Από την πένα ενός νομικού – βέβαια του Δημοσίου Δικαίου/συνταγματολόγου – ένα σύντομο, στιγμές-στιγμές μαχητικό βιβλίο, για ένα θέμα κατεξοχήν πολιτικού προβληματισμού. Για ένα θέμα που ίσως άργησε σχετικά να έρθει στην ελληνική δημόσια συζήτηση σε σχέση π.χ. με τα κύματα έντασης στα αμερικανικά campus (απ’ όπου το ιχνηλατούσε π.χ. ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης) και με την απογείωση των φαινομένων λαϊκισμού. ένα φαινόμενο όμως, που τώρα έχει εγκατασταθεί και σε εμάς. Και διεκδικεί σημαντικό ρόλο στην δημόσια έκφραση. Καθώς, δε, στην επιρρεπή στην μετακίνηση από το ένα άκρο στο άλλο ελληνική πολιτική ζωή συχνά (αν μη συνήθως) υπορρέει η τάση να κάνουμε το άλλο να σιωπήσει – τον άλλο = τον απέναντι/τον αντίπαλο/τον εχθρό! – το εργαλείο της πολιτικής ορθότητας απειλεί αληθινά να μετατραπεί σ’ εκείνο που ήδη από τον τίτλο του αναδεικνύει ο Σπ. Βλαχόπουλος: σε σύγχρονη εκδοχή λογοκρισίας.
Πιάνει το νήμα από τη νομική του καταγωγή, θυμίζοντας ότι η νομική προσέγγιση δεν έχει (σε αντίθεση με την προσέγγιση των θετικών, ιδίως επιστημών) τόσο στενή σύνδεση με την αλήθεια, όσο με την ορθότητα/τον ορθό συλλογισμό. με ό,τι αυτό το νοητικό περιβάλλον εισάγει σε αβεβαιότητα και υποκειμενισμό. Όμως δεν αργεί να μετακινηθεί στο πεδίο της πολιτικής ορθότητας, δηλαδή εκεί όπου έχει ανθίσει η έννοια. Σπεύδει να σημειώσει ο Βλαχόπουλος ότι ΔΕΝ αποτελεί πολιτική ορθότητα το να μην υποκινεί κανείς με δημόσιο λόγο στην βία, στο μίσος, στις διακρίσεις (αυτό είναι νομικά κολάσιμο), ούτε άλλωστε να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας π.χ. ο Τύπος.
Όμως, ο προσδιορισμός με κοινωνικά και ιδεολογικά κριτήρια του «τι λέγεται» και «τι δεν λέγεται», έτσι όπως έχει αναδυθεί- και εν συνεχεία απογειωθεί στην αμερικανική πολιτική σκηνή (όπου εχθροί του politically correct οι συντηρητικοί, οπαδοί της οι προοδευτικοί, που στην αμερικανική πολιτική γλώσσα λέγονται «φιλελεύθεροι»), τείνει να απειλήσει όλο και περισσότερο ένα αγαθό το οποίο στα χρόνια της Χάρτας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα κλπ. και ασφαλώς της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχαμε φτάσει να θεωρούμε αυτονόητα κυρίαρχης σημασίας: Την ελευθερία της έκφρασης. Ως κεντρικού χαρακτηριστικού κάθε κοινωνίας που θέλει να θεωρεί εαυτήν δημοκρατική. «Με άλλες λέξεις: Δημοκρατία χωρίς ελευθερία της έκφρασης δεν υπάρχει». Εδώ, η πολιτική ορθότητα λειτουργεί υπονομευτικά.
Ξεναγεί λοιπόν ο Σπ. Βλαχόπουλος τον αναγνώστη στις παγίδες που στήνει η πολιτική ορθότητα π.χ. στην επιστημονική και ακαδημαϊκή ελευθερία. Στο Humboldt Uni του Βερολίνου αναβλήθηκε η παρουσίαση μιας εισήγησης βιολόγου, με θέμα την βιολογική έννοια των φύλων, «λόγω του κινδύνου ταραχών». Στο αμερικανικό αίτημα/απαίτηση αποκάθαρσης κλασικών κειμένων από λέξεις που αντίκεινται στην πολιτική ορθότητα – υπόλογοι Mark Twain με νέγρους, Χιονάτη της Disney χωρίς νάνους, Παλαμάς με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου. αποξήλωση αγαλμάτων ιστορικών προσωπικοτήτων. Τι θα απομείνει από την καλλιτεχνική ελευθερία, από την ίδια την καλλιτεχνική έκφραση;
Όμως… σαν τι μπορεί να προταθεί για να αμβλυνθεί η αίσθηση ότι η πολιτική ορθότητα, και μάλιστα όταν έρχεται να αντιπαρατεθεί αλλά εντέλει να ενισχύσει εμμέσως αν μη δολίως την άνοδο των λαϊκισμών και της ρητορικής μίσους, καταλήγει απειλή για την επιστημονική-ακαδημαϊκή ελευθερία και για τις ελευθερίες της έκφρασης και της τέχνης; Όπως θα περίμενε κανείς από ένα βιβλίο αφιερωμένο – όπως αυτό του Σπ. Βλαχόπουλου – στην μνήμη Σταύρου Τσακυράκη, εκείνο που αναφέρεται ως «αμοιβαία ανεκτικότητα» αν μη ως «φιλικότητα στον συνάνθρωπο» (θα το τροποποιούσαμε ως «φιλικότητα στον απέναντι»…) μπορεί να ελπισθεί ότι θα δώσει διέξοδο. Δηλαδή η αναγνώριση – ή έστω η αμφιβολία! – ότι «μπορεί και ο άλλος να έχει δίκιο»
Ανηφορικά πράγματα. Όσο κι αν ήδη ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ, στα μέσα του 19ου αιώνα, μαχόταν για την καταπολέμηση κάθε απαγόρευσης της αντίθετης φωνής.