ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ

Διαχείριση Κρίσεων στην Ευρώπη και την Ελλάδα: Γιατί είμαστε οι «γκρινιάρηδες» της Ευρώπης;

Των Αντώνη Παπακώστα και Σπύρου Μπλαβούκου (*)

Είναι πλέον κοινοτοπία να αναφερόμαστε στην κατάσταση «πολλαπλών κρίσεων» (poly-crisis) ή «μόνιμης κρίσης» (perma-crisis) που βιώνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της. Από τη μεγάλη οικονομική κρίση στην κρίση των μεταναστευτικών ροών, από το Brexit στην πανδημία και από την κρίση ασφάλειας που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στην ενεργειακή και περιβαλλοντική κρίση, η Ευρώπη πορεύεται και εξελίσσεται μέσα από τις κρίσεις αυτές. Πλέοντας σε αχαρτογράφητα νερά, η ΕΕ έχει λάβει σημαντικές αποφάσεις και έχουν δημιουργηθεί νέα εργαλεία πολιτικής αντιμετωπίζοντας σε κάποιο βαθμό την έλλειψη σαφούς νομοθετικού αλλά και πολιτικού πλαισίου και προσανατολισμού.

Πώς αποτιμούν, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι πολίτες τη διαχείριση των κρίσεων αυτών; Σε ποιο βαθμό η αποτίμηση αυτή από τους Έλληνες πολίτες συμπίπτει ή συγκλίνει με αυτή των υπόλοιπων Ευρωπαίων;

Το παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνει τις σχετικές απόψεις στη βάση της διαφοράς των θετικών από τις αρνητικές απόψεις σε κάθε κρίση ξεχωριστά. Όσο πιο κοντά στο κέντρο είναι το αποτέλεσμα τόσο πιο αρνητική είναι η αποτίμηση για τη συγκεκριμένη πολιτική. Όσο πιο κοντά στην περιφέρεια, τόσο πιο θετική είναι η αποτίμηση. Όπως προκύπτει, οι Ευρωπαίοι πολίτες, κατά μέσο όρο, υιοθετούν μια σχετικά ουδέτερη στάση για τον τρόπο που η ΕΕ διαχειρίστηκε την πανδημία και το Brexit (δηλαδή οι απόψεις είναι μοιρασμένες μεταξύ όσων δηλώνουν ικανοποιημένοι και αυτών που εκφράζουν τη δυσαρέσκεια ή την απογοήτευσή τους). Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τις υπόλοιπες κρίσεις: επικρατεί μια μάλλον αρνητική άποψη για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, την οικονομική κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία και μια καθαρά αρνητική αξιολόγηση της διαχείρισης της μεταναστευτικής κρίσης. Η αρνητική αυτή αξιολόγηση μπορεί να προκύπτει τόσο από υπέρμαχους μιας πιο φιλελεύθερης και ‘ανοικτής’ προσέγγισης όσο και από αυτούς που θα επιθυμούσαν μια πιο αυστηρή και περιοριστική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, προκύπτει ότι οι πολίτες αντιμετωπίζουν επικριτικά και θεωρούν αναποτελεσματική την αντίδραση της ΕΕ στο πεδίο αυτό.

Συνολικά, οι περισσότερες αρνητικές γνώμες εκφράζονται από τους Έλληνες πολίτες και οι περισσότερες θετικές από τους Δανούς. Το μοναδικό θέμα στο οποίο η ελληνική κοινή γνώμη συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι αυτό της διαχείρισης του Brexit. Σε όλα τα υπόλοιπα παρατηρείται μεγάλη απόκλιση, ιδιαίτερα στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, το μεταναστευτικό και την πανδημία. Είναι εύλογο και κατανοητό να υπάρχει δυσαρέσκεια από τους Έλληνες πολίτες σχετικά με τα δύο πρώτα ζητήματα, που έχουν αφήσει έντονο το αποτύπωμά τους στην ελληνική κοινωνία και οικονομία σε βαθμό πολύ διαφορετικό από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Οι συνέπειες των κρίσεων αυτών βαραίνουν πολύ περισσότερο στο μυαλό και τη ζωή των Ελλήνων σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν μπορεί να υποστηριχθεί και για την πανδημία, ο αντίκτυπος της οποίας ήταν ίδιος ή παρεμφερής τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Δανία, για παράδειγμα. Η προμήθεια και διάθεση των εμβολίων, η πολιτική του lockdown, και οι κανόνες για τις κοινωνικές διαδράσεις και την κοινωνική κινητικότητα ήταν παραπλήσιοι. Για ποιο λόγο, λοιπόν, οι Έλληνες εμφανίζονται τόσο περισσότερο δυσαρεστημένοι;

Δύο πιθανές εξηγήσεις μπορούν πρόχειρα να δοθούν: Είτε οι απαιτήσεις των Ελλήνων είναι πολύ πιο υψηλές από αυτές των Δανών, με αποτέλεσμα η μη ικανοποίησή τους να δημιουργεί ένα διάχυτο κύμα γκρίνιας και δυσαρέσκειας, ή ο τρόπος πρόσληψης κάθε κρίσης -και οι αποτυχίες στη διαχείρισή της- γίνεται μέσα από έναν ιδιαίτερα παραμορφωτικό επικοινωνιακό φακό που επηρεάζει αρνητικά την ελληνική κοινή γνώμη. Η δεύτερη ερμηνεία έχει, κατά τη γνώμη μας, μεγάλη βάση και συνδέεται με την ευρύτερη δυσπιστία των Ελλήνων πολιτών προς τους θεσμούς, την εκάστοτε κυβέρνηση και την κεντρική εξουσία, όπως έχουμε επιχειρηματολογήσει και αλλού.

Η δυσπιστία προς τους θεσμούς και η απαξίωση του πολιτικού συστήματος έχουν συμβάλλει σε αυτό το κλίμα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη για τον λαϊκισμό στην Ευρώπη, τα λαϊκίστικα κόμματα στην Ελλάδα συγκεντρώνουν περισσότερο από το 40% του εκλογικού σώματος, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην τέταρτη θέση, πίσω από την Ουγγαρία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Οι «απλές» αλλά εξωπραγματικές λύσεις βρίσκουν εύκολα οπαδούς και οι προσπάθειες αντιμετώπισης μιας κρίσης -ανεξαρτήτως αποτελέσματος- κρίνονται εκ των προτέρων αρνητικά. Υπό το πρίσμα αυτό, γίνεται εύκολο να καταλάβει κάποιος γιατί οι Δανοί ή οι Σουηδοί επικροτούν σε μεγάλο βαθμό τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στη διαχείριση των κρίσεων ενώ εμείς τις απορρίπτουμε, θύματα μιας ευρύτερης πολιτικής αμφισβήτησης και αντισυστημικότητας. Το αποτέλεσμα είναι ο διάχυτος λαϊκισμός που οδηγεί στον αντιευρωπαϊσμό και στον αυταρχισμό.

Άλλωστε, είναι σημάδι των καιρών μας οι τρελοί να οδηγούν τους τυφλούς, όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ στον «Βασιλιά Ληρ».

(*) Ο Αντώνης Παπακώστας είναι πρώην στέλεχος ΕΕ και Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Αριάν Κοντέλλη» του ΕΛΙΑΜΕΠ.

 

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!