«Τα κόμματα δεν κάνουν πια πολιτική», έλεγε το μακρινό 1981 ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στον Εουτζένιο Σκάλφαρο, σ’ εκείνη την ιστορική συνέντευξή του στην εφημερίδα Repubblica. Νοσταλγούσε μια εποχή «μεγάλων συζητήσεων και μεγάλων συγκρούσεων ιδεών», μια εποχή με «πάθος, ενθουσιασμό, δίκαιους θυμούς», όπου τα κόμματα προσπαθούσαν να καταλάβουν την πραγματικότητα της χώρας και να την ερμηνεύσουν. Και όπου μεταξύ των αντιπάλων ηγεσιών υπήρχε εκτίμηση, πέρα από την δριμύτητα της πολεμικής.
Είχε δώσει μια σκληρή και πολύ απαισιόδοξη περιγραφή της μετάλλαξης που πίστευε ότι είχε υποστεί ο κόσμος της πολιτικής: «Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απ’ όλα μηχανές εξουσίας και πελατείας», έλεγε. Έχουν ελάχιστη γνώση των προβλημάτων της κοινωνίας, μικρή σχέση με ιδέες και ιδανικά, προγράμματα αόριστα, «αισθήματα και πολιτικό πάθος μηδέν». Διαχειρίζονται συμφέροντα, «ετερόκλητα, αντιφατικά συχνά και ύποπτα». Και ως οργανωτική δομή, «δεν είναι πια οργανωτές του λαού, είναι συνομοσπονδίες ρευμάτων, κλικών», καθεμιά με τον «boss» της.
Στο συγκεκριμένο ιταλικό περιβάλλον, ο Μπερλινγκουέρ αποδείχθηκε προφητικός. Δέκα χρόνια αργότερα, κι ενώ εκείνος δεν βρισκόταν πια στη ζωή, το ιταλικό πολιτικό σκηνικό θρυμματίστηκε, η επιχείρηση «καθαρά χέρια» απονομιμοποίησε ολοκληρωτικά το κομματικό σύστημα και στα ερείπια της μάχης με την διαφθορά ανέτειλε το άστρο του πιο αυθεντικού εκπροσώπου της πιο απόλυτης διαφθοράς, του πρώτου «πλούτο-λαϊκιστή» στην νεότερη ιστορία, του αείμνηστου Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Αλλά, καθώς οι δυτικές δημοκρατίες δοκιμάζονται κάθε τόσο, όλο και συχνότερα, από κρίσεις αντιπροσώπευσης, το ερώτημα επιστρέφει. Μήπως η ρίζα του προβλήματος, και όχι μόνον για την Ιταλία του 90, είναι πάντα εκείνο το «ηθικό πρόβλημα», για το οποίο μιλούσε ο Μπερλινγκουέρ; Το ότι τα κόμματα έχουν γίνει μηχανές εξουσίας και πελατείας και «δεν κάνουν πια πολιτική»; Πάντως όχι όπως παλιά;
Οι εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ, για παράδειγμα, ήταν μια διαδικασία που ακόμη και αντίπαλοι επαίνεσαν ως ουσιαστική, δημοκρατική, πολιτισμένη. Θα μπορούσε να πει κανείς: Μια κίνηση ανάκτησης της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών και επανασύνδεσης της πολιτικής με εκείνους που θέλει να εκπροσωπεί και στους οποίους δίνει το λόγο. Ήταν πράγματι; Εν μέρει, ναι. Αλλά αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να αποδελτιώσει τον λόγο των υποψηφίων θα διαπίστωνε ότι πολλαπλάσιο χώρο καταλάμβανε στην σκέψη τους το κόμμα, η αλλαγή του, ο αρχηγός του, η κομματική λειτουργία και λιγότερο η χώρα κι ένα κάποιο σχέδιο γι’ αυτήν, η κοινωνία και τα προβλήματά της. «Μιλάτε πολύ για τον εαυτό σας, πείτε κάτι και για εμάς»- θα μπορούσε να μεταφράσει κάποιος στα ελληνικά μια παλιά Ιταλική ατάκα. Και κάποιος άλλος θα μπορούσε να απαντήσει πως οι δύο υποψήφιοι που έφεραν σημαντικότερο προγραμματικό φορτίο στον προεκλογικό τους λόγο έμειναν, πάντως, εκτός δεύτερου γύρου.
