Οι τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος στη χρηματιστηριακή αγορά πρόσφατα ξεπέρασαν κάθε παλιό όριο. Σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, την εβδομάδα μεταξύ 30 Αυγούστου και 6 Σεπτέμβριου η μέγιστη οριακή τιμή, γύρω στις 21.00, κυμάνθηκε μεταξύ €510/MWh και €942/MWh, ωθώντας προς τα πάνω τις μέσες τιμές εκκαθάρισης. Αυτή την περίοδο της ημέρας το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικότητας των ανανεώσιμων πηγών δεν είναι διαθέσιμο και η ζήτηση καλύπτεται από υδροηλεκτρική και θερμική παραγωγή και περιστασιακά από εισαγωγές. Η υψηλή τιμή προσφοράς για εκείνη την ώρα δεν αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά αποτελεί το «πριμ» ευστάθειας του ηλεκτρικού συστήματος. Στο σημερινό πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρισμού, αυτό καθορίζεται μονομερώς από τον παραγωγό που προσφέρει, πρακτικά χωρίς ανταγωνισμό, μέσα από τη χρηματιστηριακή διαδικασία τις τελευταίες αναγκαίες μονάδες ισχύος.
Πολιτικά, οι υψηλές οριακές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας αποδίδονται στο ότι η Ουκρανία έχει γίνει μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ηλεκτρισμού, απορροφώντας ηλεκτρική ενέργεια από τις γειτονικές χώρες, με το φαινόμενο να εξαπλώνεται ως την Ελλάδα. Οι καθαρές εισαγωγές της Ελλάδας από γειτονικές χώρες, με παρόμοιες ανάγκες και προβλήματα, μέσω διασυνδέσεων χαμηλής δυναμικότητας δεν ξεπερνούν το 2% της κατανάλωσης, Σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, μεταξύ 26 Αυγούστου και 6 Σεπτέμβριου μόνον τέσσερεις φορές χρειάστηκαν εισαγωγές , μέχρι 258MW, για την αντιμετώπιση της νυχτερινής αιχμής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέγιστη οριακή τιμή του συστήματος σχετίζεται θετικά με τη λιγνιτική διαθέσιμη ισχύ και αρνητικά με αυτή των ΑΠΕ, ενώ δεν επηρεάζεται από την υδροηλεκτρική ισχύ και τις εισαγωγές/εξαγωγές.
Η πρόκληση δεν είναι η αντιμετώπιση της συνολικής αιχμής του συστήματος, στην οποία συμβάλλουν οι ΑΠΕ, αλλά η διαχείριση της νυχτερινής αιχμής ειδικά το καλοκαίρι που διογκώνεται λόγω τουρισμού και κλιματιστικών. Η γρήγορη και χωρίς σχεδιασμό απολιγνιτοποίηση απομάκρυνε πολλές μονάδες φορτίου βάσης και η αναστροφή της στην έναρξη της ουκρανικής κρίσης δεν ήταν επαρκής. Επιπλέον, οι διασυνδέσεις των νησιών και της Κρήτης αύξησαν την ζήτηση στο σύστημα, χωρίς να προσθέσουν σταθερό δυναμικό για την κάλυψη της. Σήμερα, η στατιστικά διαθέσιμη ισχύς του συστήματος, εκτός ΑΠΕ, είναι περί τα 10GW και η χρησιμοποιούμενη γύρω στα 8GW. Το πραγματικό περίσσευμα ισχύος στις ώρες της μέγιστης βραδινής ζήτησης, θερμικό, υδροηλεκτρικό που εξαρτάται από τα αποθέματα νερού και μειωμένης εξασφάλισης ΑΠΕ, είναι μικρότερο των 1,000 MW. Αυτό σίγουρα αναδεικνύει θέματα ασφάλειας παροχής ηλεκτρισμού.
Το πρόβλημα των υψηλών οριακών τιμών είναι δομικό, και οφείλεται στον τρόπο που λειτουργεί η αγορά ηλεκτρισμού στην Ελλάδα σύμφωνα με το ευρωπαϊκού target model, σε συνδυασμό με το μικρό περιθώριο ηλεκτρικής ισχύος στο σύστημα τις πρώτες νυχτερινές ώρες. Το μικρό διαθέσιμο περιθώριο δημιουργεί χώρο για ψηλότερες τιμές, δεδομένου ότι εκείνες τις ώρες δεν υφίστανται οι συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ παραγωγών που θα τις συμπίεζαν.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της κατανάλωσης ηλεκτρισμού διευρύνεται συνεχώς με την αύξηση του ΑΕΠ και τον ταχύ εξηλεκτρισμό μέρους της τελικής κατανάλωσης ενέργειας με την ηλεκτροκίνηση, την απομάκρυνση του πετρελαίου από τη θέρμανση των κτηρίων και την μετατροπή βιομηχανικών διεργασιών από ορυκτά καύσιμα σε ηλεκτρισμό. Η αυξανόμενη ζήτηση απαιτεί κατά τις βραδινές ώρες διαρκώς μεγαλύτερη πλήρως εξασφαλισμένη ισχύ, κυρίως για την ευστάθεια του συστήματος.
Το σημερινό μικρό λειτουργικό περιθώριο ισχύος συντηρεί τις τιμές σε ψηλότερα επίπεδα από το πραγματικό μακροπρόθεσμο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, επιβαρύνοντας τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία, από την οποία στερεί ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, αυξάνει τον κίνδυνο μπλακ άουτ μια ζέστη καλοκαιρινή νύχτα χωρίς άνεμους, όταν η διαθέσιμη ισχύς θα είναι μικρότερη της ζητούμενης. Οι θεωρίες για τον ρόλο της Ουκρανίας και την πολύ ακριβή υδροηλεκτρική ενέργεια δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν το σύνθετο δομικό πρόβλημα της αστοχίας της αγοράς ηλεκτρισμού, του παρωχημένου σχεδιασμού και της ατελούς ανάπτυξης του διασυνδεδεμένου συστήματος και της έλλειψης επαρκών διασυνδέσεων με την αγορά της κεντρικής Ευρώπη. Η συνέχιση των καθυστερήσεων ουσιαστικής αντιμετώπισής του αυξάνει την πιθανότητα διακοπών παροχής και κρατά ψηλά τις τιμές.
(*) Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων