Την επόμενη εβδομάδα ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης θα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει τη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Στο περιθώριο αυτής της παγκόσμιας συνόδου, ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα συναντηθεί, προγραμματισμένα, με τον Τούρκο Πρόεδρο κ. Ερντογάν. Και κάθε συνάντηση των δυο ηγετών παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς όλοι περιμένουν μια εξέλιξη στα Ελληνοτουρκικά. Θα υπάρξει άραγε αυτή η ποθητή εξέλιξη ή οι δυο ηγέτες θα αρκεστούν στο να επανεπιβεβαιώσουν το καλό κλίμα που επικρατεί στις σχέσεις των δυο κρατών χωρίς καμία ή πολύ περιορισμένες καίριες ανακατατάξεις στο περιεχόμενο των σχέσεων;
Η αλήθεια είναι πως ο χρόνος που διέρρευσε ανάμεσα στην εχθρότητα και στη βελτίωση των σχέσεων είναι σημαντικός (κοντεύουμε δύο χρόνια ηρεμίας, με ελάχιστα επεισόδια, που προκλήθηκαν από την Τουρκία και κατευνάστηκαν από τις συνεννοήσεις των δυο μερών) και θα μπορούσε να πει κανείς πως δε θα έπρεπε να περιμένουμε άλλο για μια δραστική επίλυση των κεντρικών ζητημάτων που μας ταλανίζουν. Αλλά εδώ βρίσκεται το αδιέξοδο: Η Τουρκία επιθυμεί να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μια ποικιλία θεμάτων, για τα οποία η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να συζητήσει, επικαλούμενη το ότι δε συζητάει θέματα που άπτονται της κυριαρχίας της. Και είναι αλήθεια ότι για τις γκρίζες ζώνες και για την αποστρατιωτικοποίηση , που είναι οι προτιμήσεις του κ. Ερντογάν, οι απαντήσεις δίδονται από τις συνθήκες Ειρήνης και τη Σύμβαση της Λωζάννης του 1923, και είναι καταλυτικές υπέρ των Ελληνικών απόψεων: Η Τουρκία πρέπει να περιορίσει τις αξιώσεις της στα νησιά που απέχουν μόνο 3 ναυτικά μίλια από τις ακτές της, η δε αποστρατιωτικοποίηση δε μπορεί να θεωρηθεί ως όρος κυριαρχίας, όπως ισχυρίζεται η Τουρκία. Αν ήταν όρος, θα το έλεγε καθαρά η Σύμβαση της Λωζάννης γιατί σε θέματα κυριαρχίας μόνο μια ρητή υποχρέωση περιορισμού της ή αναίρεσης της θα μπορούσε να ικανοποιήσει το παράλογο αίτημα της τουρκικής κυβέρνησης. Ενώ από την ελληνική πλευρά προτείνεται μια διαπραγμάτευση, και μια ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, μόνο για τις θαλάσσιες ζώνες, και πιο συγκεκριμένα την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Σε αυτήν μάλιστα την περίπτωση δεν ισχύει η διαφαινόμενη βούληση ορισμένων να αντιπροτείνουμε κι εμείς διεκδικήσεις, για να εξισορροπήσουμε με τους Τούρκους στη διαπραγμάτευση, με το επιχείρημα ότι η αποκλειστική έγερση τουρκικών διεκδικήσεων δε μας βοηθάει στη διαπραγμάτευση. Εκτός του ότι αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη θα πρέπει να τονιστεί ότι εάν οι αμοιβαίες διεκδικήσεις περιοριστούν στις θαλάσσιες ζώνες, τότε δεν ισχύει καθόλου το επιχείρημα της δικής μας πενίας, διότι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ είναι κοινό αίτημα καθώς τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία πρέπει να υιοθετήσουν μια οριοθετική γραμμή, σύμφωνα με τις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο απαιτεί συμφωνία.
Το ζήτημα που θα προκύψει εάν ο Έλληνας Πρωθυπουργός προτείνει μια διεύρυνση της ατζέντας, ώστε να συμπεριλάβει τις κύριες διαφορές, είναι ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα δεχτεί, με τον όρο σε αυτές να προστεθούν οι παράλογες τουρκικές αξιώσεις. Οι οποίες δεν πρόκειται να γίνουν δεκτές από την ελληνική πλευρά. Η απόρριψή τους φοβάμαι ότι μπορεί να δυσχεράνει το καλό κλίμα που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια. Το πιθανότερο είναι, ως εκ τούτου, να προχωρήσουν οι δυο ηγέτες στην πεπατημένη οδό, της αποφυγής των καίριων προβλημάτων, και να αρκεστούν σε μια συζήτηση ρουτίνας, που θα επιβεβαιώνει το καλό κλίμα στις σχέσεις και μια αναβολή sine die της αντιμετώπισης των κυρίως διαφορών μας. Μα, αυτή η αναμενόμενη εξέλιξη δεν οδηγεί πουθενά. Είναι ένα άγονο παιχνίδι καθυστέρησης, με κύριο νικητή την Τουρκία, η οποία διατηρεί τις διεκδικήσεις της στο ακέραιο, κι η οποία, μάλιστα, δε διστάζει να τις διευρύνει, κατά καιρούς, όπως έκανε με τη συμπλοκή αποστρατιωτικοποίησης και κυριαρχίας ή ακόμα χειρότερα με τη «γαλάζια πατρίδα». Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πολιτικός Διάλογος δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των εμπνευστών της Διακήρυξης των Αθηνών, καθώς δεν υποκατέστησε τις Διερευνητικές Συνομιλίες του παρελθόντος. Και οι Διερευνητικές Συνομιλίες σκοπούσαν κυρίως στο να δοθεί σε αυτές όλο το βάρος των περιφερειακών προβλημάτων που χώριζαν τις δυο χώρες , έτσι ώστε οι διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν να μπορούσαν να αφιερωθούν στα θέματα των θαλασσίων ζωνών. Και χωρίς να μπορώ να ισχυριστώ πως αν συνέχιζαν τον πολιτικό διάλογο, πάνω στον καμβά των διερευνητικών, θα είχαμε θεαματικά αποτελέσματα, ωστόσο άξιζε τον κόπο να το προσπαθήσουμε.
Δεν περιμένουμε, μάλλον, από τη συνάντηση θεαματικές πρωτοβουλίες. Αλλά αν οι δυο ηγέτες συναντηθούν, μέσα στα στενά χρονικά περιθώρια που τους παρέχει η σύνοδος, και δεν κάνουν τίποτα το εντυπωσιακό από πλευράς επίλυσης των προβλημάτων, τότε θα είναι μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Γιατί η πραγματική πιθανότητα να αποκατασταθούν οι διμερείς σχέσεις είναι η επίλυση των ζεόντων προβλημάτων που πυροδοτούν την ένταση κι όχι η αποφυγή τους, κι η αναβολή τους για ευθετότερο χρόνο, που όμως δεν θα έρθει ποτέ.