Ο μακρύς υπότιτλος του βιβλίου αυτού του Τάκη Παππά, γνωστότερου από τη δουλειά του γύρω από τον λαϊκισμό και το κομματικό σύστημα σε φάσεις κρίσης (και τη φιλελεύθερη δημοκρατία), με ακαδημαϊκή διαδρομή συνειδητά εκτός Ελλάδος (αφού πρώτα δίδαξε στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, βρέθηκε να συνεργάζεται ερευνητικά με το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι…), αποτελεί εξαρχής μια δήλωση προθέσεων. Ασφαλώς και θέλει να δώσει μιαν ερμηνεία – σωστότερα: μια δέσμη ερμηνειών – γιατί μετά τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης οι Έλληνες «κατόρθωσαν» να ζουν μόλις 1,2 φορές καλύτερα στο τέλος της περιόδου σε σχέση με το πώς ζούσαν οι γονείς τους στην αρχή της ίδιας περιόδου και τούτο ενώ οι Πορτογάλοι ζουν 2,3 φορές καλύτερα, οι δε Ιρλανδοί 3,4 φορές καλύτερα από τους ίδιους τους γονείς. Όμως ακόμη περισσότερο θέλει να δείξει προς ποιες κατευθύνσεις θα χρειαζόταν – κατ’ αυτόν – να κινηθεί η χώρα και οι άνθρωποί της , αν είναι να προχωρήσουν καλύτερα προς το μέλλον.
Θα τον ακολουθήσουμε, λοιπόν, σ’ αυτήν του την πρόθεση, ξεκινώντας το διάβασμα της «Παράξενης χώρας» από το τέλος. Εκεί δηλαδή όπου ο Τ. Παππάς, προσπερνώντας την προσέγγιση των Ατσέμογλου/Ρόμπινσον στο «γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» με την αναγωγή σε κομβικό ρόλο των πολιτικών και οικονομικών θεσμών (εδώ η σύγκριση Ελλάδας-Πορτογαλίας, λιγότερο βέβαια Ιρλανδίας, αναδεικνύει την κουλτούρα της πόλωσης, σε αντίθεση με την κουλτούρα της συναίνεσης) και επικεντρώνοντας στην αλυσίδα λαθών της ελληνικής ιστορικής πολιτικής εμπειρίας της Ελλάδας, αναδεικνύει το πώς «η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος αποτελεί το σημείο εισόδου της χώρας σε φαύλους κύκλους κρίσης, που συνήθως διαρκούν πολλά χρόνια». Ποια η διέξοδος; «Η βασική συναίνεση ανάμεσα στις κομματικές δυνάμεις».
Καλεί ο Τ. Παππάς να διώξουμε από πάνω μας τον μύθο περί «ελληνικής ιδιαιτερότητας» – είτε σε λογική «είμαστε η καλύτερη χώρα του κόσμου», είτε στην αντίθετη «πάμε από το κακό στο χειρότερο». Και να αποδεχθούμε τις συγκρίσεις οπότε και τα συμπεράσματά τους.
Καλεί επίσης σε συνειδητοποίηση ότι «πολιτική πόλωση και εθνική ανάπτυξη είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα». Οπότε, «για την Ελλάδα του μέλλοντος επείγει η επίταξη πολιτικών συναινέσεων σε πολιτικό επίπεδο».
Τι λογής συναινέσεων, όμως; Μια συναίνεση «με τρεις πυλώνες πολιτικής – τον κοινοβουλευτισμό, τον φιλελευθερισμό [εννοεί τον πολιτικό φιλελευθερισμό, εδώ] και τον Ευρωπαϊσμό». Το τελευταίο, συμπληρώνεται με κάποια ένταση με ένα: «Ανήκομεν εις την Δύσιν. Επιτέλους!». Και με αντίστοιχη ένταση: «Αντίδοτο στον λαϊκισμό, είναι ο φιλελευθερισμός». Εδώ ο Τ. Παππάς κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση/εικασία. «Η πόλωση διαρκεί μόνον εφόσον την εφαρμόζουν δυο τουλάχιστον σημαντικά κόμματα. Όταν ένα απ’ αυτά, κατά προτίμηση το ισχυρότερο, αποσυρθεί από τον χορό της πόλωσης, αυτή δεν μπορεί να διατηρηθεί».
Από κει και πέρα, οι προτάσεις/υποθήκες Τ. Παππά, για εγκατάλειψη της διαίρεσης αριστεράς-δεξιάς («ανήκει στο παρελθόν») για αποδοχή ως αρχής του ότι ένα 80% του κόσμου είναι συστημικό («η Ελληνική κοινωνία αποστράφηκε τα αντισυστημικά κόμματα κατά ποσοστό περίπου 80%») και για καλωσόρισμα ενός τρικομματικού, αντί δικομματικού συστήματος (και δη με «χρυσή φόρμουλα» ένα 40-25-15) καταλήγουν σε μια αρκετά προβλεπτή έκκληση «οι πολιτικοί μας ηγέτες να πάρουν τον δύσκολο δρόμο των μεταρρυθμίσεων – τον μόνο που μπορεί να κάνει την διαφορά». Το γεγονός ότι όπως σερβιρίστηκε στους πολίτες η έννοια των μεταρρυθμίσεων, από τις ημέρες Τρόικας και μέχρι π.χ. την εποχή Φλωρίδη, με μείγμα επιβολής και λογικής ρετσινόλαδου, δεν πολύ-απασχολεί.
Έτσι όπως η προσέγγιση Παππά καλεί να επισκεφθούμε – με ωραία διαγράμματα και γραφήματα , όντως – τη διαδρομή της πόλωσης, του λαϊκισμού και της επακόλουθης κρίσης σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, σε κάνει να βρίσκεις ένα νήμα επιχειρηματολόγησης. Ύστερα, βέβαια, ξυπνάς στην αφελή οξύτητα του «41%» στο οπαδικό κοινό του πρώτου κόμματος υπό συνθήκες 2024 – αφελή οξύτητα που δεν είναι και τόσο βέβαιο ότι η ηγεσία του χώρου αποκηρύσσει. Αλλά και στη δυσχέρεια του δεύτερου και του τρίτου κόμματος να ξεφύγουν από τις παλιές, δοκιμασμένες πρακτικές της άρνησης κάθε ενδεχόμενου συναίνεσης (παρά μόνο με τους όρους που θέτει ο καθένας, φυσικά).
Παράδοξη χώρα, όντως.