Οι προσλήψεις στο ελληνικό Δημόσιο ήταν, για πολλές δεκαετίες, η προτιμητέα επιλογή των κυβερνήσεων για να διαιωνίσουν την κομματική πελατεία τους και, κατ’ επέκταση, να διασφαλίσουν την παραμονή τους στην εξουσία. Η μεγάλη μεταρρύθμιση του ν.2190/94 με τη δημιουργία ενός αντικειμενικού συστήματος προσλήψεων και την δημιουργία του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) καθώς και οι περιοριστικές πολιτικές που επέβαλε η επιτροπεία μέσω των μνημονίων δημιούργησαν ένα σοβαρό ανάχωμα στις άκρατες και άκριτες πελατειακές προσλήψεις.
Ο πελατειασμός, όμως, εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες.
Παρακολουθώντας την πορεία των προσλήψεων (apografi.gov.gr) κατά την τελευταία δεκατία παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Το τακτικό προσωπικό, το 2014, ανερχόταν σε 576.856 υπαλλήλους, ενώ οι έκτακτοι (ορισμένου χρόνου-συμβασιούχοι) ήταν 60.692 και οι μετακλητοί 1.888. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 2018, ο αριθμός του τακτικού προσωπικού σημειώνει μια ελαφρά κάμψη και ανέρχεται σε 565.524 υπαλλήλους, ενώ ο αριθμός των εκτάκτων αυξάνεται σε 80.855 και των μετακλητών σε 2.699. Το 2023 ο αριθμός των μονίμων κάμπτεται περαιτέρω σε 564.782 ενώ οι έκτακτοι σημειώνουν σημαντική αύξηση και ανέρχονται σε 151.214 υπαλλήλους. Οι μετακλητοί συνεχίζουν την αυξητική τους πορεία και φθάνουν τις 3.194
Εάν προσθέσει κανείς στις αποχωρήσεις των μονίμων, το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός τους θα οδηγηθεί, σε βάθος μιας δεκαετίας, στην έξοδο από την ενεργό υπηρεσία, δημιουργείται η εύλογη απορία πως ακριβώς θα καλυφθούν τα μεγάλα κενά που θα δημιουργηθούν. Τούτο, διότι φαίνεται ότι η στρατηγική που έχει επιλεγεί δεν είναι η ενίσχυση των δημοσίων υπηρεσιών με προσωπικό αυξημένων προσόντων, όπως επιβάλει η πολυπλοκότητα των σημερινών προβλημάτων και οι καλπάζουσες επιστημονκές και τεχνολογικές εξελίξεις, σε σταθερές θέσεις εργασίας αλλά η προσωρινή διαχείρισή τους.
Επιπλέον, η σημαντική αύξηση των εκτάκτων δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή διοικητική εξέλιξη και την καθημερινότητα των υπαλλήλων (όταν, για παράδειγμα, έκτακτοι προϊστανται μονίμων δημοσίων υπαλλήλων) επιβαρύνοντας έτι περαιτέρω την ισχνή παραγωγικότητα των δημοσίων υπηρεσιών.
Επίσης η συνεχιζόμενη αύξηση των μετακλητών υποδηλώνει στην σοβούσα πρόθεση των αιρετών όλων των επιπέδων διακυβέρνησης να στελεχώσουν τα γραφεία και τις υπηρεσίες τους με «δικά τους παιδιά».
Μεταξύ των λύσεων συμπεριλαμβάνεται, οπωσδήποτε, ο προγραμματισμός των προσλήψεων με βάση πραγματικές κι όχι εικονικές ανάγκες. Οι ανάγκες αυτές πρέπει να αποτυπωνονται με όρους γνώσεων και δεξιοτήτων στα περιγράμματα θέσεων τα οποία εξακολουθούν, όμως, να αποτυπώνουν περισσότερο την υφιστάμενη παρά την επιθυμητή κατάσταση. Περαιτέρω, η διαμόρφωση ενός πλαισίου υγιούς ανταγωνισμού μέσω της στοχοθεσίας εξακολουθεί να είναι ζητούμενο.
Το πρόταγμα για τη σημερινή διακυβέρνηση θα έπρεπε να είναι να διαμορφώσει ένα σταθερό πλαίσιο ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού. Οι προσλήψεις πρέπει να αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου. Ο μετεωρισμός μεταξύ του (πρωτόγονου) πελατειασμού του παρελθόντος και του επιτακτικού εκσυγχρονισμού του παρόντος, οδηγεί σε στασιμότητα και αδιέξοδο. Απ’ αυτό βλάπτονται τόσο οι άξιοι δημόσιοι υπάλληλοι όσο και οι πολίτες και, εν τέλει, η ανάπτυξη της χώρας.