Κάτι δεν πάει καλά.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά στο ΠΑΣΟΚ, που πάντως έζησε μια αναγεννητική εμπειρία μέσω της εκλογικής του διαδικασίας, στους όμορους χώρους τα πράγματα είναι απείρως χειρότερα. Στην ΝΔ είναι ορατές οι κινήσεις συγκρότησης ενός «ρεύματος», που στο όνομα μιας κάποιας «πατριωτικής» και «λαϊκής» δεξιάς διεκδικεί μεγαλύτερη φέτα εξουσίας. Και στον ΣΥΡΙΖΑ, ο τρόπος που εξελίσσεται η εσωκομματική σύγκρουση θυμίζει περισσότερο Γκαίτε παρά Μπερλινγκουέρ. Το κόμμα μπήκε στον πειρασμό να πουλήσει την αριστερή ψυχή του σε έναν λαϊκιστή διάβολο για να εκμεταλλευτεί μια ευκαιρία ανόδου στην εξουσία, και τώρα διαπιστώνει πόσο δύσκολο είναι να την πάρει πίσω.
Τι λείπει, τι φταίει; Αν κάνουμε μια αναδρομή στα 50 χρόνια από την μεταπολίτευση- ή μήπως πρέπει να σεβαστούμε την σύμβαση και να πούμε στα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης;- η πολιτική και τα κόμματα είχαν την ισχυρότερη νομιμοποίηση και κινητοποιούσαν μεγάλες λαϊκές πλειοψηφίες όταν εκπροσωπούσαν και υπηρετούσαν ένα μεγάλο αίτημα, έναν μεγάλο στόχο που ενέπνεε.
Ήταν, πρώτα, το αίτημα της Δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας απαλλαγμένης από τα προδικτατορικά κουσούρια της, ελεύθερης από την κηδεμονία του θρόνου, του στρατού και της πρεσβείας, από την οποία κανείς δεν θα αποκλείεται. Ήταν, έπειτα, το αίτημα της Αλλαγής- ένα αίτημα συμβολικής (και για κάποιους εντελώς πραγματικής) ενσωμάτωσης εκείνων που είχαν βρεθεί εκτός των τειχών στην μακρά μετεμφυλιακή εποχή, αλλά κι ένα αίτημα οριστικής υπέρβασης της βασικής αντίθεσης της μεταπολεμικής Ελλάδας, μιας χώρας με τους υψηλότερους κάποτε ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στην Ευρώπη που έμενε καθηλωμένη σε προνεωτερικά πολιτικά και κοινωνικά ήθη. Κι ήταν, τέλος, το αίτημα του Εκσυγχρονισμού- της πλήρους ευθυγράμμισης, δηλαδή, με «τα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης», στην γλώσσα των αγωνιστών της επανάστασης του 21, αίτημα που κυριάρχησε την περίοδο 1993-2004.
Από τότε, η πολιτική αναζητεί έναν αντίστοιχο στόχο, έναν θετικό ορίζοντα. Και δεν τον βρίσκει. Ούτε το ερζάτς «έξω οι κλέφτες» του 2004, ούτε το αντιμνημόνιο του 2012-15, ούτε η αντί- ΣΥΡΙΖΑ συσπείρωση μπορούσαν, με την αρνητική τους φόρτιση, να τον υποκαταστήσουν. Και η χιλιοτραγουδισμένη «επιστροφή στην κανονικότητα» έδειξε γρήγορα τα όριά της. Η αναζήτηση συνεχίζεται. Ή καλύτερα ας κρατήσουμε το ρήμα με ένα ερωτηματικό δίπλα του: Συνεχίζεται;