoupling) της Ευρώπης από την Κίνα είναι προδήλως ανέφικτη, λόγω του υψηλού βαθμού αλληλεξάρτησης των δύο πλευρών. Η ΕΕ παραμένει μεγάλη αγορά για τις κινεζικές εξαγωγές και το Πεκίνο δεν έχει την πολυτέλεια να την αποξενώσει τελείως. Επιπροσθέτως, η Κίνα ασφαλώς είναι απαραίτητος εταίρος για την αντιμετώπιση σοβαρών παγκόσμιων προκλήσεων, όπως είναι η κλιματική κρίση. Η Ευρώπη καλείται να συνυπολογίσει το συνολικό κόστος της πράσινης μετάβασής της, σε συνδυασμό με την απουσία αξιόπιστων εναλλακτικών προμηθευτών.

Ταυτόχρονα, την τελευταία πενταετία έχουν συντελεστεί πολύ σημαντικές αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον που δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστες τις ευρωκινεζικές σχέσεις. Είναι φανερό ότι στον τριπλό ορισμό του 2019 το βάρος μετατίθεται πλέον προς τον ανταγωνισμό και την συστημική αντιπαλότητα. Πολλαπλασιάζονται, μάλιστα, οι φωνές Ευρωπαίων αναλυτών για αναθεώρηση αυτού του ορισμού ή για την προσθήκη ενός τέταρτου σκέλους σχετικά με την ασφάλεια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι σχέσεις ΕΕ-Κίνας θα παραμείνουν εξαιρετικά σύνθετες και πολύπλοκες, στον εξαιρετικά πολύπλοκο κόσμο που αναδύεται στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

(*) Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!