Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοφιλές άθλημα στον πλανήτη μας. Περίπου 1,5 δισεκ. άνθρωποι παρακολούθησαν τον τελευταίο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ, ενώ 450 εκατ. παρακολούθησαν τον τελικό του Champions League τον περασμένο Μάιο. Οι μόνοι άνθρωποι με περισσότερους από 500 εκατ. ακολούθους στο Instagram είναι οι Κριστιάνο Ρονάλντο και Λιονέλ Μέσι. Σε έναν κόσμο που φαίνεται να έχει ακόρεστη όρεξη για ψυχαγωγία, το ποδόσφαιρο είναι το κυρίως πιάτο.
Ως αποτέλεσμα της μεγάλης αυτής δημοτικότητας, επενδυτές που δεν προέρχονται από τις "παραδοσιακές" αγορές ποδοσφαίρου (δηλαδή Ευρώπη, Λατινική Αμερική και Αφρική), έχουν προσπαθήσει να αποκτήσουν το δικό τους μερίδιο στην "ποδοσφαιρική πίτα".
Τον περασμένο Μάϊο, το αμερικανικό mega fund Oaktree απέκτησε τον έλεγχο της Ίντερ Μιλάνου από τον Κινέζο ιδιοκτήτη της, αυξάνοντας σε 14 τον αριθμό των αμερικανικών επενδυτών στην κορυφαία κατηγορία της Ιταλίας. Στη Βρετανία, η Μάντσεστερ Σίτι, η οποία έχει κερδίσει τα τελευταία πέντε πρωταθλήματα, ανήκει στο σεΐχη του Αμπού Ντάμπι. Στη Βρετανική Λίγκα, οι Ευρωπαίοι επενδυτές ελέγχουν πλέον μόνο 7 από τις 20 ομάδες ποδοσφαίρου. Όπως η ζήτηση για συλλόγους, έτσι έχουν αυξηθεί και οι αποτιμήσεις. Ένα μέρος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πουλήθηκε αυτό το καλοκαίρι στον Σερ Τζιμ Ράντκλιφ έναντι περίπου 6,5 δισ. δολάρια, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα το deal της Τσέλσι είχε κλείσει σε πάνω από 3 δισ. δολάρια.
Για να αποσβέσουν τις επενδύσεις τους, οι μέτοχοι θέλουν σταθερές και θετικές αποδόσεις σε βάθος δεκαετίας. Η συνταγή για να το εξασφαλίσουν αυτό είναι οι ομάδες τους να παίζουν τον μέγιστο αριθμό αγώνων, να μεταδίδονται διεθνώς και να κερδίζουν όσο γίνεται περισσότερους από αυτούς. Το πρόβλημα είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι από τη φύση του ένα εξαιρετικά ασταθές άθλημα. Σε αντίθεση με το μπάσκετ ή το τένις, όπου οι πόντοι σημειώνονται συνεχώς, ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι καθορίζεται από λίγες στιγμές και γκολ. Ως εκ τούτου, σενάρια όπως η Ελλάδα που κέρδισε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ή η Λέστερ την Πρέμιερ Λιγκ, μπορεί να συμβούν. Για έναν επενδυτή, μια κακή σεζόν θα μπορούσε να σημαίνει υποβιβασμό που όταν συναντιέται με υποχρεώσεις αποπληρωμής δανείων, μπορεί να σημαίνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή πτώχευση.
Το 2021, για να λύσουν το πρόβλημα των μεταβλητών και μη προβλέψιμων αποδόσεων, οι σύλλογοι που ανήκουν κατά κύριο λόγο σε funds πρότειναν την Superleague, μια κλειστή πανευρωπαϊκή λίγκα χωρίς υποβιβασμό. Αυτό θα μετέτρεπε το ποδόσφαιρο από άθλημα σε ψυχαγωγία, αυξάνοντας τις αποτιμήσεις, αλλά και δημιουργώντας τα ίδια προβλέψιμα αφηγήματα και μακροχρόνια προβλήματα δέσμευσης κοινού που αντιμετωπίζουν οι αθλητικές λίγκες των ΗΠΑ. Σύλλογοι όπως η Μπάγερν Μονάχου, που ανήκει στους φιλάθλους της, αρνήθηκαν να συμμετέχουν, οι οπαδοί των περισσότερων συλλόγων διαμαρτυρήθηκαν, η UEFA, η FIFA και οι υπόλοιπες αρχές καταδίκασαν τη λίγκα κι έτσι αυτή κατέρρευσε.
Ωστόσο, από τότε, εξαιτίας του φόβου ενός επιτυχημένου διαχωρισμού, η UEFA έχει λάβει μέτρα για να κατευνάσει τους μεγάλους συλλόγους. Πριν τρία χρόνια, λάνσαρε μια τρίτη κατηγορία πανευρωπαϊκής λίγκας, το Conference League, και φέτος επεκτείνει τον αριθμό των ομάδων και των αγώνων σε όλες τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλάζοντας τη δομή των ομίλων σε πρωταθλήμα. Παράλληλα, το σύστημα βαθμολογίας που συγκεντρώνει τους βαθμούς που κερδίζει κάθε σύλλογος τα προηγούμενα χρόνια θα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για να τοποθετεί "ισχυρούς" συλλόγους απέναντι σε "ασθενέστερους".
Κατ’ ουσία, ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους στην Ευρώπη έχει ελάχιστες πιθανότητες να μείνει εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων στην αρχή της ποδοσφαιρικής χρονιάς. Επιπλέον, η UEFA κατήργησε το εκτός έδρας γκολ, ένα μηχανισμό που διευκόλυνε τις εκπλήξεις-προκρίσεις των αουτσάιντερ στους νοκ άουτ γύρους των διοργανώσεων. Τώρα η UEFA συζητά την αλλαγή του κανόνα του οφσάιντ – δίνοντας στους επιθετικούς ένα σημαντικό νέο πλεονέκτημα. Δεδομένου ότι οι μεγάλες, πλούσιες ομάδες συνήθως διαθέτουν τους γρηγορότερους παίκτες, αυτό θα ήταν ουσιαστικά ένα ακόμη βήμα για τη μείωση της πιθανότητας μιας έκπληξης από έναν "μικρότερο" σύλλογο.
Καθώς η επιρροή των εταιρικών συμφερόντων αυξάνεται, είναι κρίσιμο να μην χαθεί το ποδοσφαιρικό ευ αγωνίζεσθαι. Ενώ η οικονομική σταθερότητα και η διεθνής απήχηση είναι σημαντικές, δεν πρέπει να έρχονται σε βάρος των στοιχείων που κάνουν το ποδόσφαιρο αγαπητό παγκοσμίως. Η πρόκληση για τους παράγοντες του ποδοσφαίρου – είτε είναι ιδιοκτήτες, παίκτες ή οπαδοί – είναι να βρουν μια ισορροπία που τιμά το πνεύμα του ανταγωνισμού. Μόνο τότε μπορεί το ποδόσφαιρο να συνεχίσει να είναι το παγκόσμιο φαινόμενο που ενώνει τους ανθρώπους, όχι μόνο ως θεατές ψυχαγωγίας, αλλά ως συμμετέχοντες στην κοινή αγάπη για το άθλημα.
(*) Ο Άρης Μητρόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο London Business School