Οι πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης Σολτς στο μεταναστευτικό απομακρύνουν έτι περαιτέρω τη Γερμανία από τις μεταπολεμικές παραδόσεις της αλλά και την πολιτική «ανοιχτών θυρών» της Άνγκελα Μέρκελ, το 2015. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια εντυπωσιακή στροφή, και μάλιστα από μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, ως αποτέλεσμα των εσωτερικών πολιτικών πιέσεων που δέχεται. Αν και υπάρχουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων μέτρων, σε ένα πρώτο συμβολικό επίπεδο δεν μπορούν να υποτιμηθούν, στο βαθμό που η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ, που βρίσκεται γεωγραφικά στο κέντρο της και παραδοσιακά στήριζε τις ευρωπαϊκές λύσεις, οδηγείται, τώρα, σε μονομερείς ενέργειες που βάλουν εναντίον ενός βασικού πυλώνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που είναι το Σένγκεν.
Κάποιες από τις γερμανικές αποφάσεις, αφορούν τη μείωση της ελκυστικότητας της Γερμανίας ως χώρας τελικού προορισμού. Αυτό δεν αντίκειται στα ελληνικά συμφέροντα, καθώς η Ελλάδα, παγίως, υποστηρίζει την ανάγκη αυτή. Οι χερσαίοι, επιλεκτικοί, έλεγχοι αφορούν, κυρίως, τις εννέα χώρες που συνορεύουν με τη Γερμανία. Η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα του Σένγκεν που δεν έχει χερσαία σύνορα με καμία άλλη, καθώς η Αυστρία δεν πρόκειται σύντομα να άρει του βέτο της στη προσχώρηση της Βουλγαρίας (και της Ρουμανίας) στο χερσαίο Σένγκεν. Όμως, υπάρχει ο κίνδυνος ενός ντόμινο και μιας επέκτασης των περιορισμών σε αεροπορικά ταξίδια, κάτι που θα είχε επιπτώσεις στον εισερχόμενο προς την Ελλάδα γερμανικό τουρισμό. Το βέβαιον είναι, ότι, αντί για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, που αποτελεί και βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μεταναστευτικής πρόκλησης, έχουμε μια διαρκή διολίσθηση σε μονομερείς ενέργειες.
Εν τέλει, δεν θα πρέπει να εστιάζουμε στις δευτερογενείς ροές από τον νότο στον βορρά εντός Σένγκεν, αλλά στις πρωτογενείς, από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία προς τον ευρωπαϊκό νότο. Η αντιμετώπιση και διαχείριση των παράνομων πρωτογενών αυτών ροών θα πρέπει να αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμο είναι να αποδεχτεί η Τουρκία να εφαρμόσει αυτό που συμφώνησε το 2016, στην κοινή δήλωση με την ΕΕ, που προβλέπει την άμεση επιστροφή όλων των αιτούντων άσυλο, από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου πίσω στην Τουρκία. Στην προσπάθεια αυτή να πειστεί η Τουρκία ότι είναι και προς το συμφέρον της να πάψει να αποτελεί χώρα διέλευσης της παράνομης μετανάστευσης παγκοσμίως, πολύτιμη παραμένει η ελληνογερμανική συνεργασία. Η Ελλάδα έχει δείξει την καλή της θέληση, υποστηρίζοντας τόσο το τουρκικό αίτημα για οικονομική στήριξη, όσο και τον διακαή πόθο των Τούρκων, να ταξιδεύουν, χωρίς περιορισμούς, στην Ευρώπη, που ένα πρώτο βήμα για την ικανοποίησή του αποτελεί το πρόγραμμα διευκόλυνσης βίζας για τους Τούρκους επισκέπτες στα δέκα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που εμείς εισαγάγαμε.
Το μεταναστευτικό αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, ότι μπορεί να διχάσει την Ευρώπη και να ανατινάξει το πολιτικό της σύστημα και την ευρωπαϊκή ιδέα. Η αντιμετώπισή του δεν μπορεί να γίνεται χωρίς να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν οι δικαιολογημένες ανησυχίες των ίδιων των Ευρωπαίων πολιτών. Όμως, ταυτόχρονα, ο καταγγελτικός και απλουστευτικός λόγος, με τους λαϊκίστικους αφορισμούς δεν βοηθά. Η Ευρώπη οφείλει να προστατεύει τα σύνορα της, σεβόμενη της αρχές της αλλά και τον διεθνή νόμο, να προσφέρει προστασία στους πραγματικούς πρόσφυγες, να επιστρέφει στις χώρες προέλευσής τους όσους επιχειρούν να την καταχραστούν και να λαμβάνει όλα τα μέτρα για την καταπολέμηση της παράνομης και εγκληματικής διακίνησης. Ταυτόχρονα, η Ευρώπη έχει ανάγκη μιας νόμιμης, ασφαλούς, λελογισμένης και επιλεκτικής μετανάστευσης, σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας της και τις προτεραιότητες των κοινωνιών της. Προϋπόθεση για μια τέτοια ρεαλιστική προσέγγιση που θα φέρνει αποτελέσματα, μακριά από τις κραυγές της μιας πλευράς και τις αφέλειες της άλλης, είναι η συνειδητοποίηση από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες ότι το πρόβλημα είναι κοινό και μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
(*) Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι βουλευτής ΝΔ, πρώην υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου