Έχει πυκνώσει τα τελευταία χρόνια το ερευνητικό, αλλά και ευρύτερα το δημόσιο ενδιαφέρον για το φαινόμενο του δωσιλογισμού/της συνεργασίας με τις αρχές Κατοχής, όσο η αξιοποίηση αρχείων αλλά και τα ερωτηματικά σχετικά με την έννοια της θεσμικής λήθης έρχονταν στο προσκήνιο: ήδη οι «Δίκες των δωσιλόγων» του Δημ. Κουσουρή (στις Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) ή και το «Κατοχή, ναζισμός και Ελληνική οικονομία» σε επιμέλεια Θ. Γκιούρα-Μιχ. Ψαλιδόπουλου (στις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις) είχαν δώσει το στίγμα, αλλά και οι δουλειές π.χ. του Ph. Morgan με το «Hitler’s Collaborators: Choosing between Bad and Worse» ή του D. Istran με το «European Trial. The Story of Collaboration, Resistance and Retribution in Europe» έδειξαν το εύρος του ενδιαφέροντος.
Όμως η δουλειά αυτή του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, ο οποίος και σε προηγούμενες φάσεις της διαδρομής του έχει ασχοληθεί με πλευρές της Κατοχής και της Αντίστασης (ιδίως δε στο συλλογικό «Η εποχή των ρήξεων» στις Εκδ. Επίκεντρο) συνδυάζει την βουτιά σε αρχειακό υλικό που είχε μείνει κάπως απόμακρο, με μια ζωντανή αποτύπωση του φαινομένου του δωσιλογισμού της – όπως την χαρακτηρίζει παρακολουθώντας την κάλυψη από την μεταπολεμική «Ελευθερία» – «Ελληνικής Κατοχής» των συνεργατών του κατακτητή. Ήδη από το ξεκίνημα της αφήγησης Χαραλαμπίδη, σε ταρακουνάει η διαπίστωση ότι «η συνεργασία με τον κατακτητή δίχασε την ελληνική κοινωνία πολύ πριν εμφανισθεί ο αντιθετικός της πόλος με την ανάδειξη του αντιστασιακού κινήματος» (ξαναδιαβάστε το, αυτό!) , μαζί βέβαια και με τον υπερβολικό ζήλο που έδειξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις συνεργασίας στην καταπολέμηση του Ελληνικού αντιστασιακού κινήματος για λογαριασμό του κατακτητή.
Πλην όμως, εκείνο που αληθινά ξύνει πληγές έγκειται στο ότι όσοι βρέθηκαν να αποκομίζουν οφέλη από την Κατοχή, προκειμένου «να μην χάσουν τα οικονομικά, πολιτικά ή άλλα οφέλη που αποκόμισαν απ’ την συνεργασία τους [με τον κατακτητή] στράφηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα κατά εκείνων που θα μπορούσαν να τα αμφισβητήσουν». Με ντοκουμέντα, με αποτύπωση σειρών στοιχείων, αυτό. Η αίσθηση βαθύτερης αδικίας από την κάλυψη που δόθηκε στους δωσίλογους της Κατοχής λειτούργησε μακροπρόθεσμα ως «τραύμα που ποτέ δεν επουλώθηκε» καθώς το μεταπολεμικό/μετεμφυλιακό Κράτος «δεν απέδωσε δικαιοσύνη». Και ακόμη: «Κεντρικό ρόλο στην ατιμωρησία των συνεργατών διαδραμάτισε η ελληνική δικαιοσύνη».
Κάναμε λόγο ήδη για το ανερχόμενο διάχυτο ενδιαφέρον για την θεματική με την οποία αναμετρήθηκε ο Μ. Χαραλαμπίδης (και οι Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σημειωτέον): Ένα βιβλίο που ξεκίνησε την πορεία του στα τέλη του 2023, έκανε διαδοχικά μέχρι το καλοκαίρι του 2024 έξι εκδόσεις – των 2000, 2000, 3.000, 5.000, 7.000 και 7.000 αντιτύπων – πράγμα που για τα μέτρα του ελληνικού εκδοτικού χώρου αποτελεί success story, για να δανειστούμε έναν όρο της εποχής. «Οι Δωσίλογοι» στοιχειοθετούν την πολιτική συνεργασία με τον κατακτητή, μια συνεργασία που ξεπερνάει την λειτουργία των κατοχικών κυβερνήσεων ή ακόμη και την προσπάθεια να στραφεί (επί κυβερνήσεως Λογοθετόπουλου) η συζήτηση σε αντικομουνιστική επίθεση: «Άνθρωποι του σκότους, οι οποίοι στράφηκαν ενάντια στα ύψιστα συμφέροντα της Πατρίδας, εκμεταλλευόμενοι την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός […] αγωνίζεται να συγκρατήσει τας ορδάς των βαρβάρων να μη κατακλύσουν της γηραιάς μας ηπείρου και εξαφανίσουν τις πνευματικές και ηθικές αξίες, τα Έθνη, την Οικογένεια, την Θρησκείαν». Η σχετική προπαγάνδα κινητοποιεί κάθε μέσο, από τις εφημερίδες και τα τοπικά δίκτυα μέχρι και το – τότε ευρύτερης απεύθυνσης – ραδιόφωνο.
Αυτή η πολιτική συνεργασία οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα χιλιάδες Έλληνες – όχι δε μόνον αντιστασιακούς – που κατά το πλείστον «παραδόθηκαν στους Γερμανούς προς εκτέλεση από τις ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας». Σε φόντο αυτό συναντά κανείς και τα μεγάλα μπλόκα – Νίκαια, Καλογρέζα, Βύρωνα, Δάφνη, Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα – και όσοι είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς ώστε να μεταφερθούν σε στρατόπεδα εργασίας και συγκέντρωσης… Εκείνο όμως που βαραίνει αυτήν την σκιά ακόμη περισσότερο είναι το άλλο: «Οι κατοχικές κυβερνήσεις άνοιξαν την πόρτα της συνεργασίας σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία». Καθώς, δε, η εκ των υστέρων/μετά την Απελευθέρωση απόδοση δικαιοσύνης υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη, το όλο αυτό φαινόμενο συνέχισε να δηλητηριάζει την μεταπολεμική «καχεκτική δημοκρατία».
Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στη βήμα-προς-βήμα τεκμηρίωση εκείνου που αναφέρει ως «ένοπλη συνεργασία», δηλαδή την προσέλευση σε συνεργασία με τις Αρχές Κατοχής πρώτιστα της (Βασιλικής) Χωροφυλακής, αλλά και της Αστυνομίας Πόλεων, εν συνεχεία την δημιουργία (και συστηματική δράση) των Ταγμάτων Ασφαλείας – με φρικτή κορύφωση τα μπλόκα της Κοκκινιάς και την ιδιαίτερη, αδιάκριτη βία που συνδυάστηκε μ’ εκείνα. Οι σελίδες αυτές σχεδόν δεν αντέχεται να διαβάζονται! Διόλου τυχαίο ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέλεξε (το 1982) την 17η Αυγούστου, ημέρα της επετείου του μπλόκου της Κοκκινιάς, για να ξεκινήσει η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής του νόμου για αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης…
Στους «Δωσίλογους» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, όμως, το τμήμα εκείνο της ανάλυσης που πιστεύουμε ότι ξεκλειδώνει αληθινά το «να μην χάσουν τα οικονομικά, πολιτικά ή άλλα οφέλη που αποκόμισαν από την συνεργασία με τον κατακτητή» είναι εκείνο που δίνει το κλειδί της συνολικής κατανόησης του δωσιλογισμού:
Και η πικρή έως φρικτή παρατήρηση: «Στον ενάμιση χρόνο [όπου έγιναν οι συναλλαγές επί του 74% αυτών των ακινήτων] πέθαναν από την πείνα περίπου 45.000 κάτοικοι της Αθήνας και του Πειραιά». Αυτό, μαζί με την εκτίμηση ότι από τις πολύ ευρύτερες πωλήσεις ανά την Ελλάδα επηρεάστηκαν οι ζωές εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών», ή 1.500.000 ανθρώπων (η εκτίμηση, της Πανελληνίας Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακινήτα επί Κατοχής) δείχνει γιατί η αίσθηση αδικίας που προέκυψε από την κατάσταση αυτή δεν έσβησε με την παρέλευση του χρόνου.
Και η στάση της Δικαιοσύνης; Κρατήστε ένα στιγμιότυπο! Το 1945, παραμονές Δεκαπενταύγουστου, «εκδηλώθηκε μια περίεργη πυρκαγιά στο κτίριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου [που] έκαψε το υπόγειο και τον πέμπτο όροφο, αφήνοντας ανέπαφους τους ενδιάμεσους ορόφους». Στο υπόγειο και τον πέμπτο όροφο, λοιπόν, φυλάσσονταν οι φάκελοι απ’ όπου «θα έβγαιναν στην επιφάνεια ένα μέρος από τα ονόματα των οικονομικών δωσίλογων» (η καταγραφή στον Ριζοσπάστη Αύγουστου 1945).
Και η τελική συνέπεια; Η απόκτηση πλούτου κατά την διάρκεια της Κατοχής δεν αρκούσε για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία «αν δεν συνοδευόταν με αποδείξεις ότι ο κατηγορούμενος επεδίωκε συνειδητά την επίτευξη μεγάλων κερδών μέσα από άμεση συνεργασία με τους κατακτητές», σύμφωνα με την έρευνα σε πλήθος απαλλακτικών βουλευμάτων από τον Δημ. Κουσουρή (στις «Δίκες των δοσιλόγων»). Οπότε… «η Ελληνική δικαιοσύνη αποτέλεσε, και στην περίπτωση των οικονομικών συνεργατών, τον βασικό μηχανισμό νομιμοποίησης των πεπραγμένων της Κατοχής».
Αν μη τι άλλο, η έκταση που έλαβε η συζήτηση γύρω από το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, δείχνει ότι η επιλογή «μεταξύ μνήμης και λήθης» δεν εγκαταστάθηκε στην πλευρά της λήθης τόσο μονοδιάστατα.
Κλείνει το βιβλίο με την υπενθύμιση του έργου του Δημήτρη Ψαθά «Φον Δημητράκης», που έκανε πρεμιέρα στις 4 Απριλίου του 1946. Ήρωας ένας Έλληνας πολιτικός που επέλεξε την συνεργασία με τους Γερμανούς για να γίνει υπουργός. ουσία όμως, το στίγμα όσων «κατρακύλησαν στην ντροπή της συνεργασίας». Ε, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1946, σχεδόν οι μισοί από τους 206 βουλευτές του τότε κυβερνώντος κόμματος επιδιώκουν «την θεσμοθέτηση εξαιρετικά ευνοϊκών διατάξεων για όσους είχαν καταδικαστεί ως συνεργάτες του κατακτητή [και μάλιστα] την απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στα Τάγματα Ασφαλείας. Ο σπόρος της αντικομμουνιστικής στράτευσης είχε φυτρώσει, είχε πλέον ανθίσει…
Ακόμη και ο Σπύρος Μαρκεζίνης, «πιστός φίλος και υποστηρικτής της Βασιλείας», με επιστολή του προς τον Γεώργιο Β΄ χαρακτηρίζει την κίνηση εκείνη «αφαντάστως θλιβεράν και εξόχως επικίνδυνον». Πώς, μετά, με την πατέντα των απαλλακτικών βουλευμάτων (11.675 απαλλακτικά, έναντι 1.557 παραπεμπτικών…) το 87% των υποθέσεων συνεργασίας με τον κατακτητή να μην έχει φθάσει ποτέ στις αίθουσες των δικαστηρίων; (Τα στοιχεία, από έγγραφο του Γενικού Επιτρόπου Ειδικών Δικαστηρίων, από το Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ). Και, πώς, εν τέλει, τον Οκτώβριο του 1949 να μην προχωρήσει η – αρχικά προβλεφθείσα αποφυλάκιση των όσων καταδικασμένων ως συνεργατών των Αρχών Κατοχής μετά την έκτιση του 1/3 της ποινής τους – απόφαση για αναστολή εκτέλεσης και κάθε περαιτέρω δίωξης;
Έτσι, το τραύμα παρέμεινε.