ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΘΕΜΑ

Πόλεμοι, χρέος, κλιματική κρίση, covid, φρέναραν τον αγώνα κατά της φτώχειας

Οι πόλεμοι, το χρέος, η κλιματική κρίση και η πανδημία έχουν συνδυαστεί για να σταματήσουν την πρόοδο στον αγώνα κατά της φτώχειας, προειδοποίησε η Παγκόσμια Τράπεζα. Το Ίδρυμα που εδρεύει στην Ουάσιγκτον δήλωσε ότι με τις τρέχουσες τάσεις θα χρειαστούν περισσότερες από τρεις δεκαετίες για να ξεπεράσουν οι σχεδόν 700 εκατ. άνθρωποι που ζουν με λιγότερα από 2,15 δολ. /ημέρα τον ευρέως αποδεκτό ορισμό της ακραίας φτώχειας.

Στην έκθεσή της για τη φτώχεια, την ευημερία και τον πλανήτη, η Παγκόσμια Τράπεζα δηλώνει ότι οι αναποδιές των τελευταίων ετών σημαίνουν ότι ο στόχος που είχε θέσει ο ΟΗΕ για τον τερματισμό της ακραίας φτώχειας έως το 2030 είναι ήδη αδύνατο να επιτευχθεί.

Κυρίως λόγω της ταχείας ανάπτυξης στην Κίνα, το παγκόσμιο ποσοστό φτώχειας μειώθηκε από 38% το 1990 σε 8,5% το 2024, αλλά ο ρυθμός προόδου έχει σταματήσει από το 2019 και το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί μόνο μέτρια, στο 7,3%, μέχρι το 2030. Η ακραία φτώχεια παρέμεινε συγκεντρωμένη σε χώρες με ιστορικά χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και υψηλά επίπεδα αστάθειας, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στην υποσαχάρια Αφρική.

Ο Axel van Trotsenburg, της Παγκόσμιας Τράπεζας, δήλωσε: «Μετά από δεκαετίες προόδου, ο κόσμος βιώνει σοβαρές οπισθοδρομήσεις στον αγώνα κατά της παγκόσμιας φτώχειας, αποτέλεσμα διασταυρούμενων προκλήσεων που περιλαμβάνουν την αργή οικονομική ανάπτυξη, την πανδημία, το υψηλό χρέος, τις συγκρούσεις και την αστάθεια, καθώς και τους κλιματικούς κλυδωνισμούς. Εν μέσω αυτών των αλληλεπικαλυπτόμενων κρίσεων, η προσέγγιση business-as-usual δεν θα λειτουργήσει πλέον. Χρειαζόμαστε ένα ριζικά νέο εγχειρίδιο ανάπτυξης, αν θέλουμε να βελτιώσουμε πραγματικά τη ζωή και τα μέσα διαβίωσης των ανθρώπων και να προστατεύσουμε τον πλανήτη μας».

Στην έκθεση αναφέρεται ότι θα χρειασθεί περισσότερος από έναν αιώνα για να επιτευχθεί ένας πιο φιλόδοξος στόχος, δηλαδή η αύξηση των εισοδημάτων πάνω από τα 6,85 δολ./ημέρα, που θεωρείται ως όριο φτώχειας για τις χώρες με ανώτερο μεσαίο εισόδημα.

Η τράπεζα ορίζει τις οικονομίες ανώτερου μεσαίου εισοδήματος ως εκείνες με κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ 4.466 και 13.845 δολαρίων ετησίως - μια ομάδα χωρών που περιλαμβάνει την Αργεντινή, την Μποτσουάνα και την Κίνα.

Επί του παρόντος, 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι - σχεδόν ο μισός πληθυσμός του πλανήτη - ζουν με λιγότερο από 6,85 δολάρια την ημέρα και η Τράπεζα δήλωσε ότι η αύξηση του πληθυσμού σημαίνει ότι ο αριθμός των φτωχών με αυτό το μέτρο της φτώχειας έχει ελάχιστα αλλάξει από το 1990.

Σύμφωνα με την έκθεση, υπήρξε επίσης μικρή πρόοδος όσον αφορά έναν άλλο αναπτυξιακό στόχο, τη μείωση της ανισότητας. Ενώ ο αριθμός των χωρών με ιδιαίτερα μεγάλες διαφορές μεταξύ πλούσιων και φτωχών είχε μειωθεί από 66 σε 49 στην τελευταία δεκαετία, το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε χώρες με υψηλά επίπεδα ανισότητας παρέμεινε αμετάβλητο, στο 22%. Οι χώρες αυτές ήταν κυρίως στη Λατινική Αμερική, την Καραϊβική και την υποσαχάρια Αφρική.

Ο Max Lawson, επικεφαλής της πολιτικής για την ανισότητα στην Oxfam, δήλωσε: «Με το πλουσιότερο 1% να κατακτά περισσότερο πλούτο από ό,τι το κατώτερο 95%, δεν είναι περίεργο ότι θα χρειαστεί ένας αιώνας για να τερματιστεί η φτώχεια. Η ταχεία και ριζική μείωση της ανισότητας σε κάθε χώρα θα πρέπει να είναι η απόλυτη πρώτη προτεραιότητα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Συμφωνούμε με την Παγκόσμια Τράπεζα ότι οι απλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν μια χαμένη δεκαετία, η οποία θα σημαδέψει μια ολόκληρη γενιά, αλλά την ίδια στιγμή οι πλουσιότεροι αντιμετωπίζουν την καλύτερη δεκαετία που είχαν ποτέ και αυτά τα δύο πράγματα είναι στενά συνδεδεμένα».

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!